Η εβδομαδιαία στήλη «Καρτ ποστάλ θανάτου» εξετάζει λιγότερο γνωστές ανεξιχνίαστες υποθέσεις (δείτε εδώ την πρώτη ιστορία). Τι αντίκρισαν οι αστυνομικοί; Τι ρόλο έπαιζε η οικογένεια του θύματος; Γιατί δεν έχει αποδοθεί ακόμα δικαιοσύνη; Ποιος τελικά σκότωσε το θύμα;
Τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να δώσει ο Βαγγέλης Γιαννίσης, συγγραφέας της σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων με τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα) και περήφανος γατομπαμπάς του Jax. (Γνωρίστε καλύτερα τον Βαγγέλη εδώ
Υπόθεση #16 – Τα φαντάσματα του Ρέικιαβικ
Ρέικιαβικ, Ιανουάριος 1974
Μία μορφή προχωράει αργά. Έχει τα χέρια στις τσέπες και οι ώμοι του έχουν σηκωθεί, σε μία προσπάθεια να προστατέψουν αυτιά και λαιμό από τη χιονοθύελλα. Κρυώνει και, πιθανότατα, έχει μετανιώσει για την απόφασή του να περπατήσει τα δέκα χιλιόμετρα που χωρίζουν το Hafnarfjordur, όπου είχε πάει για να διασκεδάσει σε μία τοπική ντίσκο, από το Reykjavik. Κάθε Ισλανδός έχει μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες για τους Huldufolk, τα ξωτικά που ζουν στις κοιλάδες λάβας και αρέσκονται στο να απάγουν διαβάτες, οι οποίοι τόλμησαν να περάσουν δίπλα από τις φωλιές τους και ο Gudmundur Einarsson δεν αποτελεί εξαίρεση.
Σταματάει και αφουγκράζεται· πίσω από τη βαβούρα του ανέμου, μπορεί να ακούσει το γνώριμο γουργούρισμα της μηχανής ενός αυτοκινήτου που πλησιάζει. Ο Gudmundur είναι σίγουρος πως ο επερχόμενος οδηγός θα σταματήσει και θα τον βοηθήσει – αυτή, άλλωστε, είναι η φιλοσοφία της ισλανδικής κοινωνίας, την οποία έχουν ενσταλλάξει μέσα της αιώνες δυσχερειών και σκληρών χειμώνων. Η αλληλοβοήθεια ήταν ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης των κατοίκων του μικρού νησιού. Ωστόσο, το όχημα προσπερνάει τον δεκαοχτάχρονο Gudmundur, ο οποίος τρεκλίζει και πέφτει πάνω στις χιονισμένες πέτρες. Θα σηκωθεί, ωστόσο, και θα συνεχίσει το δρόμο του. Όπως δεκάδες συμπατριώτες του, έτσι κι ο νεαρός άντρας θα χαθεί δίχως ίχνος στην κοιλάδα της λάβας.
Τη νύχτα που ο Gudmundur εξαφανίστηκε, η Erla Bolladotir θα δει έναν εφιάλτη: άντρες, οι οποίοι στέκονται κάτω από το παράθυρό της και ψιθυρίζουν. Η κοπέλα, έντρομη, ουρεί στο κρεβάτι της. Ο εφιάλτης είναι τόσο ζωντανός, που δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το μυαλό της Erla.
Η νεαρή κοπέλα συζεί στο Hafnarfjordur με τον σύντροφό της, Sævar Ciesielski, έναν μικροεγκληματία Πολωνικής καταγωγής. Δουλεύει στο τοπικό τηλεφωνικό κέντρο και ενίοτε υπεξαιρεί χρήματα από τη δουλειά της, προκειμένου να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα του σπιτικού της. Τον χειμώνα του 1975 η Erla και ο Sævar έχουν μία νεογέννητη κόρη και η κοπέλα προσπαθεί να πείσει τον σύντροφό της να αλλάξει ζωή. Δεν θα προλάβει, ωστόσο.
Τον Δεκέμβρη του 1975 η αστυνομία θα συλλάβει το ζευγάρι με τις κατηγορίες της υπεξαίρεσης χρημάτων. Λίγο πριν την ολοκλήρωση της ανάκρισης, ωστόσο, ένας από τους αστυνομικούς θα δείξει στην Erla μία φωτογραφία του Gudmundur, του δεκαοχτάχρονου που είχε εξαφανιστεί σχεδόν δύο χρόνια νωρίτερα. Η κίνηση των αστυνομικών, παρόλο που φαινομενικά ήταν ανεξήγητη – τι σχέση θα μπορούσε να έχει μία εικοσάχρονη κοπέλα κατηγορούμενη για οικονομική απάτη με την εξαφάνιση ενός νεαρού, ο οποίος χάθηκε στην κοιλάδα της λάβας; – είχε κάποια βάση. Φήμες ήθελαν τον Sævar να γνωρίζει λεπτομέρειες σχετικά με την εξαφάνιση του Gudmundur. Ο αστυνομικός που ανακρίνει την Erla δεν πιστεύει στα αυτιά του: πράγματι, η κοπέλα ομολογεί πως είχε συναντήσει τον Gudmundur παλιότερα, σε μία ντίσκο και πως της είχε κάνει εντύπωση, μιας και τον είχε βρει όμορφο. Στη συνέχεια, η Erla θα πει στους αστυνομικούς για τον εφιάλτη που είδε τη νύχτα της εξαφάνισης του Gudmundur.
Οι αξιωματικοί που ανακρίνουν την Erla θεωρούν πως ο εφιάλτης αυτός δεν ήταν απλά ένα όνειρο. Όχι: η Erla ήταν μάρτυρας της δολοφονίας του Gudmundur Einarsson και, καθώς η εμπειρία ήταν τραυματική, ο νους της την εξοστράκισε, ερμηνεύοντάς την ως όνειρο. Δίχως να έχουν κάποιο άλλο στοιχείο, οι αστυνομικοί ενημερώνουν την Erla πως δεν θα φύγει από το κρατητήριο μέχρι να θυμηθεί τι συνέβη το βράδυ της 26ης Ιανουαρίου 1974. Τις επόμενες ημέρες θα ανακρίνουν την Erla δίχως παρουσία δικηγόρου – αρκετές ανακρίσεις θα κρατήσουν μέχρι και δέκα ώρες – με αποτέλεσμα τελικά η κοπέλα να υπογράψει μία ομολογία, σύμφωνα με την οποία είχε δει τον Sævar και τρεις φίλους του να τυλίγουν με ένα σεντόνι το πτώμα του Gudmundur. Τι θα μπορούσε να κάνει ένα αθώο άτομο να υπογράψει μία ψευδή μαρτυρία; Η Erla είχε μία κόρη έντεκα εβδομάδων, την οποία είχε αποχωριστεί με τη σύλληψή της και στην οποία ήθελε απεγνωσμένα να επιστρέψει. Οι αστυνομικοί της είχαν ξεκαθαρίσει πως εάν δεν υπέγραφε τη μαρτυρία, δεν θα της επέτρεπαν να φύγει από το κρατητήριο. Όταν η Erla παραδέχθηκε πως ίσως γνώριζε κάτι σχετικά με τη δολοφονία του Gudmundur, ήταν πεπεισμένη πως, ελλείψει στοιχείων, η κατάθεσή της θα κατέληγε στον κάλαθο των αχρήστων. Όπως αποδείχθηκε, έκανε λάθος.
Ο Sævar ομολόγησε πως γνώριζε τι είχε συμβεί στον δεκαοχτάχρονο άντρα και ενέπλεξε τρεις φίλους του: τον Kristjan Vidar Vidarsson, τον Tryggvi Runar Leifsson και τον Albert Klahn Skaftason. Ο Kristjan και ο Tryggvi δεν ήταν άγνωστοι στην αστυνομία. Και οι δύο είχαν εκτίσει μικρές ποινές για διαρρήξεις, κατοχή ναρκωτικών και κλοπές, ενώ έμπλεκαν συχνά σε καυγάδες λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρα τους. Ο Albert, από την άλλη, παρόλο που στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί για κατοχή κάνναβης, δεν είχε τη φήμη του βίαιου ατόμου, όπως οι φίλοι του. Η αστυνομία κράτησε τους τρεις νεαρούς σε απομόνωση για τις επόμενες εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων ανακρίνονταν καθημερινά, επί ώρες. Τελικά, ο Kristian και ο Tryggvi θα ομολογήσουν πως δολοφόνησαν τον Gudmundur πάνω σε έναν καυγά και ο Albert μετέφερε το πτώμα του στην κοιλάδα της λάβας. Η ομολογία τους, ωστόσο, δεν ήταν αρκετή.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1974, ο Geirfinnur Einarsson (συνωνυμία με τον Gudmundur Einarsson), εργάτης από το Keflavik, οικογενειάρχης και πατέρας δύο παιδιών, θα δεχθεί ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα. Δίχως να χάσει χρόνο, θα οδηγήσει μέχρι το λιμάνι του Keflavik και θα παρκάρει το αυτοκίνητο κοντά σε μία καφετέρια, αφήνοντας μάλιστα τα κλειδιά στη μίζα. Ο Geirfinnur θα χαθεί χωρίς να αφήσει πίσω του ίχνη ή μάρτυρες.
Με την ιστορία των δολοφονιών από την Οικογένεια του Charles Manson στην Αμερική φρέσκια στην παγκόσμιο μνήμη, οι Ισλανδοί αστυνομικοί αποφασίζουν πως έχουν στα χέρια τους μία συμμορία, η οποία λυμαίνεται τη χώρα και είναι υπεύθυνη όχι μόνο για τη δολοφονία του Gudmundur, αλλά και για την εξαφάνιση του Geirfinnur. Χρησιμοποιώντας την απομόνωση, τη μακρόχρονη κράτηση, ακόμη και βασανιστήρια, η αστυνομία θα αποσπάσει άλλη μία ομολογία από τους πέντε νεαρούς, έπειτα από σχεδόν ενάμισι χρόνο: πράγματι, σκότωσαν τον Geirfinnur κατά λάθος, έπειτα από έναν καυγά. Ο άντρας είχε ισχυριστεί ότι θα τους πουλούσε αλκοόλ και όταν η παρέα κατάλαβε πως οι ισχυρισμοί του ήταν ψευδείς, τον σκότωσαν, τον μετέφεραν στο σπίτι της γιαγιάς του Kristjan, όπου και τον έκρυψαν στο κελάρι για αρκετές ημέρες, προτού τον μεταφέρουν στην κοιλάδα της λάβας και θάψουν το πτώμα του σε έναν ρηχό τάφο, με τη βοήθεια ενός αγνώστου, τον οποίο κατονόμασαν ως ‘ο Ξένος’.
Τον Ξένο ανέλαβε να εντοπίσει ο Γερμανός Karl Schutz, ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα είχε εξαρθρώσει την τρομοκρατική οργάνωση των Baader – Meinhof, με τη βοήθεια άλλων δέκα Ισλανδών επιθεωρητών και σύντομα ήρθαν στα ίχνη του Gudjon Skarphedinsson, ενός τριανταδυάχρονου πρώην δασκάλου, ο οποίος λόγω της εμφάνισής του ήταν γνωστός με το παρατσούκλι ‘Ξένος’. Ο Gudjon γνωριζόταν με τον Sævar, ο οποίος ήταν παλιός μαθητής του. Ο Schutz ήταν αποφασισμένος να σπάσει τον Gudjon.
Ο Gudjon θα περάσει 14 μήνες σε απομόνωση και, τελικά, θα ομολογήσει.
8 Δεκεμβρίου 1976: ομολόγησα τη δολοφονία του Geirfinnur και έδωσα κατάθεση σχετικά με το ταξίδι στο Keflavik. Ελπίζω πως το σώμα του θα βρεθεί τις επόμενες ημέρες και η ισλανδική κοινωνία θα αναστενάξει με ανακούφιση.
Το παραπάνω απόσπασμα θα γραφτεί από τον Gudjon στο ημερολόγιο που κρατούσε κατά τη διάρκεια της απομόνωσής του. Τόσο εκείνος, όσο και οι υπόλοιποι κρατούμενοι, θα συνοδευτούν σε τουλάχιστον 60 περιπτώσεις μέχρι την κοιλάδα της λάβας, σε μία απέλπιδα προσπάθεια των αστυνομικών να βρουν τους τάφους του Gudmundur και του Geirfinnur. Ο Gudjon είναι πεπεισμένος ότι συμμετείχε στη δολοφονία του Geirfinnur και η αδυναμία του να θυμηθεί τις λεπτομέρειες τον ταράζει. Οι γιατροί θα του χορηγήσουν φαρμακευτική αγωγή σε αρκετές περιπτώσεις, ώστε να καταφέρει να ηρεμήσει και να κοιμηθεί. Σιγά – σιγά, θα αρχίσει να αμφιβάλλει για την ενοχή του.
«Δεν το έκανα εγώ».
«Δεν θυμάμαι τίποτα και νιώθω πως χάνω το μυαλό μου».
Ο Tryggvi Leifsson, ο οποίος πέρασε 655 ημέρες σε απομόνωση, κρατούσε κι εκείνος ημερολόγια, τα οποία κατάφερε να βγάλει από τη φυλακή με τη βοήθεια ενός ιερέα, ο οποίος είχε πειστεί για την αθωότητά του.
Δεν μπορούν να με κρατήσουν άλλο εδώ, ανυπομονώ να έρθει η ώρα της δίκης και να πω τι συνέβη στα αλήθεια. Ομολόγησα μονάχα για να τους κάνω να σταματήσουν και να βγω από το κρατητήριο, να δω τους φίλους και την οικογένειά μου.
Πέντε από τους υπόπτους βγήκαν από τη φυλακή αντιμετωπίζοντας προβλήματα με τη μνήμη τους. Ο Albert, παρόλο που η αθωότητά του έχει αποδειχθεί, ακόμη και σήμερα, 40 χρόνια μετά δεν είναι σίγουρος εάν είχε ανάμιξη στη δολοφονία δύο ανθρώπων ή όχι.
Τον Δεκέμβρη του 1977 το δικαστήριο θα καταδικάσει τον Sævar σε ισόβια κάθειρξη. Οι υπόλοιποι πέντε θα λάβουν μικρότερες ποινές, από τρία μέχρι δώδεκα χρόνια. Ο Sævar θα καταφέρει να αποφυλακιστεί και το 2011 θα πεθάνει άστεγος στους δρόμους της Κοπεγχάγης. Η Erla έπειτα από την αποφυλάκισή της θα γίνει δασκάλα ισλανδικών για μετανάστες. O Kristjan ζει ακόμα στο Reykjavik μόνος. Ο Tryggvi αφού αποφυλακίστηκε έγινε διακοσμητής, παντρεύτηκε κι έκανε τρία παιδιά. Πέθανε από καρκίνο το 2009. Ο Albert είναι οικογενειάρχης και εργάζεται προσπαθώντας να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον σε παιδιά από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. O Gudjon, αφού μετανάστευσε στη Δανία, επέστρεψε στην Ισλανδία ως Λουθηρανός ιερέας και συνταξιοδοτήθηκε πρόσφατα.