Μενού

«Ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες» – 6 απ’ τα πιο δυνατά ποιήματα του Ρεμπώ

Με αφορμή την επέτειο της γέννησης του «καταραμένου» Γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ, διαβάζουμε μερικά αξέχαστα ποιήματά του

O Αρθούρος Ρεμπώ (20 Οκτωβρίου 1854 – 10 Νοεμβρίου 1891) θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.

Γεννήθηκε στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει η πολύχρονη περιπλάνηση του σε πολυάριθμες πόλεις της Ευρώπης. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως επαίτης, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στην βορειοανατολική Αφρική όπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.

Η ποίησή του

Σύμφωνα με τον Ρεμπώ, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα». Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους. Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στην περίπτωσή του, με τον τρόπο ζωής του και ειδικότερα με τη μετέπειτα χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, που πιθανώς συνέβαλαν στο παραισθησιακό ή παραληρηματικό ύφος ορισμένων ποιημάτων του. Στο ίδιο γράμμα, αναφερόταν συνοπτικά στην ιστορία της ποίησης, απορρίπτοντας μεγάλο μέρος της αλλά αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά ποιητών όπως ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο παρνασσιστής Αλμπέρ Μερά καθώς και ο Βερλαίν.

Υπήρξε ένας από τους πρώτους μοντέρνους ποιητές που επιδίωξαν να εγκαταλείψουν τους περιορισμούς του κλασικού μέτρου, που κυριαρχούσε στη γαλλική ποίηση, προτείνοντας την κατάργηση του αλεξανδρινού στίχου και αφήνοντας τα «οράματά» του να διαμορφώσουν τις νέες ελεύθερες φόρμες που θα ακολουθούσε. Επιχείρησε να απαλλάξει την ποίησή από τους περιορισμούς της πραγματικότητας, συνδέοντας συχνά στον ποιητικό του λόγο αντίθετα ή απομακρυσμένα στοιχεία και χρησιμοποιώντας ελεύθερους συνειρμούς, στοιχεία που υπήρξαν αργότερα σημεία επαφής του με τον υπερρεαλισμό.

Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Σαρλβίλ. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται εκτός από το όνομα, την ηλικία του και την ημερομηνία θανάτου του, η φράση «Προσευχηθείτε για αυτόν» (γαλλ. «Priez pour lui»). Δέκα χρόνια αργότερα, στην πλατεία de la Gare της Σαρλβίλ στήθηκε μνημείο προς τιμή του, όπως και το 1984 στο Παρίσι, στην Πλας Ντε λ’ Αρσενάλ. Στην πόλη της Σαρλβίλ λειτουργεί επίσης το Μουσείο Αρθούρου Ρεμπώ, το οποίο φιλοξενεί χειρόγραφα έργα του καθώς και προσωπικά αντικείμενα.

Παρακάτω συγκεντρώσαμε έξι αγαπημένα μας ποιήματα του Ρεμπώ

Τα φοβισμένα

Μαύρα μεσ’ στην ομίχλη και το χιόνι,
μπροστά στην τρύπα που η φωτιά φουντώνει,
με τα κολιά τους ένα γύρω και σκυφτά,

πέντε φτωχά, ‒τι λυπημός σε πιάνει!‒
κοιτάζουνε το φούρναρη να κάνει
τα ξανθωπά βαριά ψωμιά.

Γερά τα μπράτσα του μεταγυρίζουν
τη ζύμη τη σταχτιά και τη φουρνίζουν
μες στο φουρνόστομα το φωτεινό.

Να ψήνεται τ’ άσπρο ψωμάκι ακούνε,
κι ο φούρναρης με χείλη που γελούνε,
ένα τραγούδι τραγουδάει παλιό.

Κι όταν μεσάνυχτα στερνά σημαίνουν
κι έτοιμα τα ψωμιά απ’ το φούρνο βγαίνουν,
κίτρινα με την κόρα τη σκαστή,

όταν κάτω απ’ τα ολόμαυρα καδρόνια,
οι κρούστες που ευωδούν και τα τριζόνια
τρίζουν και σιγοτραγουδούν,

πώς μέσα τους ξανά η ζωή χαράζει,
πόσο η ψυχούλα τους αναγαλλιάζει,
κάτω απ’ τα κουρέλια που φορούν!

Νιώθουν πως ζούνε τόσο ευτυχισμένα!
τα φτωχαδάκια τα κρουσταλλωμένα
‒που μένουνε μπρός στη θυρίδα εκεί,

τις κόκκινες μυτίτσες τους κολλώντας
στα κάγκελα και κάτι τραγουδώντας,
όμως πολύ σιγά ‒ σαν προσευχή!…

Στο φως αυτό τα μάτια έτσι καρφώνουν,
και τόσο τα κορμάκια τους τεντώνουν
προς τον ξανανοιγμένον ουρανό,

που τα βρακάκια τους ξοπίσω σκίζουν,
και τα πουκαμισάκια τους τρεμίζουν,
στ’ αγέρι το χειμερινό…

Ο κοιμισμένος στην κοιλάδα

Είναι μια χλοερή γωνιά, που τραγουδεί ποτάμι
κι ασημοκούρελα κρεμάει παίζοντος στα χορτάρια,
κι όπου περήφανου βουνού, λαμπρός ο ήλιος πέφτει.
Μια κοιλαδούλα είναι μικρή που αφρίζει απ’ τις αχτίδες.

Στρατιώτης νέος, ξεσκούφωτος, το στόμα του ανοιγμένο,
και το λαιμό στο νιόβλαστο το κάρδαμο χωμένο,
κοιμάται μες στη χλωρασιά, στα σύγνεφ’ αποκάτου,
χλωμός, σε κλίνη πράσινη από φως περιλουσμένη.

Τα πόδια στα σπαθόχορτα, κοιμαται. Και γελώντας
όπως παιδί άρρωστο γελάει, κοιμάται βαθύν ύπνο.
Φύση νανούρισέ τονε ζεστά ‒γιατί κρυώνει.

Δεν τρέμουν τα ρουθούνια του από τ’ άρωμα. Κοιμάται
μέσα στον ήλιο, ακουμπιστό το χέρι του στο στήθος,
ήσυχος. ‒ Έχει στο πλευρό δυο κόκκινες τρυπούλες.

Παιδικά χρόνια

Είναι κάποιο πουλί στο δάσος που σαν τ’ ακούς να κελαηδά, στέκεις και κοκκινίζεις απ’ το σάστισμά σου.

Είν’ ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες.

Είναι, βαθιά στο χώμα, τρυπωμένη μια φωλιά γιομάτη κάτασπρα ζωάκια.

Είναι μια εκκλησιά που πάει τον κατήφορο και μια λίμνη που όλο ανηφορά.

Είν’ ένα καροτσάκι παρατημένο μες στα δέντρα ή που το βλέπεις καταστόλιστο μ’ ένα σωρό κορδέλες, να κατρακυλάει το μονοπάτι κάτου.

Είν’ ένας θίασος μικρά παιδιά μασκαρεμένα, που τα θωρείς ανάμεσ’ απ’ τ’ ανάρια δέντρα, να περπατάν στη δημοσιά.

Είναι, τέλος, κάποιος, που αν τύχει και πεινάς είτε διψάς, σε διώχνει.

Ο υπναράς της ρεματιάς

Είναι μια τρύπα χλωρασιάς όπου ένα ρυάκι ψάλλει
Στα χόρτα μπλέκοντας τρελά κουρέλια ασημωμένα
Και λάμπει απ’ το περήφανο βουνό του πέρα ο ήλιος.
Είναι μια ρεματιά μικρή που αφρίζει απ’ τις αχτίδες.

Ένας στρατιώτης μ’ ανοιχτό στόμα, γυμνό κεφάλι
Και με το σβέρκο στο νωπό τον κάρδαμο χωμένο
Κοιμάται· κι είναι ξαπλωτός στη χλόη κάτω απ’ τα νέφη,
Ωχρός, σε κλίνη πράσινη όπου χρυσόφως βρέχει.

Με τα ποδάρια στα πλατιά σπαθόχορτα κοιμάται·
Κάνει έναν ύπνο ως άρρωστο παιδί χαμογελώντας,
Φύση, νανούριζέ τονε θερμά πολύ. Κρυώνει.

Δε φέρνουν στα ρουθούνια του τρεμούλιασμα τα μύρα.
Κοιμάται  με το χέρι του στο στήθος μες στον ήλιο,
Ατάραχος. Και στο δεξί πλευρό του έχει δυο τρύπες.

Η αυγή

Αγκαλιά πήρα και φίλησα την καλοκαιριάτικην Αυγή.

Τίποτε ακόμη στων αρχοντικών την πρόσοψη δε σάλευε. Άψυχα τα νερά. Κι όλοι τους οι κατασκηνωμένοι, τόπους τόπους, ίσκιοι, πλάι απ’ του δάσους τον δρομάκο, στην ίδια θέση πάντα. Κίνησα να περπατώ ξυπνώντας ολοζώντανες θερμές ανάσες κι άνοιξαν μάτι τα πετράδια να κοιτάξουν, οι φτερούγες υψώθηκαν αθόρυβα μες στον αέρα.

Το πρώτο συναπάντημα ήταν, στο μονοπάτι το σπαρμένο κιόλας ωχρές δροσάτες λάμψεις, ένα λουλούδι που μου ’πε τ’ όνομα του. Καταντικρύ του καταρράχτη του κατάξανθου γέλασα που αναμαλλιάστηκε πάνου στα έλατα. Πιο ψηλά, στην κορυφή, πέτυχα τη Θεά. Βάλθηκα τότε να της αφαιρώ τους πέπλους έναν έναν. Μες στη δεντροστοιχία με χειρονομίες μεγάλες· Πέρα στους κάμπους όπου την κατάδωσα στον πρώτον πετεινόν· καταμεσής της πολιτείας όπου μου ξεγλιστρούσε ανάμεσα καμπαναριά και τρούλους. Και δωσ’ του εγώ ξοπίσω της σαν τον ζητιάνο να τρεχοκοπώ στην πέτρινη την προκυμαία πάνου.

Κει που τελειώνει ο δρόμος, σιμά σ’ έναν δαφνώνα, την αγκάλιασα επιτέλους μ’ όλους μαζί τους πέπλους κι ένιωσα μια στιγμούλα επάνω μου το απέραντο κορμί της.

Ύστερα, κυλιστήκανε μαζί, Αυγή και αγόρι, στα ριζά του δάσους, χάμου.

Όταν ξύπνησα ήταν μεσημέρι.

Αίσθησις

Στο μπλε των δειλινών του καλοκαιριού, θα γυρίσω τα μονοπάτια,

τσιμπημένος απ’ τ’ αυτιά του σιταριού, πατώντας στο χορτάρι:

Ονειροπόλος, θ’ ατενίζω, καθώς θα νιώθω την δροσιά στα πόδια μου.

Θ’ αφήσω τον άνεμο να λούσει το γυμνό μου κεφάλι.

Δεν θα μιλώ, δεν θα σκέφτομαι τίποτα:

αλλά ο απέραντος έρωτας θα ξεσηκώσει την ψυχή μου,

και θα ξεμακραίνω, όλο και πιο μακριά, σαν τσιγγάνος,

μέσα στην Φύση,- ευτυχισμένος σαν να’ χα ένα κορίτσι.

+ «Το Μεθυσμένο Καράβι» σε στίχους Nίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς

*ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΚΟΥΙΖ: Ελύτης ή Ρίτσος; Μπορείς να ξεχωρίσεις ποιου ποιητή είναι αυτοί οι στίχοι;