Ο Μίκης Θεοδωράκης δε ζει πια. Πέθανε σε ηλικία 96 ετών, έχοντας αφήσει πίσω του περισσότερες από 6 δεκαετίες γεμάτες μουσική με αξία ιστορική και διαχρονική. Η γενιά μου (σημερινοί 30ρηδες) έμαθε τον Μίκη από τις κασέτες και τα cd στο στερεοφωνικό του πατρικού, αυτές που «διέκοπταν» τις δικές μας pop εμμονές. Αυτά τα «δύσκολα» τραγούδια για κάθε έφηβο των 90s, έγιναν αφορμή για την πολιτική, κοινωνική και πνευματική αναζήτηση μας, μερικά χρόνια αργότερα. Για να ανακαλύψουμε τον κόσμο στον οποίο ήρθαμε να ζήσουμε.
Τι ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης για το ελληνικό τραγούδι; Πόσο αχανής είναι ο ίσκιος που σηκώνει σήμερα; Οι ιστορίες από τη ζωή και το έργο του είναι άπειρες. Θα επικεντρωθούμε σε μια, που συνέβη πριν από την μεταπολίτευση, πριν ακόμα κι από την εποχή της χούντας. Η γέννηση του λαϊκού τραγουδιού Δραπετσώνα, σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, μουσική Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεία από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Η Δραπετσώνα, στη πρώτη της ηχογράφηση, το 1961
Προϊστορία:
Επιστρέφουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Οι πληγές του εμφύλιου πολέμου όχι μόνο δεν έχουν κλείσει οριστικά, αλλά έχουν εξελιχθεί σε σπινθήρα πολιτικού διχασμού με την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, την ΕΔΑ και κάτι που αρχίζει να μοιάζει με παρακράτος, να αποτελούν τα πιόνια μιας νοσηρής σκακιέρας. Την ίδια εποχή, οι μεγαλουπόλεις αρχίζουν να αλλάζουν σχεδόν βίαια, με τις πρώτες πολυκατοικίες να ανεγείρονται, αφού προηγουμένως είχαν γκρεμιστεί τα παραγκόσπιτα που βρίσκονταν εκεί. Αυτή ήταν η νέα πραγματικότητα των ανθρώπων της Δραπετσώνας.
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης έχει διηγηθεί το πως γράφτηκε το τραγούδι: «Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Tου άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το ‘‘Mάνα μου και Παναγιά’’.
Για να βγει σε δίσκο, όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το ‘‘ζευγαρώσουμε’’, γιατί τότε βγαίνανε οι δίσκοι μικροί, με δύο τραγούδια ο καθένας. Ο αδελφός μου είχε προτείνει να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια.
Mια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την ‘‘Kολούμπια’’ για φωνοληψία τού ‘‘Mάνα μου και Παναγιά’’, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση για τη ‘‘Δραπετσώνα’’, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Tο ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Έτσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ένα 45άρι»
Στην πρώτη εκτέλεση τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ενώ μπουζούκι παίζει ο Μανώλης Χιώτης»
Οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη
Κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
Εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
Κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Με πληροφορίες από Peiraias News, Fos Online.
*ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
18 φωτογραφίες του εγκαταλελειμμένου εργοστασίου λιπασμάτων της Δραπετσώνας