σε ,

Όταν μαθαίνεις πως πέθανε ένας παλιός σου καθηγητής

Τότε που οι συμμαθητές και παιδικοί μας φίλοι γίνονταν αδέρφια μας

Αγρίνιο, από ψηλά

Γράφει ο δημοσιογράφος Μάκης Μάκκας

Τον γνώρισα ως μαθητής του 5ου Γυμνάσιο Αγρίνιου, από τους πιο καλούς καθηγητές στην Εκπαίδευση, πριν λίγες έμαθα πως έφυγε από κοντά μας τι κρίμα! Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που επιτελούν έργο σιωπηλά και διακριτικά. Για μένα ήταν το φωτεινό παράδειγμα, με το ήθος, την ευγένειά του. Τον Γιάννη Πρεβεζάνου είχα χρόνια να τον συναντήσω, όμως η είδηση θανάτου με κάνει να σκέπτομαι πόσο αδυσώπητα και με πόση σκληρότητα φέρεται ο χρόνος. Τίποτα δεν κάνει πιο χειροπιαστό τον κύκλο της ζωής απ’ το να αποχαιρετάς με πόνο και συγκίνηση δασκάλους, συγγενείς και γείτονες που μεγάλωσες μαζί τους. Η παρουσία τους μένει ανεξίτηλα γραμμένη στην ψυχή σου.

Με αφορμή τον θάνατο του αγαπητού Γιάννη Πρεβεζάνου αναπολώ τα χρόνια εκείνα, μνήμες που γέμιζαν την παιδική μου ηλικία, διατρέχω αστραπιαία τα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε. Πέρασαν 27 χρόνια από την ημέρα που περάσαμε για τελευταία φορά από την πόρτα του 5ου Γυμνασίου φορτωμένοι με ελπίδες, προσδοκίες αλλά και φόβους εάν θα κατακτήσουμε τα μικρά η μεγάλα όνειρα μας,να φτιάξουμε τον κόσμο μας. Κράτησα μέσα στο μυαλό μου την ουσία της εποχής γιατί σφράγισε ένα κομμάτι της ζωής μου. Εικόνες και μνήμες που έχουν μια εξαιρετική ψυχική και συναισθηματική δύναμη υπό τη μορφή των προσωπικών, οικογενειακών και συλλογικών μας ιστοριών.

Με συγκινεί όπως και να ‘χει το γεγονός ότι δεν σταματήσαμε ποτέ εκείνη την εποχή να την ερμηνεύουμε και να θέλουμε τώρα με αυτή την βόλτα στο χρόνο να τnς δώσουμε περισσότερο χρόνο, έκθεση και τιμή. Γι’ αυτό έχουμε τώρα την έγνοια να μη χαθούν ούτε οι μυρωδιές, ούτε οι εικόνες,ούτε η τρυφερότητα της.

Ήμουν τυχερός που έζησα τα χρόνια όπως τα έζησα στο 5ο Γυμνάσιο και που έχω πολλές αναμνήσεις, και έντονες από τότε,το οποίο έμεινε στην ιστορία της πόλης σαν ένα από τα καλύτερα σχολεία της εποχής του. Αναπολώ ρομαντικούς και τρυφερούς δρόμους μιας ηλικίας, σκοτεινής κάποιες φορές που δεν ήμουν ούτε παιδί, ούτε μεγάλος και θυμήθηκα μια μεγάλη παρέα του σχολείου της εποχής εκείνης. Έχω πολλά μαθήματα ζωής και εμπειρίες που χωρίς να με απασχολεί το αποτέλεσμα τους τα κρατάω όλα. Τώρα που τα χρόνια κυλάνε, βλέπω ότι όλες τις αναμνήσεις τις έχω φυλάξει και τις ανακαλώ για να απολαμβάνω τις στιγμές της ζωής μου σήμερα.

Τα καλύτερα βιβλία της ζωής μου ήταν οι φίλοι μου. Ζούσαμε για να μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον. Κανένας δεν μαθαίνει μόνος του. Η παρέα είναι το καλύτερο σχολείο.

Το κτήριο του 5ο Γυμνασίου σώζεται μέχρι σήμερα έτσι όταν επισκέπτομαι τη γειτονιά, μου θυμίζει τα παιδικά και εφηβικά μου βιώματα .

Μερικές φορές μου αρέσει όταν βρίσκομαι εκεί να αντικαθιστώ την εικόνα που βλέπω με αυτή που έχω στο μυαλό μου. Στο Αγρίνιο πήγα 11 ετών παιδί και μεγάλωσα σε γειτονίες γύρω από τις οποίες ζούσαν οικογένειες –χτίστες, μάστορες, καπνεργάτριες, έμποροι, Πέτρινα διώροφα σπίτια, αυλές,σκύλοι, γάτες, γιασεμιά, σοκάκια, ανοιχτά παράθυρα.

Το 5ο Γυμνάσιο Αγρίνιου, μεγάλο σχολείο της πόλης . Άλλοι μαθητές ξεκινούσαν από τις γειτονίες του Νοσοκομείου, τα δυο ρέματα, αλλά και από γειτονίες του κέντρου. Αίθουσες ασφυκτικά γεμάτες, με σόμπες πετρελαίου για θέρμανση, έντονο το κρύο μερικές φορές δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε το στυλό BIC. Τα χέρια ήταν ξυλιασμένα το χειμώνα.Ξύλινες έδρες και ο μαυροπίνακας. Θυμάμαι να καθόμαστε πριν το κουδούνι σε μια πεζούλα στο προαύλιο, λίγο χαμένοι, λίγο ανήσυχοι.

H ζωή τα χρόνια εκείνα στο Αγρίνιο ήταν μια γλύκα, και οι γειτονίες πάνω από το σχολείο ήταν πραγματικά σαν εξοχή, ένα εκχύλισμα ζωής: γειτονιές, με μονόπατα ή δίπατα περιποιημένα σπιτάκια, μέσα σε αυλές πνιγμένες στις γλάστρες με τριανταφυλλιές, γεράνια, με μουριές, με κληματαριές, και κόσμο να κοιμάται έξω τα καλοκαίρια. Υπήρχαν πρόβατα και κότες στα χωράφια πιο πάνω. Ο Μπακάλης στη γωνιά εξυπηρετούσε τηλεφωνικά ορισμένους που άργησαν να βάλουν τηλέφωνο.

Έβλεπες στην αυλή του άλλου και γνώριζες τι έκανε, κοιτούσες τα παιδιά που τσακώνονταν και τις γυναίκες που έριχναν τα μπουγαδόνερα που πότιζαν τις βουκαμβίλιες, τα γεράνια, το βασιλικό. Όλα αυτά μαζί με τους ασβεστοβαμμένους τοίχους έφτιαχναν έναν πολύχρωμο πίνακα. Ακόμη οι μάντρες που χώριζαν τα σπίτια ήταν χαμηλές και τις δρασκελούσαμε καμιά φορά. Υπήρχε γειτονιά, δεν ντρεπόσουν να ζητήσεις τα πάντα και βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Οι γείτονες έβγαζαν την τηλεόραση στις αυλές και τις βεράντες τα καλοκαιρινά βράδια. Σαν παιδί εσωτερίκευσα αυτές τις εικόνες, αξίες και συμπεριφορές.

Τα βιώματα της προεφηβείας μας και τις εμπειρίες που ζήσαμε στα «Πέριξ» του 5ου Γυμνασίου. Μια εφηβεία που ξετυλίχθηκε στα τέλη δεκαετίας του 80 παράλληλα με τα έντονα και εξελισσόμενα πολιτικά (Πόλεμος Κόλπο, διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και κοινωνικά (Καταλήψεις) γεγονότα όταν η ζωή ήταν πιο λιτή, οι άνθρωποι ολιγαρκείς και οι οικονομικές συνθήκες δύσκολες.

Στο σχολείο αυλή δεν υπήρχε.

Στα διαλείμματα ο ένας επάνω στον άλλον. Γυμναστική κάναμε στους γύρω δρόμους, αλλά και οι καθηγητές αυστηροί..Η εποχή των χαστουκιών ίσχυε ακόμη για τα σχολεία. Οι οικονομικές δυνατότητες των περισσότερων πενιχρές έως μηδενικές. Το χαρτζιλίκι, μετρημένο, εξαιρουμένων κάποιων που οι γονείς τους είχαν μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια. Συνήθης κατάληξη, το σουβλατζίδικο της γειτονιάς το «κάτι άλλο». Όταν βρίσκαμε κανένα φράγκο στο μαγαζάκι της γειτονίας κέρασμα ένα Ξυλάκι ΕΒΓΑ βανίλια και Το Lucky cap για το δωράκι που είχε κρυμμένο και φυσικά η πατούσα.

Ήταν φτωχός και στερημένος ο κόσμος αλλά μπορούσε να ξεδίνει και να επινοεί ανέξοδους και δημιουργικούς τρόπους για να ελαφρώνει τα βάρη που κουβαλούσε, δίχως να πληρώνει αντίτιμο. Κανένα «σινεμά» στο ΡΕΞ και το Ολύμπιον» τους κινηματογράφους της πόλης. Σπάνια έξοδος ( συνήθως σχολικά party) στα club και ντίσκο, εκείνα τα χρόνια ήταν το “Ύπόγειο”, 80, και καλοκαιρινά η Ήρα, και η Fantazy. Τα νεανικά cafe Okay, Θεόφιλος, Κύτταρο. Δεν ήταν λίγοι συμμαθητές που ερχόντουσαν σχολείο με ποδήλατα και καβαλάγανε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Τα απογεύματα και ΣΚ δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό. Στην τηλεόραση, Τόλμη και γοητεία, Απαράδεκτοι, Μαγκάιβερ.

Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Στις γειτονιές μας, υπήρχαν ακόμη οι ομάδες που αναμετρούνταν σε μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Τα γόνατα σημαδεμένα από το ποδόσφαιρο στις αλάνες, η καρδιά σημαδεμένη από υπέροχες αναμνήσεις, πληθώρα συναισθημάτων. Κανένα όριο. Παιχνίδι από το πρωί ως το βράδυ. Κανένας φόβος.

Η συνέχεια ήταν τα ποδοσφαιράκια- μπιλιάρδα κυρίως μόλις σουρούπωνε για να μην μας βλέπουν καθηγητές ή ο Γυμνασιάρχης που είχε το σπίτι του λίγα μέτρα παρακάτω. Καθημερινό πέρασμα και από το Γήπεδο της ΓΕΑ, κουβέντα στην κερκίδα και χάζεμα των προπονήσων της ανδρικής ομάδας Μπάσκετ. Παγωτό μηχανής. Κρέμα από το μαγαζάκι στην Παπαστράτου. Στους ίδιους χώρους και τα «γαμπρίσματα», χτένισμα « καπέτα» και μπόλικό ζελέ. Το φλερτ με την μουσική και η προσπάθεια να παίξουμε μουσική μέσα από τις φιλαρμονικές « Ορφέας και Αρίων» , ίσως έκρυβε και την ανάγκη της ηλικίας να ανήκουμε σε μια ομάδα.

Στην τάξη συχνά στήναμε καυγάδες και φασαρίες για να εξαφανισθεί η αγωνία της πιθανότητας εξέτασης της επόμενης ώρας και οι ενοχές από την ανάλωση του χρόνου της προηγούμενης μέρας στη μπάλα, τη βόλτα και άλλες «αμαρτωλές» ενασχολήσεις που κατέστησαν αδύνατη την δυνατότητα διαβάσματος. Παρακαλούσες κρυφά να «κολλήσει» κάποιος για να μη προλάβει να φθάσει η εξέταση σε σένα και να χτυπήσει το κουδούνι!

Εκτός από την εμφάνισή μας, η οποία έπρεπε να είναι κόσμια μεγάλο ζήτημα προέκυπτε με τα μαλλιά!

Ο Γυμνασιάρχης, ο αείμνηστος Πανταζόπουλος είχε και μια άλλη…αδυναμία,ήθελε να είναι όλοι πολύ καλοί μαθητές, συγκεκριμένα έλεγε “θέλω να καμαρώνω για το Μαθητικό Φεστιβάλ που το ξεκίνησαν μαθητές του σχολείου μας”και «έντυσε» τα εφηβικά μας χρόνια. Τα ” ντέρμπι ” που δώσαμε με την ομάδα ” μοντέλο ” μπάσκετ τάξης του Γ3 στο αυτοσχέδιο γήπεδο με τις σιδερένιες μπασκέτες δίχως ταμπλό. Τα παιδικά μας χρόνια με την αδρεναλίνη στα ύψη. Τα καλύτερα βιβλία της ζωής μου ήταν οι φίλοι μου. Ζούσαμε για να μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον. Κανένας δεν μαθαίνει μόνος του. Η παρέα είναι το καλύτερο σχολείο.

Ατέλειωτα τα καλοκαιρινά βράδια στο Πάρκο,παιχνίδι και κουβέντα ως αργά, παγωτό,σουβλάκι και χυμός από το αναψυκτήριο, μουσικές από την ορχήστρα, με τα λουλούδια και το χαλικάκι κάτω μύριζε εξοχή. Δεκάδες οι διηγήσεις για ομηρικές ποδοσφαιρικές μάχες που στήθηκαν σε αλάνες, νταμάρια και προαύλια εκκλησιών και σχολείων, συμμορίες τα καλοκαίρια, ενθουσιώδη φλερτ, ανομολόγητοι παιδικοί έρωτες. Βράδια καλοκαιριού, όταν σχόλαγαν τα καπνομάγαζα, άναβαν φωτιές στα ταβερνάκια – ψησταριές και γέμιζε η γειτονιά από τις μυρωδιές από τα εδέσματα της κουζίνας και την ρετσίνα.

Πανηγύρι στήναμε μετά την θετική απόφαση του Γυμνασιάρχου για εκδρομ’η, αποφυγής του μαθήματος, δραπέτευση από τη καθημερινότητα, επαφής με τη φύση, το παιχνίδι, μία σωτηρία από την επαπειλούμενη καταστροφή της εξέτασης, όταν δεν ήξερες μάθημα!! Προορισμός: Ο παλιός Αγιος Χριστόφορος,βολτάροντας στο δάσος, με όμορφη συνήθως λιακάδα (αφού αυτό ήταν το βασικό κριτήριο της «βόλτας») έβλεπες τους συμμαθητές παρέες-παρέες σε διάφορες ενασχολήσεις. Πηγαδάκια για συζήτηση, μπάλα μπροστά από την εκλλησιά που αργότερα κτίστηκαν Πολυκατοικίες. Μετάβαση (υποτίθεται!) συντεταγμένοι, διάλυση των πάντων μετά το σύνθημα.

Για μας ήταν μία απόδραση από τη ρουτίνα, σου έδινε έντονα το αίσθημα της ταύτισης της μαθητικής με τη κοινωνική ζωή, είχες τη δυνατότητα να δεις τον συμμαθητή σου, ή και τον καθηγητή σου κάτω από άλλες πιο χαλαρές συνθήκες και πάνω απ’ όλα ήταν και μία σωτηρία από την επαπειλούμενη ολοκληρωτική καταστροφή της εξέτασης, όταν δεν ήξερες μάθημα!! Στην πόλη Ευρυτάνες, Μικρασιάτες, Ηπειρώτες, συναντιόντουσαν στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, στην αγορά στα εργοστάσια, στις οικοδομές και στις μικρές επιχειρήσεις, στις ταβέρνες, και στα καφενεία, στους συλλόγους, στα σινεμά, και στα αυτοσχέδιες γιορτές , όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο συχνά, όλο και πιο ανοιχτοί. Ξέρω ότι η κοινωνική λειτουργία της πόλης σ’ ένα βαθμό μ’έχει εξοπλίσει με βαθιά και ισχυρή τεχνογνωσία να αντεπεξέρχομαι στην αντιξοότητα.

Γυρίζω σε ένα περιστατικό που τώρα είμαι σε θέση να καταλάβω ότι ψυχικά και συναισθηματικά με χάραξε.

Είμαι στην κάτω είσοδο του πάρκου, νύχτα Παρασκευής εκείνη την στιγμή περνούσαν οι καπνεργάτριες που μόλις είχαν σχολάσει από τα εργοστάσια και την απογευματινή βάρδια. Θυμάμαι την μάνα μου να μου χαμογελάει τότε ένιωσα ανακούφιση και ηρεμία. Βλέπεις μεγάλωσα με τον φόβο του σπιτονοικοκύρη που ερχόταν να ζητήσει το νοίκι και δεν είχαμε να τον πληρώσουμε. Ζούσα από παιδί με αυτή τη φοβία και την κουβαλάω. Όσο παράλογο κι αν ακούγεται, αυτά τα βιώματα δεν μπορώ να τα ξεπεράσω. Οι φόβοι έρχονται ακόμη συνέχεια σαν εφιάλτες. Αυτά, που πάντα μας ακολουθούν σκιαγραφώντας με έναν απροσδιόριστα καθοριστικό τρόπο τη συνέχεια της ζωής μου. Οι φίλοι και συνομήλικοι, η παρέα και το παιχνίδι σε αλάνες και χωματόδρομους ήταν πηγή ζωής .

Πολλές φορές αναζητούσα κάποιο καταφύγιο και το βρήκα ορισμένες φορές, σε σπίτια φίλων, στους δρόμους και της πλατείες όπου πλησίαζα για να ξεφύγω από την δύσκολη κατάσταση και την θλίψη που βίωνα. Όμως ακόμη και στις ακραίες συνθήκες κατορθώνουμε να αντέχουμε και να επιβιώνουμε ψυχολογικά και συναισθηματικά. Για να τα καταφέρουμε χρειάζονταν να πιαστούμε από κάτι, και για αυτό κρατιόμαστε από μικροπεριβάλλοντα, μικρές νησίδες ζωής, παρουσίας, αποδοχής και καθοδήγησης.. Όσο για μένα αυτές οι νησίδες ζωής ήταν οι φίλοι, το σχολείο και γείτονες. Το κύριο όπλο απέναντι στην ακραία αντιξοότητα. Λειτουργούσαν σαν υπαρξιακό σωσίβιο απέναντι σε όλη τη δύσκολη πραγματικότητα φτιάχνοντας έναν κόσμο ζωοδότη για την παιδική και εφηβική μου ψυχή.

Όλα όσα έγραψα είναι δικές μου αναμνήσεις τέλειες, βαθύτατες, αυθεντικές,ευαίσθητες,γεμάτες αναπολήσεις. Τα βάσανα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, η αίσθηση με την οποία πρωτογνώριζα και πρωτοαισθανόμουν τον κόσμο, τα πρόσωπα φίλων, συγγενών και καθηγητών που την σχηματίζουν και μια σκέψη όχι πολύ φορτωμένη, σχεδόν αθώα. Σαν να ξαναείδα την παιδική μου ζωή μου από την θέση του του θεατή. Μια προσπάθεια απόδοσης αυτής φαινομενικής φρεσκάδας, μιας αθωότητας, μια ανεμελιάς εμπλουτισμένης με ξεσπάσματα τρελών γέλιων και δακρύων, συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων , επιθετικότητας και φιλίας μιας μικρό κοινωνίας που την αποτελούσαν τρέλα κορίτσια και άγουρα αγόρια. Πιστεύω πως αυτό μας έδωσε μια αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου, ότι έχουμε ρίζες, μας συνέδεσε με τον τόπο, με κάποιον τόπο.

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.
0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!