27 χρόνων ήταν ο νεαρός που δολοφόνησε τον δήμαρχο του Γκτανσκ της Πολωνίας, Πάβελ Αντάμοβιτς. Όρμησε εναντίον του σε μια φιλανθρωπική γιορτή και τον μαχαίρωσε. Έτσι απλά. Ισχυρίστηκε ότι η Αστική Πλατφόρμα, το κόμμα στο οποίο ανήκε ο νεκρός, ήταν υπεύθυνο για την καταδίκη του 27χρονου σε φυλάκιση για βίαιες επιθέσεις, λίγα χρόνια πριν, όταν το κόμμα του Αντάμοβιτς ήταν στην εξουσία. Οι αρχές δεν διακρίνουν, λένε, πολιτικά κίνητρα στο έγκλημα, αν και η ίδια η δήλωση του δολοφόνου μαρτυρεί το αντίθετο.
Είχα να ακούσω για το Γκτανσκ από την εποχή που η “Αλληλεγγύη” του Λεχ Βαλέσα είχε ξεσηκωθεί διεκδικώντας τα δίκαια της εργατικής τάξης από το καθεστώς που υποτίθεται ότι ήταν η “δικτατορία” της ίδιας αυτής εργατικής τάξης. Ο Πάβελ Αντάμοβιτς, φοιτητής της νομικής τότε, πρωτοστατούσε στις κινητοποιήσεις. Μετά την πτώση του Κομμουνισμού ασχολήθηκε με τα δημοτικά πράγματα, και από το 1998 ήταν δήμαρχος της πόλης.
Σε αντίθεση με το ξενοφοβικό κυβερνών κόμμα της Πολωνίας, ο Αντάμοβιτς δεν σταματούσε στιγμή να υποστηρίζει τους αδύναμους. Τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, την LGBT κοινότητα (είχε θέσει μάλιστα υπό την αιγίδα του Δήμου το Pride του 2018). Τα τελευταία του τουίτ μάλιστα είχαν να κάνουν με κοινωνικές παροχές και πρωτοβουλίες που θα έκαναν καλύτερη τη ζωή των πολιτών.
Λογάριαζε όμως χωρίς το μίσος ο Πάβελ. Σε μια Ευρώπη όπου η μισαλλοδοξία ανεβαίνει με το ασανσέρ και η δημοκρατία προσπαθεί να σκαρφαλώσει πάνω στο μάρμαρο, η ρητορική του μίσους έχει κατακλύσει τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και κάτι πολύ πιο ουσιώδες: Τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η ανοχή απέναντι στη διαφορετικότητα, είτε έχει να κάνει με άποψη, είτε έχει να κάνει με ταυτότητα, μπορεί να θεσμοθετείται νομοθετικά, αλλά την ίδια στιγμή συρρικνώνεται στην κοινωνία. Σε μια Ευρώπη που θα έπρεπε να περηφανεύεται για τις κατακτήσεις της στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, βλέπουμε τα ίδια αυτά δικαιώματα όχι μόνο να κουρελιάζονται ανερυθρίαστα από τις κυβερνήσεις, αλλά ταυτόχρονα να απαξιώνονται στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Η αυτοδικία παίρνει τη θέση της δίκαιης δίκης. Το θυμικό και η ατομική περί δικαίου αντίληψη υποκαθιστά τη λογική, και περαιτέρω τη συλλογική συνείδηση.
Δεν χρειάζεται πια να έχεις κάνει κάτι για να στοχοποιηθείς. Αρκεί να ΕΙΣΑΙ κάτι. Να είσαι, για την ακρίβεια, ΑΛΛΟΣ σε σχέση με αυτόν που σε στοχοποιεί.
Αν νομίζετε ότι στην Ελλάδα είμαστε μακριά, ή ότι έχουμε ξεπεράσει τέτοια φαινόμενα, θα ευχηθώ κι εγώ μαζί σας να ισχύει. Όταν όμως διαβάζω τα σχόλια αναγνωστών στα κοινωνικά δίκτυα, ή όταν φρικάρω με αναρτήσεις φιλήσυχων γειτόνων και γνωστών που στάζουν δηλητήριο και μίσος, στ’ αλήθεια φοβάμαι. Όχι για μένα, αλλά για μας, όλους.
Και να σας πω κάτι; Δεν φοβάμαι τους κήρυκες του μίσους. Φοβάμαι αυτούς που τους ακούν. Τους πολλούς. Ακούν, επικροτούν, ακρίτως παπαγαλίζουν.
Κάτι πρέπει να κάνουμε με τη ρητορική του μίσους… δεν συμφωνείτε;