σε

Τοπίο και αναπαράσταση: Περιπατητικές σκέψεις με sms ν.6.

Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Κωνσταντίνος Καλαντζής φωτογραφίζει και γράφει, εν μέσω καραντίνας

Νέα Ερυθραία

Σε μια καταγραφή της κοινωνικής εμπειρίας εν μέσω lockdown ο περίπατος και το τρέξιμο θα είχαν δικαίως σημαντική θέση. Με τη διαπίστωση αυτή προκύπτει αμέσως ένα πρόβλημα. Το να απεικονίσεις εμπειρίες διασκέδασης ή ελεύθερου χρόνου σε ένα πλαίσιο που περιέχει επίσης θάνατο και δυσκολίες αποτελεί πρόκληση για κάποιον που μελετά το κοινωνικό. Φέρνει το βασικό ερώτημα του αν είναι καίριο ηθικά και πολιτισμικά να επικεντρωθείς σε θεματικές τέρψης όταν πλάι σε αυτές υπάρχουν άλλες δυστυχίας. Η αντιπαραβολή μεταξύ των δύο η οποία κάνει την τέρψη να φαίνεται αφελής αλλά και κακόβουλη είναι, για παράδειγμα, το κυρίαρχο μήνυμα στη διάσημη φωτογραφία του Thomas Hoepker μιας παρέας νέων που φαίνεται να συζητά χαλαρά στη λιακάδα ενώ στο φόντο φλέγονται οι Δίδυμοι πύργοι. Σήμερα η επικέντρωση σε μια θεματική όπως ο περίπατος είναι δύσκολη και ενόψει του ότι την περίοδο αυτή βομβαρδίζεται κανείς από εικόνες σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης που παίζουν ένα ρεπερτόριο μεσοαστικής οικιακής ζωής με συστατικά όπως το μαγείρεμα και η γυμναστική. Υπάρχει τρόπος να κάνει κανείς τέτοιες εμπειρίες και αναπαραστάσεις σχετικές με το πολιτικό και την κοινωνική εμπειρία; Από την άλλη, είναι και σημαντική η αμφισβήτηση της απεικόνισης της τωρινής ή άλλων «κρίσεων» με κανονιστικά μοτίβα (π.χ. διαδηλώσεις ή γκράφιτι ιδωμένα ως δημιουργικές αντιδράσεις μιας κακοποιημένης γενιάς, κόσμος που φορά μάσκες και γάντια, κ.ο.κ), μέσω των οποίων εικονοποιείται μία εποχή ως «κρίση».

Screenshot 1 14
Νέα Ερυθραία

Επηρεασμένος από μια παράδοση κριτικής σκέψης θα στεκόταν κανείς στο πως ο περίπατος και το τρέξιμο αποτελούν την απόλυτη ένδειξη συμμόρφωσης τόσο στην κρατική οδηγία περί απόστασης όσο και στην ιδέα ότι οφείλεις να προσέχεις την ατομική υγεία σου. Επεκτείνοντας ίσως την ιδέα ότι η γυμναστική αποτελεί αυτό-επιβαλλόμενη ηγεμονία, κάποιοι συνομιλητές μου λοιδορούσαν χιουμοριστικά την περίοδο αυτή όσους τρέχουν στο δρόμο ως μίμους Αμερικάνων τζόγκερς. Το σχόλιο εκφράζει και την ιδέα ότι υιοθετημένοι Δυτικοί τρόποι συγκρούονται (και επιβάλλονται) με κάτι ιθαγενές. Το αστείο περί μίμων ασκεί κριτική στην προσήλωση στην υγεία ως κάτι ναρκισσιστικό και ατομιστικό. Θυμάται κανείς εδώ το πως αντιπαραβάλει στην φιλόδοξη (και εν μέρει απλουστευτική) ταινία Hypernormalization (2016) ο Adam Curtis πλάνα αεροβικής γυμναστικής της Jane Fonda με αυτά της εκτέλεσης των Nicolae και Elena Ceausescu στα πλαίσια ενός επιχειρήματος ότι η έμφαση στην ατομική υγεία είναι στοιχείο ενός νέου (νεοφιλελεύθερου, απολιτικού, βιοπολιτικού, κλπ) κόσμου. Άλλωστε για να επιστρέψουμε στα οικεία μας, μία άποψη που επίσης αναδύθηκε πρόσφατα είναι ότι η κοινωνικότητα που προκύπτει εν μέσω πανδημίας είναι αποστειρωμένη, αποσωματοποιημένη και κατά μία έννοια υποταγμένη.

Όμως όλα αυτά είναι ένας μακρύς πρόλογος για αυτό στο οποίο θέλω να επικεντρωθώ στο κείμενο αυτό, αναχωρώντας κάπως από την παραπάνω κριτική: δηλαδή στο πως οι περίπατοι εν καιρό πανδημίας ανοίγουν ενδεχόμενους δρόμους για να σκεφτεί κανείς το πως συνδέεται και απεικονίζει το χώρο γύρω του. Θα προσπαθήσω έτσι να σκεφτώ πάνω στη δική μου εμπειρία, φέρνοντας πρώτα στο προσκήνιο τη Νέα Ερυθραία.

[Νέα Ερυθραία]

Screenshot 3 9

Με υλικές επιβιώσεις από τις προσφυγικές της καταβολές, κοινωνική αισθητική που διαφέρει από τις γειτονικές, εύπορες Κηφισιά, Εκάλη, Πολιτεία, στην Ερυθραία συναντά κανείς κατασκευές που φτιάχτηκαν στρωματικά για να φιλοξενήσουν κάποιο παρακλάδι της οικογένειας που μετακόμισε αργότερα πλάι σε πενταόροφες πολυκατοικίες μιας και ο συντελεστής φαίνεται να το προβλέπει. 

Screenshot 4 10

Screenshot 5 11

Screenshot 6 10

Screenshot 7 5

Screenshot 8 11

Συναντά επίσης συλλογικές χρήσεις του δημόσιου χώρου οι οποίες παύουν απότομα στις γειτονικές της περιοχές, όπως ανθρώπους που κάθονται έξω από μαγαζιά σε καρέκλες που στήνουν στο πεζοδρόμιο. Είναι χρήσεις που μάλλον δεν θα επέτρεπε να τις φανταστούμε ο όρος προάστειο με τις (κινηματογραφικές) συνεκδοχές της απομόνωσης σε μονοκατοικίες που στέκονται σε φαρδιές πράσινες λεωφόρους.

Κεντρικά γεωγραφικά σχήματα που δείχνουν το πως σκεφτόμαστε πολιτικά με το τοπίο είναι εδώ, όπως η επιβολή χρονικών μεταφορών στο χώρο. Η Ερυθραία είναι «σαν χωριό» όπως είπε κάποιος συνομιλητής μου, τοποθετώντας την σε μία εξελικτική κλίμακα— (το χωριό ως φαντασιακή πρότερη εκδοχή της πόλης). Επίσης συναντάμε και την αντίθεση του μέσα/έξω, όπου το μέσα (στην Ερυθραία, οι δρόμοι με παντοπωλεία που πουλάνε καθαριστικά σπιτιού και μουσαμάδες) το φαντάζεται κανείς ως αυθεντικότερο του έξω (οι λεωφόροι με τα ακριβά μαγαζιά). Και τέλος το πολιτικό πρόβλημα που εγείρει η επιθυμία για το παλιό, μικρής κλίμακας και αυθεντικό, μία επιθυμία που στέκεται κατά κανόνα επικριτικά απέναντι σε νεόδμητες κατασκευές. Αυτή τη στάση την συναντά κανείς κατεξοχήν σε τουριστικές περιοχές όπου Έλληνες επισκέπτες από την πόλη δηλώνουν ενίοτε ενοχλημένοι όταν συναντούν πολυκατοικίες ή άλλα στοιχεία που διαταράσσουν την ιδέα τους ότι το μέρος (πρέπει να) είναι παραδοσιακό: να είναι επιθυμητό δηλαδή όπως ορίζει μία συγκεκριμένη αστική ματιά έννοιες όπως η «παράδοση».

Screenshot 9 5

Screenshot 10 5

Screenshot 12 5

Screenshot 13 5

Screenshot 14 5

Φωτογραφίζοντας την Ερυθραία συναντά κανείς βασικά προβλήματα της αναπαράστασης: π.χ. πώς μπορείς να αποδώσεις κάτι οπτικά παρέχοντας όμως αρκετή πλαισίωση και σεβόμενος τις ζωές των ανθρώπων που αποτυπώνεις; Στενά συνυφασμένο με αυτό είναι το ζήτημα του πως μπορείς να αποδώσεις το μη κανονιστικά-όμορφο χωρίς να το μετατρέψεις σε κάτι που θα περιγράφαμε ως cult, ρετρό ή χιπ. Δηλαδή μία προσέγγιση που έλκεται από τη μη-κανονικότητα αλλά παραμένει χιουμοριστικά καυστική απέναντι της. Σκεφτείτε εδώ τις συλλογές «μαργαριταριών», που καταγράφουν παράξενα αρχιτεκτονήματα ή άλλες μη-κανονικές αισθητικές. Βασικό στοιχείο στις συλλογές αυτές είναι η διακωμώδηση της κακής μίμησης του μοντέρνου που κάνουν αυτοί τους οποίους θεωρεί ο φωτογράφος ότι στερούνται πραγματική πρόσβαση στο μοντέρνο. Και βέβαια, όπως και με την αναπαράσταση της υπαίθρου τίθεται ένα ερώτημα του πως απεικονίζεις το καθημερινό, μη-αστικό χωρίς να το μετατρέψεις σε ωραιοποιημένο, νοσταλγικό φετιχ. Σε κάτι που εμπεριέχει και η κριτική χρήση του όρου χιπστερ, το οποίο θα περιγράφαμε ίσως ως μία μητροπολιτική εκδοχή μετατροπής αντικειμένων σε εστίες αισθητικής απόλαυσης. Είναι όμως κάθε φωτογραφία είτε του ελκυστικά «παραδοσιακού» είτε του μη κανονιστικού υποχρεωτικά συνένοχη με την μετατροπή του κόσμου σε προϊόν ή ηθικά ύποπτη;

Screenshot 15 7 Screenshot 16 3 Screenshot 17 1 Screenshot 18 2

Η θετική απόκριση στο παραπάνω ερώτημα υφέρπει σε συζητήσεις για τουριστικούς οδηγούς και λάϊφσταϊλ έντυπα απέναντι στα οποία συναντά κανείς την ένσταση ότι μετατρέπουν το κόσμο σε αντικείμενο κατανάλωσης, και εμπορικής εκμετάλλευσης που συνοδεύεται από αισθητική ωραιοποίηση. Κεντρική εδώ είναι η αντιπάθεια στην έννοια της κατανάλωσης: η οποία νοείται ως επιφανειακή, σαρκοφάγος, καταστροφική για τον τόπο και τους ανθρώπους και αντιπαρατίθεται νοερά με μία εμπειρία του τόπου που είναι ολιστική, μετρημένη, ριζωμένη, αληθινή.

Στην ίδια βόλτα συνάντησα μια μεσήλικη γυναίκα που βλέποντας με να φωτογραφίζω εγκαταλελειμμένα κτίρια, και επιφάνειες με γκράφιτι μου έκανε τη γελαστή παρατήρηση: «όλο τα άσχημα βγάζεις!». Το σχόλιο της τονίζει τη διαφορά μεταξύ δύο προσεγγίσεων: της δικής μου κάμερας που προσπαθεί να καταγράψει (και μοιραία αισθητικοποιεί) πράγματα που διαφεύγουν του (προαστιακού) κανόνα και μια ματιά που απαλλαγμένη από τις κοινωνιολογίζουσες αυτές σκέψεις αποκαλεί το τοπίο «άσχημο». Το παράδειγμά επισημαίνει ευρύτερα το πως διαφορετικά είδη βλέμματος ασκούνται στο ίδιο τοπίο και ενίοτε παράγουν συγκρούσεις μεταξύ τους. Θυμάμαι πριν χρόνια σε έρευνα που έκανα στην Κρήτη, την αμηχανία που δημιουργήθηκε όταν αστός επισκέπτης επιχειρηματολογώντας υπερ της αρχιτεκτονικής συντήρησης μιας παλιάς πόλης στη βόρεια Κρήτη συνάντησε την εχθρική αντίδραση ενός 30άρη συνομιλητή του που αντιπρότεινε ότι στην παλιά πόλη βρίσκει κανείς μόνο «τσιρίλα και «κακομοιριά» (μυρωδιά ούρων, υγρασία, στενότητα, μούχλα). Ο τελευταίος θεώρησε ότι η θέση υπέρ της διατήρησης κτιρίων απαιτούσε να μείνουν οι κάτοικοι «κακομοιριασμένοι» προς τέρψη των επισκεπτών*. Στην κοινωνική ανθρωπολογία και συγγενείς κλάδους υπάρχει σωρεία μελετών που δείχνουν πόσο ηγεμονική και επιζήμια μπορεί να γίνει η επιθυμία αστών παρατηρητών (και σχετικών θεσμών που βρίσκονται σε προνομιούχα θέση) να διατηρηθούν συγκεκριμένες περιοχές ελκυστικές για τουρίστες μέσω συγκεκριμένων (μουσειακών) ιδεών «παράδοσης» και ελκυστικότητας. Παράλληλα όμως είναι καλό να θυμάται κανείς πως σε διάφορους τόπους πολλοί κάτοικοι επιδιώκουν και οι ίδιοι την διατήρηση του παλιού και παραδοσιακού, αν και σηκώνει διερεύνηση, αν αυτή η επιθυμία συμφωνεί με την απέξω απαίτηση για παραδοσιακότητα.

Screenshot 19 2 Screenshot 20 3 Screenshot 21 2

Η Ερυθραία σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί ιδιαίτερα αντικείμενο ωραιοποιητικών ή μουσειακών απεικονίσεων που να ζητάνε διατήρηση. Το εμπορικό κομμάτι της άλλωστε είναι εν μέρει σύμφωνο με τις απαιτήσεις των γειτονικών περιοχών και οι τιμές της κοντά σε αυτό, ενώ βρίσκεται σε διαρκή μεταμόρφωση με νέες οικοδομές (αυτό που ίσως ο νοσταλγικός λόγος θα αποστρεφόταν με μελαγχολία). Ωστόσο, αποτελεί η ίδια θύλακα υλικοτήτων που διαφέρουν από γύρω περιοχές, και ίσως αυτή τη διαφορά και τις εντάσεις της προσπαθώ να συλλάβω με τις εικόνες μου.

Screenshot 11 5

Screenshot 22 3 Screenshot 23 1

[Χωριό και Πόλη]

Ας κλείσω όμως επιστρέφοντας στην ιδέα της Ερυθραίας ως χωριού. Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτή πατάει στο ότι βλέπει κάποιος πράγματα εκεί που ταυτίζουμε με την υλικότητα της υπαίθρου: εργαστήρια τεχνιτών, ένα αυτοκίνητο κάτω από μια μουριά, μια μάντρα με σίδερα διπλά στη μούχλα του πέτρινου τοίχου ή ενός παντοπωλείου. Και με αυτές τις εικόνες αναδύεται για πολλούς η φαντασίωση ότι σε αυτό τον κόσμο κατοικεί κάποια παράξενη αύρα, ίσως του ίδιου του παρελθόντος και ενδεχομένως του χωριού σαν ιδεατή οντότητα. Στην τελευταία αυτή κατασκευή πατά και ότι το χωριό βρέθηκε πρόσφατα στο δημόσιο λόγο με την την έμφαση στην απαγόρευση ταξιδιού από «ετεροδημότες» που θεωρήθηκε ότι μπορεί να τρέξουν εκεί για να ξεφύγουν από την «πανδημική» πόλη.

Ένα στοιχείο που διαπιστώνω καθώς περπατάω αφού στείλω sms ν6 είναι ότι ανακαλύπτω μέρη και υλικότητες που είτε αγνοούσα είτε με φέρνουν αντιμέτωπο με παλιές μνήμες. Όπως ένα άλσος γεμάτο πεύκα και λαδανιές αλλά και κατασκευές με συρματοπλέγματα, και εφηβικά γκράφιτι.

Screenshot 24 3 Screenshot 25 2 Screenshot 26 2 Screenshot 27 3 Screenshot 28 1 Screenshot 29 2 Screenshot 30 2

Ή την ανακάλυψη σε ένα μικρό σοκάκι ξεχασμένων tags από τη δεκαετία του 1990 που έχουν διασωθεί.

Screenshot 31 1 Screenshot 32 2

Αυτή τη νέα επίγνωση του τοπίου τη σκέφτομαι συγκριτικά με την εμπειρία του χώρου που έχω καταγράψει στην ύπαιθρο όπου και έχω ζήσει κάνοντας εθνογραφική έρευνα από το 2006. Γενικεύοντας, θα έλεγε κανείς ότι μία διαφορά μεταξύ ενός αστικού (ιδίως προαστιακού) και ενός μη-αστικού τρόπου σύνδεσης με το τοπίο είναι πόση έμφαση δίνεται στην εντοπιότητα όπου στην ύπαιθρο συχνά εκφέρεται η εντοπιότητα τόσο με τη γνώση βιογραφικών στοιχείων του περιβάλλοντος (πότε έγινε αποστράγγιση στο ρέμα, πότε φυτεύτηκε το δέντρο στην πλατεία, τι συνέβη στον Εμφύλιο στο φαράγγι, πότε κατοίκησε ποια οικογένεια στην τάδε γειτονιά, κοκ). Και βέβαια στην ύπαιθρο υπάρχει καθημερινή υλική εμπλοκή με στοιχεία του μέρους σε αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες (το οποίο θα το αντιπαρέβαλε κάποιος με την στερεοτυπική εικόνα αυτοκινητιστικής επιστροφής στο προάστιο μετά το τέλος την εργασίας). Ένα καλό παράδειγμα του ζυμώματος του τοπίου στην καθημερινή αφήγηση το έχω καταγράψει στην ορεινή δυτική Κρήτη όπου φίλοι και συνομιλητές (ιδίως μεγαλύτερης ηλικίας) αρθρώνουν τοπωνύμια και ιστορίες (τόσο κοινωνικής σύγκρουσης όσο και αρμονίας) σε σχέση με συγκεκριμένα δέντρα, πλατώματα, γειτονιές. Και περιγράφουν ιεραρχικές διακρίσεις μεταξύ κάμπου, βουνού, πιο πάνω βουνού κ.ο.κ, τα οποία και προκαλούν διαφορετικές εμπειρίες (στο βουνό π.χ. προσεγγίζει κανείς μια εξιδανικευμένη εκδοχή του παρελθόντος). Οι αφηγήσεις αυτές εμπεδώνουν την ιδέα ότι είναι ριζωμένοι οι ίδιοι στο τοπίο κάτι που αποτελεί άλλωστε και κεντρική ιδέα σε επαφές με αστούς τουρίστες οι οποίοι αυτό-παρουσιάζονται σαν άνθρωποι που ζουν μία ρευστή και αραιή εντοπιότητα και έλκονται από την ιδέα της ριζωμένης κοινότητας. Αυτά μπορεί να τα σκεφτεί κανείς σε αντιπαράθεση με την πόλη όπου βιογραφικές πληροφορίες του μέρους δεν νοιώθει εύκολα κανείς ότι τον αφορούν ενώ η ελεγκτική ματιά στο χώρο μπορεί να θεωρείται παραξενιά (ή «χωριάτικη» περιέργεια για να θυμηθούμε μια κλασική παιδαγωγική διάκριση χωριού-πόλης). Φυσικά, το παραπάνω είναι σχηματικό: υπάρχουν, για παράδειγμα, ομάδες και συλλογικότητες στην πόλη που διεκδικούν την διατήρηση συγκεκριμένων κτιρίων ή πάρκων παραπέμποντας στις βιογραφίες του χώρου και γονείς ή παππούδες και γιαγιάδες που δείχνουν σε απογόνους τους την παλιά γειτονιά και το του βρίσκονταν βασικά ορόσημα της.

Το νόημα δεν είναι να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα του πόσο πιο ριζωμένα, βιωμένα και φυσικά ήταν όλα στο χωριό πριν έρθει η αποξένωση της πόλης. Αυτό είναι το συχνό Ρομαντικό, λαογραφικό αντανακλαστικό, εμπεδωμένο στο σχολικό σύστημα αλλά και σε οικολογικές αλλά και εθνικιστικές περιγραφές του τόπου. Αντίθετα ο στόχος μου είναι να θίξω το πως η σχέση με το χώρο διαμορφώνεται δυναμικά και περιέχει διαφορετικά ιδιώματα ανάλογα με την κοινωνική και πολιτική θέση όσων τα εκφράζουν. Και βέβαια το πως με το περπάτημα έρχεται κανείς σε απτή και σωματική επαφή με το χώρο και διαδρομές του (αν και πάλι λείπει σχετικά στην πόλη η αφήγηση της κοινωνικής βιογραφίας των οικημάτων που συναντά κανείς). Και αυτό είναι ένα ίσως ειρωνικό στοιχείο της παρούσας συγκυρίας: ότι η συμμόρφωση στον κανόνα κοινωνικής αποστασιοποίησης και υγιεινής (ή αποστροφής από το κοινωνικό) μπορεί μέσω περπατήματος να εμπεριέχει και μεγαλύτερη σωματική επαφή και εμπλοκή με τον γύρω τόπο και να εγείρει ερωτήματα για τη διαμόρφωση και αναπαράσταση του.

*Για μία ανάλυση της σύγκρουσης γύρω από ιδέες αρχιτεκτονικής και πολιτισμικής διατήρησης σε παλιά πόλη της Κρήτης, βλ Herzfeld, Michael. 1991. A Place in History: Social and Monumental Time in a Cretan Town. Πρινστον: Princeton University Press

**Ο Κωνσταντίνος Καλαντζής είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Tradition in the Frame: Photography, Power, and Imagination in Sfakia, Crete (Indiana University Press 2019) και σκηνοθέτης του εθνογραφικού φιλμ Ραβδοσκοπώντας το Παρελθόν: Υλικότητες Μνήμης του Εμφυλίου (2015).

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!