Η εβδομαδιαία στήλη «Καρτ ποστάλ θανάτου» εξετάζει λιγότερο γνωστές ανεξιχνίαστες υποθέσεις (δείτε εδώ την πρώτη ιστορία). Τι αντίκρισαν οι αστυνομικοί; Τι ρόλο έπαιζε η οικογένεια του θύματος; Γιατί δεν έχει αποδοθεί ακόμα δικαιοσύνη; Ποιος τελικά σκότωσε το θύμα;
Τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να δώσει ο Βαγγέλης Γιαννίσης, συγγραφέας της σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων με τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα) και περήφανος γατομπαμπάς του Jax. (Γνωρίστε καλύτερα τον Βαγγέλη εδώ)
Υπόθεση #28 – Η δολοφονία της Kirsty Bentley
Ashburton, Δεκέμβρης 1998
«Μαμά, νομίζω ότι φαίνεται πολύ το πόδι μου».
Η δεκαπεντάχρονη Kirsty Bentley ετοιμαζόταν να βγει. Είχε κανονίσει να συναντηθεί με μία φίλη της για ψώνια κι αργότερα θα υποδεχόταν τη νέα χρονιά με την οικογένειά της. Εκείνο το πρωί της 31ης Δεκεμβρίου 1998, η Kirsty φορούσε ένα μπλε σάλι. Η μητέρα της χαμογέλασε και, με τη βοήθεια μίας καρφίτσας, έκλεισε καλύτερα το σάλι. Η Kirsty ευχαρίστησε τη μητέρα της κι, αφού τη χαιρέτησε, έτρεξε για να συναντήσει τη φίλη της. Η Jill είδε την κόρη της μέσα απ’ τα παράθυρα της κουζίνας, μέχρι που έστριψε στη γωνία. Ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε ζωντανή.
Η Kirsty ζούσε μαζί με τους γονείς της, Jill και Sid, τον μεγαλύτερο αδερφό της, John, και την Abby, το σκυλί της οικογένειας. Ήταν ένα χαρούμενο και ζωηρό κορίτσι, δημοφιλές τόσο στους συμμαθητές, όσο και στους δασκάλους της. Έβγαινε με τον Graeme, τον οποίο σκόπευε να συναντήσει στη συνέχεια για να φάνε μαζί, προτού γιορτάσει την πρωτοχρονιά με την οικογένειά της. Έπειτα από τη βόλτα γύρισε σπίτι της και στις 14:38 τηλεφώνησε στο σπίτι του Graeme, ο οποίος ωστόσο δεν ήταν εκεί και του άφησε μήνυμα να της τηλεφωνήσει όποτε επέστρεφε. Μιας και ο καιρός ήταν καλός, η Kirsty βρήκε την ευκαιρία να βγάλει βόλτα την Abby. Εκείνη την ώρα στο σπίτι βρισκόταν ο αδερφός της, John, ο οποίος παρόλο που δεν είδε την Kirsty να βγαίνει μαζί με την Abby, το υπέθεσε καθώς πρόσεξε ότι το λουρί της σκυλίτσας έλειπε.
Στις 16:30 ο John θα σηκώσει το τηλέφωνο: ήταν ο Graeme, ο οποίος ζητούσε την Kirsty. Ο John τον ενημέρωσε πως δεν είχε γυρίσει ακόμα απ’ τη βόλτα. Μία ώρα αργότερα η κοπέλα εξακολουθούσε να μην έχει επιστρέψει. Λίγο αργότερα, όταν επέστρεψαν και οι δύο γονείς της απ’ τις δουλειές τους, ειδοποιήθηκε η αστυνομία, η οποία κινητοποιήθηκε αμέσως. Αρχικά, ένας αστυφύλακας μαζί με τον Graeme βγήκαν για να την αναζητήσουν κατά μήκος του ποταμιού, ωστόσο όσο περνούσε η ώρα, τόσο μεγάλωνε η ανησυχία των γονιών της κοπέλας, αλλά και των Αρχών. Το βράδυ πέρασε δίχως να βρεθεί ίχνος της Kirsty ή της Abby, παρόλο που στην ομάδα έρευνας είχαν προστεθεί περισσότεροι αστυνομικοί, αλλά και εθελοντές.
Την επόμενη μέρα, γύρω στις 10 το πρωί, η Abby, το λαμπραντόρ της οικογένειας, βρέθηκε δεμένη απ’ το λουρί σε ένα δέντρο, κοντά στον ποταμό Ashburton, σε μία περιοχή η οποία είχε ερευνηθεί ενδελεχώς το προηγούμενο βράδυ. Η οικογένεια της Kirsty διαπίστωσε πως το λουρί με το οποίο είχε δεθεί η Abby ήταν διαφορετικό απ’ αυτό που η νεαρή κοπέλα είχε πάρει χθες απ’ το σπίτι. Σε κοντινή απόσταση βρέθηκαν τα εσώρουχα και το σορτς που φορούσε η δεκαπεντάχρονη, κάτω απ’ το σάλι της. Παρά το ανησυχητικό σημάδι, η αστυνομία αισιοδοξούσε πως η εξαφάνιση της κοπέλας ήταν εκούσια. Δύο εβδομάδες αργότερα, κάθε αισιοδοξία θα εξανεμιζόταν.
Λίγο πριν τα γενέθλιά της, δύο άντρες θα έβρισκαν το πτώμα της Kirsty Bentley σε μία μάντρα στο Camp Gully, μία περιοχή 60 χιλιόμετρα μακριά από τον ποταμό Ashburton. Εξαιτίας του θερμού καλοκαιριού, το πτώμα βρισκόταν σε προχωρημένη αποσύνθεση, ενώ καλυπτόταν από θάμνους και κλαδιά, όντας μισοθαμμένο σε έναν ρηχό τάφο. Τις προηγούμενες ημέρες η περιοχή είχε πληγεί από συχνές βροχοπτώσεις, οι οποίες «καθάρισαν» κάθε ίχνη που τυχόν είχε αφήσει ο δράστης, κάνοντας τη δουλειά της αστυνομίας ακόμη δυσκολότερη. Ως εκ τούτου, μέχρι σήμερα κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα αν το Camp Gully ήταν ο τόπος δολοφονίας της Kirsty, ή εάν απλά μεταφέρθηκε εκεί αφού δολοφονήθηκε -αν και η δεύτερη περίπτωση κρίνεται ως η πιθανότερη.
Το σώμα της Kirsty βρέθηκε σε εμβρυακή στάση, ενώ η κοπέλα ήταν ντυμένη σχεδόν με όλα τα ρούχα που φορούσε τη μέρα της εξαφάνισής της -με εξαίρεση, φυσικά, το εσώρουχό της και το σορτσάκι. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Christchurch, όπου διενεργήθηκε η νεκροψία-νεκροτομή. Σύμφωνα με το πόρισμα του ιατροδικαστή, ο θάνατος της κοπέλας επήλθε έπειτα από χτύπημα στο πίσω δεξιά μέρος του κεφαλιού, από αμβλύ αντικείμενο, το οποίο προκάλεσε κρανιακές κακώσεις. Η Kirsty πέθανε σχεδόν ακαριαία, ενώ δε βρέθηκαν σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης.
Η κάλυψη της υπόθεσης από τα εγχώρια ΜΜΕ ήταν εκτενής και σε αρκετές περιπτώσεις της έδωσε τη διάσταση σαπουνόπερας, μετατρέποντας τη δολοφονία της Kirsty στην πιο γνωστή ανεξιχνίαστη υπόθεση της Νέας Ζηλανδίας. Αναφορές στην υπόθεση υπήρχαν σε κάθε εφημερίδα, σε καθημερινή βάση, ωστόσο η κάλυψη αποδείχθηκε σε αρκετές περιπτώσεις επιβλαβής για την πορεία της έρευνας κι έφερε σε ρήξη τόσο την αστυνομία, όσο και την οικογένεια του θύματος με τον Τύπο. Σε μία δημοσιοποιημένη επιστολή προς την εφημερίδα Dominion Post, μάλιστα, ένας αξιωματικός της αστυνομίας κατέκρινε ανοιχτά τον τρόπο με τον οποίο οι δημοσιογράφοι κάλυπταν την υπόθεση.
Στην εικοσαετή διάρκεια της υπόθεσης, η οποία μέχρι σήμερα παραμένει ανοιχτή, η αστυνομία είχε διάφορες θεωρίες σχετικά με τη δολοφονία της Kirsty. Η πρώτη ενέπλεκε τον πατέρα της κοπέλας, Sid και τον αδερφό της, John. Η θεωρία αυτή βασιζόταν σε κάποιες ανακολουθίες στην κατάθεση του Sid, ο οποίος ενώ αρχικά κατέθεσε ότι βρισκόταν στο Christchurch και το Lyttelton εκείνη τη μέρα, αργότερα παραδέχθηκε πως βρισκόταν στο Ashburton, ισχυριζόμενος πως το είχε ξεχάσει, εξαιτίας ενός χτυπήματος του κεφαλιού του σε ένα ντουλάπι. Το σπίτι των Bentley εξετάστηκε εξονυχιστικά με luminol προκειμένου να εντοπιστούν πιθανά ίχνη αίματος, ωστόσο δε βρέθηκε κανένα στοιχείο που να υποδεικνύει πως η κοπέλα δολοφονήθηκε εκεί. Πρόσφατα η αστυνομία, σε μία συνέντευξη Τύπου, παραδέχθηκε ότι η πιθανότητα ο Sid και ο John να διέπραξαν το έγκλημα έχει αποκλειστεί.
Σύμφωνα με μία δεύτερη θεωρία, η Kirsty απήχθη από κάποιον άγνωστο, ο οποίος τη σκότωσε και στη συνέχεια τη μετέφερε στο Camp Gully, όπου και εναπόθεσε το πτώμα της. Ένας μηχανικός, ο οποίος βρισκόταν κοντά στον ποταμό Ashburton την ώρα που εξαφανίστηκε η Kirsty, κατέθεσε πως είδε στην περιοχή ένα πράσινο βαν μάρκας Commer, με αριθμό κυκλοφορίας ΕΡ9888. Το βαν, μοντέλο του 1961, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές ανάμεσα σε τουρίστες κι αστέγους, καθώς μπορούσε να μετατραπεί σε τροχόσπιτο. Το συγκεκριμένο όχημα, ωστόσο, ήταν «φάντασμα», καθώς η τελευταία φορά που καταγράφτηκε στα μητρώα του Υπουργείου Συγκοινωνιών ήταν το 1995, δηλαδή τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Παρόλο που το όχημα αυτό ήταν σπάνιο, καθώς πιστεύεται πως μόνο δύο τέτοια κυκλοφορούσαν στη Νέα Ζηλανδία, μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί αν και πριν από λίγες ώρες (από τότε που γράφονται αυτές οι γραμμές) δημοσιεύτηκε άρθρο που λέει ότι μία νέα εξέταση DNA ίσως βοηθήσει στην ανακάλυψη του δράστη.
Στις 18 Ιανουαρίου, μόλις μία μέρα έπειτα από την εύρεσή της, συγγενείς και φίλοι συγκεντρώθηκαν στο σπίτι των Bentley προκειμένου να γιορτάσουν τα δέκατα έκτα γενέθλια της Kirsty. Οι γονείς της πήγαν τούρτα στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, ενώ οι φίλοι της ανέλαβαν να μαγειρέψουν. Οι άνθρωποι που αγαπούσαν την αδικοχαμένοι κοπέλα γιόρτασαν τη μνήμη της, επειδή ένιωσαν πως και η Kirsty θα ήθελε το ίδιο. Οι γονείς της χώρισαν ένα χρόνο αργότερα, ενώ ο Sid πέθανε από καρκίνο το 2015. Ο αδερφός της, John, σήμερα ζει στο Sydney, ενώ η μητέρα της, Jill, παντρεύτηκε ξανά το 2008 και ζει στο Invercargill, μία μέρα οδικώς από το Ashburton. Οι στάχτες της Kirsty, οι οποίες βρίσκονταν θαμμένες στον κήπο του πατέρα της μέχρι τον θάνατό του, σήμερα βρίσκονται πάνω στο τζάκι, στο σαλόνι του σπιτιού της Jill. Κάθε βράδυ, προτού πέσει για ύπνο, η Jill καληνυχτίζει την κόρη της.
*Διαβάστε επίσης