Του Γιώργου Μαντά
Δυστυχώς είναι πολύ βολικό να πιστεύουμε πως η οικονομική κρίση (όπως και σε όποιο βαθμό τη βιώνει ο καθένας) είναι υπεύθυνη για το υψηλό ποσοστό γυναικοκτονιών και την γενικότερα αυξημένη εγκληματικότητα που βλέπουμε όλο και πιο συχνά γύρω μας.
Η μέρα σήμερα ξεκίνησε με την τραγική είδηση μιας ακόμα δολοφονίας. Ένας ακόμα άνδρας προστέθηκε στην ατελείωτη λίστα των γυναικοκτόνων.
Τι μέρα είναι σήμερα; Δεν έχει σημασία, θα μπορούσε να ήταν η χθεσινή ή η αυριανή γιατί όσον αφορά την εγκληματικότητα δεν φταίει σχεδόν ποτέ η κακιά στιγμή, ο ”ανάδρομος Ερμής” ή η άσχημη αίσθηση κάποιας συγκεκριμένης μέρας.
Υπαίτιο είναι ένα γενικότερα κλίμα που έχει καλλιεργηθεί και δεν είναι άλλο από το δικαίωμα της επίδειξης ισχύος με οποιοδήποτε τρόπο. Αυτό είναι ένα καθαρά κοινωνικό φαινόμενο το οποίο ουδεμία σχέση έχει με την οικονομική κατάσταση κάποιου ανθρώπου.
Το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα λόγω των τεράστιων αυξήσεων, του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού και των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται δεν αρκεί για να κάνει κάποιον άνθρωπο να αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου και κυρίως των μελών της οικογένειάς του. Συνήθως αυτό που οπλίζει το χέρι του δολοφόνου είναι η ανωτερότητα που νιώθει λόγω φύλου και κυρίως η αίσθηση ατιμωρησίας που υπάρχει.
Αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που μαστίζει την ανθρωπότητα άλλο αν στη χώρα μας έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις κι έχει κάνει όσους ανθρώπους ισχυρίζονται πως είναι νοήμονες να το παρακολουθούν με τουλάχιστον αμηχανία να διογκώνεται. Αρκετοί θα πουν πως είναι λανθασμένη η εντύπωση πως υπάρχει αίσθηση ατιμωρησίας, ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στ’ αλήθεια κι ότι οι δράστες πάντα τιμωρούνται όπως τους αξίζει.
Δεν θα αναφερθώ στα ήδη γνωστά σε όλους μας παραδείγματα μεροληψίας της Δικαιοσύνης ακόμα και της προσχηματικής τιμωρίας των ενόχων που κάποιες φορές εξοργίζουν την κοινή γνώμη ούτε στις καθυστερήσεις της απονομής δικαιοσύνης σε ουκ ολίγες περιπτώσεις για πολλούς και διάφορους λόγους.
Η αίσθηση ατιμωρησίας κατά τη γνώμη μου πηγάζει από την σιωπηλή ανοχή ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε φρικτά πράγματα που βλέπουμε να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας.
Πίσω από τις κλειστές πόρτες τα θύματα είναι σχεδόν πάντα μόνα και οι θύτες πανίσχυροι.
Η πλύση εγκεφάλου της πατριαρχίας οπλίζει το χέρι των δεύτερων και η κοινωνία, η γειτονιά για να το συγκεκριμενοποιήσω σφυρίζει αδιάφορα ή συναινεί ακόμα και με την αδιαφορία της. Γιατί ναι πρέπει κάποτε να το παραδεχτούμε πως η αδιαφορία αποτελεί συναίνεση. Το τραγικότερο είναι πως σε πολλές περιπτώσεις αδιαφορούν και οι συγγενείς των θυμάτων στη λογική ” έτσι όπως τα ‘κανε ας τα λουστεί ”.
Δεν υπάρχει χειρότερη ελληνική παροιμία που να αποτελεί βούτυρο στο ψωμί του συνειδητοποιημένου σταρχιδιστή από αυτή που λέει ” όπως έστρωσε θα κοιμηθεί”.
Είμαι σίγουρος πως τέτοιες παροιμίες αντίστοιχου νοήματος θα υπάρχουν και στο εξωτερικό.
Συνηθίζουμε να κατακρίνουμε το παρελθόν για πολλά και δικαίως αλλά αν θέλουμε να βρούμε κάτι καλό σε αυτό είναι αναμφισβήτητα τα όρια που υπήρχαν σε κάποια πράγματα. Το δικαίωμα στην ανθρώπινη ζωή γινόταν σεβαστό περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα.
Κάποιοι θα ισχυριστούν πως δεν έχει νόημα να ζει ένα άτομο (οι γυναίκες στην προκειμένη περίπτωση) μια ζωή στη σκιά των ανδρών τους, να τους υπηρετούν κι αυτοί να ξεσπάνε πάνω τους.
Αυτό το επιχείρημα είναι σωστό αλλά η διαφορά είναι πως παλαιότερα υπήρχε ένα αίσθημα ντροπής πιο ισχυρό όσον αφορά την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής.
Άθλιες συμπεριφορές υπήρχαν πάντα, το τέρας της πατριαρχίας γεννήθηκε μαζί με την ανθρωπότητα και ανατράφηκε μαζί της.
Το θέμα είναι πως πλέον δεν υπάρχει σε μεγάλο βαθμό ούτε αυτό το αίσθημα ντροπής στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω όσον αφορά τους άνδρες.
Αν βγάλουμε από το κάδρο την εντελώς παράλογη και διαστρεβλωμένη εκδοχή της πραγματικότητας και το συσσωρευμένο μίσος που πρέπει να έχει κάποιος για να φτάσει στο σημείο να αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή, ακόμα κι αν παραδεχτούμε πως είμαστε όλοι εν δυνάμει δολοφόνοι, το αίσθημα ντροπής για την πράξη αυτή καθαυτή έβαζε φρένο παλαιότερα σε κάποιον που θα του πέρναγε από το μυαλό να προχωρήσει σε μια τέτοια αποτρόπαια πράξη.
Πλέον έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρείται ντροπή το να μην υπερασπίζεσαι τον υποτίθεται θιγμένο ανδρισμό σου με οποιονδήποτε extreme τρόπο σού κατέβει στο κεφάλι.
Στον κόσμο των alpha males οι γυναίκες είναι ομιλώντα αντικείμενα που αν δεν υποταχθούν στις ορέξεις του άνδρα πρέπει να λήξει η ζωή τους, ακόμα και να εξαφανιστεί κάθε ίχνος τους.
Δεν είναι τυχαίο που ο Ali Abbasi στην καινούρια του συγκλονιστική ταινία ”Holy Spider” βάζει τον ήρωά του σε μια σκηνή να πετάει από το παράθυρο το μήλο το οποίο λίγο πριν έχει δαγκώσει ένα από τα θύματά του και στο οποίο υπάρχουν πάνω υπολείμματα από το κραγιόν της. Η μικρή του κόρη τον ρωτάει γιατί δεν το πέταξε στον κάδο σκουπιδιών του σπιτιού, εκείνος ”παραδέχεται” το λάθος του και η εγκληματική του δράση συνεχίζεται.
Η ταινία λαμβάνει χώρα σε ιρανική πόλη κι είμαι σίγουρος πως εμείς της ”πολιτισμένης” Δύσης θα βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα και να βροντοφωνάξουμε πως ευτυχώς εμείς δεν είμαστε έτσι και να κατακεραυνώσουμε το καθεστώς που επικρατεί στη συγκεκριμένη χώρα.
Κατά τη γνώμη μου η ταινία είναι μια πολύ καλή αφορμή για ενδοσκόπηση και αυτοκριτική.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι κάποιος είπε στη γυναίκα του ή στη φίλη του πως θα την σκοτώσει αν κοιτάξει άλλον ή αν πάει με άλλον; Πόσοι απ’ αυτούς που το έχουν ξεστομίσει το εννοούν; Για το καλό της ανθρωπότητας ελπίζω όχι πολλοί.
Η ταινία δίνει τροφή για σκέψη καθώς ο Σαϊντ ο πρωταγωνιστής της ταινίας δεν είναι ένας περιθωριακός άνθρωπος μα ένας καθ’ όλα ευυπόληπτος οικογενειάρχης.
Ο σκηνοθέτης με θάρρος τον τοποθετεί στο κάδρο από την έναρξη της ταινίας, γνωρίζουμε την οικογένειά του, τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεται και ταυτόχρονα τις γυναικοκτονίες που διαπράττει ως ένα μέρος της καθημερινότητάς του.
Παρασημοφορημένος ήρωας πολέμου, παίζει με τα μικρά του παιδιά (ένα κορίτσι κι ένα αγόρι), αφιερώνει χρόνο στην οικογένειά του, είναι προστατευτικός αλλά κι ένας νυχτερινός αυτόκλητος τιμωρός παραστρατημένων σύμφωνα με τη δική του ηθική γυναικών.
Οι φόνοι στην ταινία εκτελούνται ψυχρά, κυνικά, με χειρουργική ακρίβεια μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο που σου κάνει ξεκάθαρο πως η μοίρα των γυναικών που βρίσκονται στο δρόμο αυτού του διαταραγμένου αυτόκλητου Μεσσία (ή Αλλάχ ή οποιουδήποτε θεού, δεν έχει σημασία) είναι προδιαγεγραμμένη.
Χρησιμοποίησα το επίθετο διαταραγμένος αλλά πιστεύω πως είναι καθαρά επιλογή του θεατή το αν θα χαρακτηριστεί έτσι ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Η ταινία δεν κάνει καμία προσπάθεια να τον παρουσιάσει έτσι πέρα από ένα μοναχικό μικρής διάρκειας ξέσπασμά του σε ένα κομβικό σημείο της πλοκής. Το κυρίως θέμα της ταινίας είναι το περιβάλλον γύρω από τον ήρωα και η απάθεια αυτού του κόσμου.
Η δημοσιογράφος που συνεργάζεται με την αστυνομία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης τα βρίσκει σκούρα από την αρχή καθώς στο ξενοδοχείο που επιλέγει να μείνει ο ρεσεψιονίστ αρνείται να της παραχωρήσει δωμάτιο καθώς δεν συνοδεύεται από κάποιον άνδρα. Το πρόβλημα λύνεται με την επίδειξη της δημοσιογραφικής της ταυτότητας καθώς η κακή δημοσιότητα ενός θέματος και οι συνέπειες πάντα οδηγούν σε υποχώρηση.
Η ταινία είναι διανθισμένη από τέτοιες μικρές λεπτομέρειες του περιβάλλοντος στο οποίο κινείται η ηρωίδα που πραγματικά προκαλεί ασφυκτικά συναισθήματα στους σκεπτόμενους τουλάχιστον ανθρώπους.
”Γιατί ενδιαφέρεστε τόσο πολύ για αυτή την υπόθεση;” ρωτάει ο δικαστής τη δημοσιογράφο κι είναι ακριβώς αυτό το ερώτημα που θέτει τον τόνο και κατά τη γνώμη μου πρόκειται για το μήνυμα της ταινίας.
Οι γυναίκες (και κυρίως οι αμαρτωλές, όπως κι αν ορίζει κάποιος την αμαρτία) είναι αναλώσιμα υλικά και κυρίως αξίζει να τιμωρηθούν, αυτό θέλει η κοινωνία και το εκφράζει είτε με θορυβώδη είτε με σιωπηλό τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ο τρόπος έκφρασης της επιθυμίας μπορεί να αλλάζει.
Αυτό μας καθιστά σαφές η ταινία.
Το ξεχωριστό στοιχείο της είναι πως πάει βήματα πέρα από τη σύλληψη και την τιμωρία του ενόχου, κάτι που κάποια στιγμή συμβαίνει αναπόφευκτα.
Ο ένοχος τιμωρείται με την ύψιστη ποινή, φαινομενικά έρχεται η λύτρωση, οι θεατές ίσως χαίρονται γι’ αυτό αλλά τα τελευταία πέντε λεπτά της ταινίας και κυρίως το τελευταίο πλάνο της έρχεται να μας υπενθυμίσει πως δυστυχώς είμαστε ανίκανοι από δική μας επιλογή να τα βάλουμε με το τέρας κι αυτό γιατί μάλλον έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε τόσο πολύ κι είναι αδύνατο να το ξεχωρίσουμε από το πρόσωπο που αντικρίζουμε στον καθρέφτη.
Η ανάγκη ενδυνάμωσης του φεμινιστικού κινήματος είναι πιο επικτακτική από ποτέ κι αν κάποιοι θεωρήσουν πως οι ταινίες δεν αποτελούν αντανάκλαση αλλά παραμόρφωση της πραγματικότητας ας κοιτάξουν λίγο καλύτερα τις ειδήσεις που διαβάζουν στις εφημερίδες ή βλέπουν καθημερινά στην τηλεόραση, ας αναρωτηθούν λίγο περισσότερο για το λόγο που στη χώρα μας έγινε πορεία υποστήριξης του Andrew Tate, ας ακούσουν λίγο προσεκτικότερα τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ένα μεγάλο κομμάτι της νεότερης (αλλά και της παλαιότερης) γενιάς για τις γυναίκες αλλά και οποιονδήποτε άνθρωπο έχει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής που οι ίδιοι δεν εγκρίνουν, ας προβληματιστούν για το πόσο λεπτή είναι η γραμμή που χωρίζει τελικά τα λόγια από τις πράξεις και αν δεν τους φτάνουν όλα αυτά ας δώσουν λίγη περισσότερη προσοχή στο τι στ’ αλήθεια συμβαίνει μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, σε εκείνο των συγγενικών τους προσώπων ή στο διπλανό γειτονικό τους κι ας φροντίσουν την επόμενη φορά να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να ορθώσουν το ανάστημά τους και να υψώσουν ένα προστατευτικό τείχος για τα θύματα. Ευχόμενοι να μην είναι ήδη αργά για να γίνει κάτι τέτοιο.
Α