Η Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018 είναι ιστορική μέρα για την “Καθημερινή”, μια από τις (λίγες πλέον) ιστορικές ελληνικές εφημερίδες, μια και κυκλοφορεί το φύλλο με αριθμό 30.000, καθώς ήδη βρίσκεται στο 100ο έτος της λειτουργίας της.
Η εφημερίδα που εξέδωσε ο Γεώργιος Α. Βλάχος (επονομαζόμενος και ΓΑΒ) το 1919, και συνδέθηκε με την εμβληματική παρουσία της Ελένης Βλάχου, είναι και μια από τις μακροβιότερες (μαζί με την Εστία) ελληνικές εφημερίδες.
Η εφημερίδα ήταν πάντα προσανατολισμένη προς τη δεξιά παράταξη. Η Ελένη Βλάχου διέκοψε την κυκλοφορία της μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Εστέτ, όπως η Βλάχου, ήταν και η Καθημερινή: ένα έντυπο που ποτέ δεν έπαψε να αγαπά τον ιδρυτή της ΝΔ Κωνσταντίνο Καραμανλή, αλλά ταυτοχρόνως ήταν προσεκτική και διακριτική, χωρίς υπερβολικά πρωτοσέλιδα. Η ΝΔ άλλωστε είχε και τις πιο “λαϊκές” της εφημερίδες που έκαναν πολύ μεγάλες πωλήσεις, όπως την “Απογευματινή”, τη “Βραδυνή” και τον “Ελεύθερο Τύπο” στη δεκαετία του 1980.
Στα έιτις πέρασε στα χέρια του παντοδύναμου για λίγα χρόνια μιντιάρχη Γιώργου Κοσκωτά, οπότε η εφημερίδα επανασχεδιάστηκε, πέρασε στη σύγχρονη τεχνολογία, αλλά και από σαράντα κύματα, ώσπου κατέληξε στην εφοπλιστική οικογένεια Αλαφούζου. Στα ’90s ήταν το έντυπο που έβλεπες να διαβάζουν στα περισσότερα καθίσματα του ηλεκτρικού κατεβαίνοντας από τα βόρεια προάστια προς το κέντρο. Η εφημερίδα της αστικής τάξης, με λαμπερές και έγκυρες υπογραφές και ωραία κείμενα. Σιγά σιγά η κυριακάτικη έκδοσή της, απ’ όταν εμπλουτίστηκε με το ένθετο “Επτά Ημέρες”, που πλέον δεν υπάρχει, σκαρφάλωσε στις πρώτες θέσεις της κυκλοφορίας, όπου παραμένει μέχρι σήμερα (αν και έχει αποσυρθεί, μαζί με πολλές άλλες, από τα δελτία κυκλοφορίας). Μεγάλη επιτυχία της “Καθημερινής” εκτός από τις “Επτά Ημέρες” είναι και το περιοδικό “Γαστρονόμος”, ενώ εδώ και μερικά χρόνια στα ένθετά της εντάχθηκε και ο ιστορικός τίτλος της ‘Γυναίκας”.
Ένα ακόμη ατού της Καθημερινής είναι ότι δεν φοβήθηκε να περάσει στην ψηφιακή εποχή, καθώς ήταν από τις πρώτες εφημερίδες (μαζί με την “Ελευθεροτυπία” και τη “Ναυτεμπορική”) που έβγαλαν στον “αέρα” τις ιστοσελίδες τους.
Αλλά, για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, που δεν ανήκει στον πολιτικό χώρο που παραδοσιακά υποστηρίζει η Καθημερινή, το μεγάλο της ατού, όσα χρόνια τη διαβάζω, είναι ότι τα πιο πολλά από τα κείμενά της με γοητεύουν, και με κάνουν να ξεχνώ τη γραμμή της.
Δεν είναι λίγα 30.000 φύλλα, 30.000 μέρες έκδοσης. Όσοι ακόμα λατρεύουμε το χαρτί και το μελάνι ίσως μπορούμε να το νιώσουμε λίγο περισσότερο.
Κι ας πω και κάτι προσωπικό. Θυμάμαι το δέος μου όταν, στα φοιτητικά χρόνια, πέρναγα απ’ έξω από το ιστορικό κτήριο της Καθημερινής στην οδό Σωκράτους. Μου άρεσε τότε πολύ η δημοσιογραφία, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να διαβώ κανένα τέτοιο κατώφλι. Αλλά, πιστέψτε με, ακόμα κι αν δεν τα κατάφερα να ζήσω από τα γραφτά μου, απολαμβάνω ακόμα, ως αναγνώστης, στο έπακρο, τα ωραία κείμενα. Ωραία κείμενα, σαν αυτά που έχει και η Lifo (κι ας τα διαβάζω, λόγω απόστασης, από μακριά).