Το Δεκέμβριο του 1888 ξεκινά στην Πλατεία Συντάγματος το θρυλικό καφενείο «Ζαχαράτου», που θα γράψει τη δική του ιστορία στην τότε Αθήνα. Στις 19 Μαρτίου του 1963, το καφενείο «Ζαχαράτου» θα κλείσει οριστικά αφού όμως διαγράψει μια σημαντική πορεία στην καλλιτεχνική και πολιτική σκηνή της χώρας. Αυτή είναι η ιστορία του.
Έτσι ξεκίνησαν όλα
Ο Σπύρος Ζαχαράτος διατηρούσε μαζί με τον Καπερώνη ένα μεγάλο καφενείο στην πλατεία Ομονοίας. Κάποια στιγμή και αφού το καφενείο της Ομονοίας κλείνει, ο Ζαχαράτος, μόνος του πλέον αποφασίζει να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες πάνω στην πλατεία Συντάγματος ανοίγει το καφενείο «Ζαχαράτου» που υπήρξε το σημαντικότερο καφενείο ήδη από το τέλος του 19ου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ο Ζαχαράτος έφτιαξε ένα καφενείο ώστε οι θαμώνες του να βρουν εκεί όλες τις ανέσεις που χρειάζονται. Γι’ αυτόν το λόγο φρόντισε λεπτομερώς για την επίπλωση του, τοποθετώντας μαρμάρινα τραπεζάκια, άνετους καναπέδες, καθρέφτες στους τοίχους. Το κυρίως μέρος του καφενείο αποτελούνταν από μια μακρόστενη αίθουσα ενώ το πατάρι λειτουργούσε ως σφαιριστήριο, μια αίθουσα δηλαδή που χρησιμοποιούνταν για άθληση, ή ψυχαγωγία με ρίψη σφαίρας ή σφαιρών.
Στα εγκαίνια η «Εφημερίς» θα γράψει:
Ανοίγονται αι θύραι του πολυτελούς και μεγάλου εντευκτηρίου, αθρόον δε το κοινόν και ανυπόμονον εισήρχετο εν αυτώ. Η διακόσμησις των αιθουσών συνδυάζουσα μετά της εκτάκτου πολυτελείας περισσήν κομψότητα και φιλοκαλίαν, σημείοι παρ’ ημίν αληθή πρόοδον. Τράπεζαι κομψαί και ανάκλιντρα αναπαυτικότατα, κάτοπτρα εκτάκτου πολυτελείας, βαρύτιμα παραπετάσματα, υπηρεσία ευπρόσωπος και πρόθυμος, σφαιριστήρια αψόγου εντέλειας, πλούτος εφημερίδων, προς τούτοις δε άπλετος φωτισμός, την ημέραν μεν διά μεγάλων υαλωτών θυρών, τη νύκτα δε διά πολυαρίθμων λαμπτήρων αεριόφωτος. Ταύτα πάντα δύνανται να ικανοποιήσωσιν πλήρως και τον μάλλον ιδιότροπον
Το καφενείο δεν άργησε να γίνει πόλος έλξης των Αθηναίων, όλων των κοινωνικών τάξεων. Οι πιο τακτικοί του θαμώνες ήταν άνθρωποι των γραμμάτων, όπως ο Παλαμάς και ο Ψυχάρης καθώς επίσης στρατιωτικοί και πολιτικοί. Λόγω της έντονης πολιτικής παρουσίας και των πολιτικών συζητήσεων που καθημερινά γίνονταν εκεί, ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου έλεγε ότι το καφενείο «Ζαγοραίος» ήταν το δεύτερο κοινοβούλιο και το πιο δημοκρατικό και ελεύθερο από το πραγματικό. Πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες σύχναζαν στο σφαιριστήριό του και όπως χαρακτηριστικά έγραφε ένας δημοσιογράφος της εφημεριδάς ΣΚΡΙΠ στο φύλλο της 28ης Νοεμβρίου 1895:
Ολίγοι ίσως από τους θαμώνας του καφενείου Ζαχαράτου τους περικυκλούντας το μπιλιάρδο έχουν εννοήσει ότι ένας από τους παίζοντας τρεις τέσσαρες τώρα βραδιές συνεχώς είναι ο έξοχος ζωγράφος Ιακωβίδης, ο δοξάζων με τον Γκύζην το ελληνικόν όνομα εν Ευρώπη. Ο Ιακωβίδης παίζει αδιακόπως μετ’ άλλου θαυμασίου μπιλλιαρδιστού, του ζωγράφου κ. Χατζοπούλου. Ο Λύτρας εξαπλωμένος επί του βελουδίνου καναπέ παρακολουθεί λεπτομερώς τας καραμπόλας των δύο αγαπητών του μπιλλιαρδιστών
Το δεύτερο κατάστημα
Γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα ο Σπ. Ζαχαράτος άνοιξε δεύτερο κατάστημα στην πλατεία Συντάγματος και συγκεκριμένα στη συμβολή των οδών Γεωργίου Α΄ και Αγχέσμου (όπως λεγόταν τότε η οδός Βουκουρεστίου), στο ισόγειο της οικίας Βούρου. Από το 1906 όμως άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα για τον επιχειρηματία. Τόσο τα μειωμένα έσοδα του καφενείου όσο και τα αυξημένα έξοδα ανάγκασαν τον επιχειρηματία να πειραματιστεί (μετέτρεψε το παλιό καφενείο σε ζυθοπωλείο) για να μπορέσει να επιβιώσει. Τελικά, θα κλείσει το πρώτο καφενείο και θα κρατήσει αυτό στο ισόγειο της οικίας Βούρου.
Στα χρόνια του εθνικού διχασμού (1915 – 1917) τα τραπεζάκια του στο πεζοδρόμιο αντιστοιχούσαν προς τις πτέρυγες της Βουλής. Οι βενιζελικοί καταλάμβαναν αυτά που βρίσκονταν προς τη σημερινή «Μεγάλη Βρετανία», ενώ οι βασιλικοί τα τοποθετημένα προς την οδό Βουκουρεστίου. Τις παραμονές των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920 στην αίθουσα του καφενείου έγιναν σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Οι θαμώνες του βίωσαν και συζήτησαν όλα τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που συνέβησαν στη χώρα κατά τις δεκαετίες 1920 – 1950.
Το καφενείο «Ζαχαράτου» θα κλείσει στις 19η Μαρτίου του 1963. Μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη του κτιρίου Δημ. Βούρου, το 1958 και μια δικαστική διαμάχη που μεσολάβησε περί κληρονομικών, εφαρμόστηκε η εκτέλεση της εξώσεως, όταν δικαστικοί κλητήρες με τη συνοδεία αστυνομικών κατέφτασαν στο κατάστημα. Τελευταία ιδιοκτήτρια του καφενείου ήταν η Στεφανία Ζαχαράτου (χήρα του Άγγελου Ζαχαράτου) η οποία δε παρίστατο στην έξωση.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Βήμα» ο Παύλος Παλαιολόγος είχε γράψει ένα άρθρο υπό τον τίτλο «Καφενείου Θάνατος»:
Ένα καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνο μου, από τα τελευταία. Από τα μπρίκια του βγαλμένη η σύγχρονη ιστορία του Ελληνικού Έθνους. […] Το καφενείο αυτό, προπύργιο της καθαρεύουσας, του ρομαντισμού, της ποιήσεως των παράσχων, αναβατήρας που ύψωνε και κατέβαζε αξίες. Στα τραπεζάκια του Ζαχαράτου, έπεφταν και ανέβαιναν κυβερνήσεις. Στου Ζαχαράτου γινόταν το ρεπορτάζ των πολιτικών συντακτών, έλεγαν «οι έγκυροι κύκλοι» και ήσαν οι κύκλοι του Ζαχαράτου.