Γράφει ο Ιωάννης Κ.
Είμαστε διασκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Από τότε που άρχισε η κρίση, φίλοι και γνωστοί μεταναστεύουν, αδυνατούντες να ζήσουν στην Ελλάδα. Γνώριμα πρόσωπα καθίστανται άφαντα και μόνο θολές μνήμες δύνανται να φανερώσουν αυτά που άλλοτε ήταν καθημερινότητα. Ο Γιώργος πήγε στο Λονδίνο να εργαστεί σε τράπεζα, γιατί με το πτυχίο απ’ τη πολυτεχνική σχολή το πολύ-πολύ να τύλιγε σουβλάκια ή να επιβίωνε με ένα πενιχρό μισθό και να διέμενε ακόμη με τους ηλικιωμένους του γονείς. Ο Θόδωρος εργάζεται και αυτός σε μια άλλη πόλη της Γηραιάς Αλβιώνος, ξύπνιος και δραστήριος, βρήκε το δρόμο του με το να παρέχει υπηρεσίες ως σερβιτόρος και μπάρμαν, τουλάχιστον εκεί έχει κάποια εξέλιξη ενώ στη πατρίδα θα παρέμενε μισθωτός σκλάβος.
Έτεροι προτίμησαν τη Γερμανία, δίχως να παραπονιούνται για ξενιτειά και διακρίσεις εναντίον τους, νοσηλευτές, σπουδαστές και απλοί εργάτες μετοικίζουν σωρηδόν στην οικονομική καρδιά της Ευρώπης. Ο Δημήτρης μου λέει ότι όποιος θέλει δουλειά βρίσκει εκεί, αρκεί να έχει όρεξη να εργαστεί και να μάθει τη γλώσσα. Αναλογίζομαι επίσης ορισμένους φίλους που κατοικούν στη πιο φιλελεύθερη Ολλανδία, με τα πλωτά πορνεία και την ελευθερία για τη καλλιέργεια και χρήση μαριχουάνας. Η χώρα αυτή έχει προσφέρει μεγάλα ονόματα στο πολιτισμό όπως ο Έρασμος και ο Σπινόζα και τώρα κλείνει τις φυλακές της επειδή η εγκληματικότητα μειώνεται χρόνο με το χρόνο. Αντιθέτως στην Ελλάδα της ορθοδοξίας και του άκρατου ηθικισμού τέτοια πράγματα είναι ανεφάρμοστα, διότι θα οδηγήσουν τη χώρα αυτή της δόξας και της ευσέβειας στο διάολο.
Ασφαλώς με τυραννάει η νοσταλγία για τους φίλους που έφυγαν και δεν ξέρω αν θα τους ξαναδώ. Αλλά δεν τους λυπάμαι, καταλαβαίνω πως αυτοί θα χτίσουν τη ζωή τους εκεί που είναι γιατί η κοινωνία δεν ασφυκτιά από τον παραδοσιοκρατισμό και παραμένει ενεργή και όχι αποτελματωμένη. Δεν τους λυπάμαι γιατί πιστεύω ότι είναι καλύτερα γι’ αυτούς να κολυμπήσουν σε τρικυμισμένα νερά, να βιώσουν τη θαλασσοταραχή και τη φουρτούνα του ξένου και του αγνώστου, γιατί μόνο εκεί θα ανταμώσουν και τον φάρο της σωτηρίας. Πιστεύω ότι αυτό είναι προτιμότερο παρά ν’ αναγκαστούν να παραμείνουν στα ελώδη νερά της Ελλάδας, εδώ που δεν κινείται τίποτα, εδώ που ο χρόνος έχει σταματήσει και πρέπει να επιβιώσεις μέσα στο βούρκο ή να προσπαθήσεις αναποτελεσματικά να ξεφύγεις απ’ τη κινούμενη άμμο της καθημερινής βαρβαρότητας. Όπως είπε και ένας παππούς απ’ την Αλεξανδρούπολη «Η Ευρώπη παιδί μου δεν είναι όπως εδώ, η Ευρώπη είναι νοικοκυριό».
Όπως και στο φημισμένο τρίγωνο των Βερμούδων που χάνονται αεροσκάφη και πλοία, το ίδιο και εδώ στο τρίγωνο των Βαλκανίων χάνονται ανθρώπινες ψυχές και ευκαιρίες. Οι λόγοι μπορεί να είναι ιστορικοί και χιλιοειπωμένοι αλλά έχουν να κάνουν και με τη δική μας σημερινή νοοτροπία και ψυχοσύνθεση. Κάποια στιγμή χρειάζεται να διακινδυνεύσουμε και να αφήσουμε τις αυθεντίες ξοπίσω μας, να κάνουμε χώρο σε νέες ιδέες. Εννοώ να ξεπαστρέψουμε αυτή τη ψωροπερηφάνεια ότι καταγόμαστε από ενδόξους προγόνους, οι οποίοι ούτως ή άλλως τώρα πια είναι κοινό κτήμα όλης της ανθρωπότητας και να προχωρήσουμε μπροστά, να ανοίξουμε τους ορίζοντες μας και να δούμε τι κάνουν και οι άλλοι λαοί.
Σήμερα στο κόσμο συντελούνται θαυμαστά πράγματα, αλλά ο μέσος Έλληνας τελματωμένος στα ναρκωτικά του έθνους, της θρησκείας και της πολιτικής ιδεολογίας είτε της εθνικιστικής δεξιάς είτε της κομμουνιστικό-κρατικιστικής κλίκας αδυνατεί να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα. Ελάχιστοι είναι οι μαχόμενοι για την ελευθερία του ατόμου ενάντια στα αφηρημένα ιδεώδη και θέσμια που φέρουν τα ονόματα (κράτος, κόμμα, θρησκεία, έθνος). Παρ’ όλα αυτά η ανάπτυξη του ανθρώπου και της κοινωνίας ποτέ δεν επέρχεται από τα λιμνασμένα κατεστημένα αλλά απ’ την επινοητικότητα του ατόμου, όταν αφεθεί ελεύθερο να δράσει. Αυτό το πράγμα καταφέραμε να καταπνίξουμε στο τρίγωνο των Βαλκανίων, γι’ αυτό και μένουμε μόνο με τις αναμνήσεις, τη νοσταλγία και τη προγονολατρεία.