Μενού

Είναι «κακό» να αρέσει η ταινία του Σεφερλή;

Η ταινία Χαλβάη 5-0 έχει ήδη κόψει σχεδόν 200.000 εισιτήρια, όμως κριτικοί και μεγάλη μερίδα του κοινού την έχουν θάψει

Της Χρυσάνθης Ιακώβου

Το ύφος του Μάρκου Σεφερλή το ξέρουμε τόσο από τις τηλεοπτικές του δουλειές όσο και από τις θεατρικές του: εύπεπτο χιούμορ, λογοπαίγνια που δοκιμάζουν τα όρια της γλώσσας και “αθώα” αστεία που μειώνουν τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους αλλοεθνείς. Συνεπώς, κανείς δεν περίμενε κάτι παραπάνω από την πρώτη του ταινία και κανείς δεν διαψεύστηκε.

Όπως ήταν αναμενόμενο -μια και ο Σεφερλής έχει πραγματικά ένα τεράστιο κοινό που τον λατρεύει- η ταινία σπάει ταμεία. Κόντρα όμως στην εμπορική της επιτυχία έρχονται οι κριτικές, τόσο από τους ειδικούς όσο και από τους σινεφίλ, που την περιγράφουν ως κάκιστη καλλιτεχνικά και απαράδεκτη για τα προσβλητικά της αστεία. Είναι άραγε άξιο απορίας που έχει τόση απήχηση μια ταινία που καταπατά κάθε αισθητική και αγνοεί επιδεικτικά κάθε έννοια του politically correct;

Να σκεφτούμε βέβαια πρώτα ποιο είναι το κοινό που πηγαίνει να δει το Χαλβάη 5-0, δηλαδή ποιο είναι το κοινό που πάει σινεμά στην Ελλάδα. Τα νούμερα των εισιτηρίων των πιο εμπορικών ταινιών μιλούν ξεκάθαρα: πέραση έχουν οι περιπέτειες και γενικά οι ταινίες που προσφέρουν εντυπωσιακό θέαμα, καθώς και αυτές που μπορείς να τις δεις αβασάνιστα και να περάσεις δύο ώρες χαλαρώνοντας. Αυτό είναι προφανώς ένα παλιό φαινόμενο, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί και ο παράγοντας κρίση: ο Έλληνας ψάχνει να δει κάτι για να ξεσκάσει από τα προβλήματα της καθημερινότητας του, που σήμερα είναι πιο σοβαρά από ποτέ.

Μια οικονομική κρίση μπορεί να επιδράσει με δύο τρόπους σε μία χώρα: ή που θα προκαλέσει έντονες πνευματικές ζυμώσεις και θα αποτελέσει αφορμή για να δημιουργηθεί πλούσια καλλιτεχνική δράση ή που θα αφοπλίσει πνευματικά τον λαό και θα τον καθηλώσει στους προβληματισμούς της ρουτίνας. Στη δική μας χώρα δε φαίνεται μέχρι στιγμής να συμβαίνει το πρώτο.

Εξάλλου, δεν μπορούμε να πούμε πως φημιζόμαστε γενικά για το ιδιαίτερα υψηλό πνευματικό μας επίπεδο. Ο ένας στους δύο Έλληνες, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, δε διαβάζει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο, ενώ οι όποιες πωλήσεις δείχνουν σαφή προτίμηση στην πιο ανάλαφρη λογοτεχνία. Η τηλεόραση μας έχει επίσης τα μαύρα της τα χάλια, τόσο ως προς την ποιότητα των σειρών όσο και ως προς το επίπεδο των εκπομπών. Και το ίδιο συμβαίνει με όλες τις μορφές τέχνης στην Ελλάδα.

Μέσα σε όλα αυτά, μια χαρά μπορεί να βρει τη θέση της μια ταινία σαν του Σεφερλή στις σκοτεινές αίθουσες. Είναι αυτό κακό; Προφανώς όχι – ο καθένας εξάλλου έχει το δικαίωμα να βλέπει ό,τι του αρέσει. Κι ούτε είναι δυνατόν να βλέπουμε όλοι μόνο Λάνθιμο και Αγγελόπουλο. Η μαζική όμως αυτή προτίμηση δείχνει απλώς με εμφανέστατο τρόπο την αισθητική μας, τα κριτήρια μας, ίσως και τις ίδιες μας τις απόψεις.

Τα πρότυπά μας φαίνεται να μην έχουν αλλάξει

Δεν είναι δα και κανένα νέο ότι ως λαός δεν είμαστε επαρκώς καλλιεργημένοι πνευματικά ή έστω ανήσυχοι και υποψιασμένοι. Και πώς να είμαστε εξάλλου; Ήδη από το σχολείο φαίνεται πόσο λάθος δρόμο έχουν πάρει τα πράγματα. Τα παιδιά τελειώνουν το λύκειο χωρίς να έχουν ιδέα από μουσική, θέατρο, κινηματογράφο, τέχνες, πολιτισμό και φυσικά έχουν μισήσει τη λογοτεχνία λόγω λάθος τρόπου διδασκαλίας.

Μετά οι νέοι βγαίνουν στην κοινωνία, όπου λαμβάνουν διαρκώς το μήνυμα ότι σημασία έχει το φαίνεσθαι και όχι το είναι, η εικόνα και όχι το πνεύμα. Και αυτό δεν έγινε τώρα τελευταία λόγω social media, αλλά πολύ παλιότερα, τότε που στην Ελλάδα το χρήμα έρρεε άφθονο και η μεγαλύτερη αξία ήταν να έχεις ακίνητο, αυτοκίνητο, εξοχικό και ρούχα μάρκας. Αυτό έλεγαν τα lifestyle περιοδικά, αυτό οι trash εκπομπές της tv και αυτό ασπάστηκαν όλοι: λεφτά και αξιοζήλευτη εικόνα.

Είναι απίστευτο βέβαια ότι παρόλο που η φούσκα της ευμάρειας έσκασε πριν από χρόνια, τα πρότυπά μας φαίνεται να μην έχουν αλλάξει αρκετά, παρόλο που πλέον δε μας παίρνει να το υποστηρίξουμε αυτό οικονομικά. Οπότε τι κάνουμε; Συνεχίζουμε να προσπαθούμε να επιτύχουμε τους “στόχους” τους παρελθόντος, αντί να δούμε την κρίση ως μια ευκαιρία για “αποκαθήλωση” των παλιών αξιών και προσωπική βελτίωση. Είναι επίσης απίστευτο σε πόσο μεγάλο βαθμό οι τάσεις της εποχής δεν περνάνε καθόλου το μήνυμα για στροφή και ενασχόληση με τις τέχνες. Κοινώς: δεν είναι της μόδας. Αν μια μέρα -υποθετικά μιλώντας- αποφάσιζαν τα social media ή οι τηλεοπτικές εκπομπές να παρουσιάσουν ως cool αυτόν που διαβάζει ή που τρέχει κάθε βδομάδα στο θέατρο, οι μισοί θα κυκλοφορούσαν με ένα βιβλίο στο χέρι και οι άλλο μισοί στις θεατρικές αίθουσες.

Και για να επιστρέψουμε στον Σεφερλή και στο ελληνικό σινεμά των τελευταίων χρόνων, ίσως θα πρέπει να αναλογιστούμε αν υπάρχει εναλλακτική επιλογή για να πας κινηματογράφο. Όχι πως δεν υπάρχουν καλές ταινίες ή ταινίες που αγκαλιάζει ο κόσμος (όπως η “Ευτυχία” που σκίζει στα ταμεία). Απλώς το ελληνικό σινεμά μοιάζει να κινείται σε δύο επίπεδα: από τη μια έχουμε ταινίες με πιο υψηλές καλλιτεχνικές αξιώσεις που διαπρέπουν σε φεστιβάλ και αποθεώνονται από κριτικούς, αλλά αφορούν μοιραία ένα πιο περιορισμένο κοινό, και από την άλλη έχουμε αυτές που στοχεύουν καθαρά σε όσους ψάχνουν κάτι πραγματικά ανάλαφρο. Λείπουν οι ταινίες που θα μπορέσουν να κερδίσουν την πλειοψηφία των θεατών, έχοντας παράλληλα να πούνε κάτι βαθύτερο (όπως είχε συμβεί, για παράδειγμα, με την Πολίτικη Κουζίνα).

Προφανώς και πρέπει να υπάρχει ένας… «Σεφερλής», δεν μπορούν να είναι όλα κουλτούρα. Βέβαια, το ότι με την επιτυχία της ταινίας του Σεφερλή αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι η κοινωνία μας ως σύνολο ζητά διακαώς το αβασάνιστο και το ευκολοχώνευτο και ότι δεν ενδιαφέρεται για πνευματικές αναζητήσεις, ναι, αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει.

*ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

«Το cringe το ίδιο!» – Τα πιο φαρμακερά σχόλια για το τρέιλερ του Σεφερλή με τον Ντάνο