Από τον Χρήστο Αναστασόπουλο
«…δεν έχω λεφτά,δεν έχω,…όχι έχω,…έχω,..έχω….,αλλά δεν με νοιάζει, …δεν με νοιάζει. Δεν με νοιάζει να χαθούν,…δεν με νοιάζει να καούν. Δεν με νοιάζει,….το μόνο που με νοιάζει είναι να είμαστε αληθινοί,…μια φορά να είμαστε αληθινοί,…μια φορά μπροστά στον θάνατο. Και δεν μπορούμε Στέλλα, …..δεν μπορούμε» ( η ηθοποιός Γωγώ Μπρέμπου από την ταινία Η ΚΑΥΣΗ του Στράτου Τζίτζη)
Είναι οι μέρες αυτές, που για κάποιους από εμάς, χωρίς φανερό στόχο ασχολιών καθημερινότητας, γυροφέρνουμε το σαρκίο μας, αναζητώντας στα τυφλά, αλλά με μια βαθιά πίστη στο άγνωστο, αφορμές, εν προκειμένω μορφές τέχνης, οι οποίες με την ποιότητα και την ουσία τους θα μας δώσουν διέξοδο στον υπέρτατο φόβο του θανάτου που βιώνουμε, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο.
Κάπως έτσι λειτούργησε και για τον υπογράφοντα η τυχαία συνάντησή του στο διαδίκτυο με την ταινία Η ΚΑΥΣΗ, του συμπολίτη, εδώ στο Βερολίνο, Στράτου Τζίτζη. Τον συγκεκριμένο υπερκινητικό σωματικά και εγκεφαλικά κοντόσωμο και με το χαρακτηριστικό κασκετάκι του, Έλληνα σκηνοθέτη τον έχω συναντήσει επίσης τυχαία αρκετές φορές εδώ στο Βερολίνο, χωρίς ποτέ να έχουμε γνωριστεί.
Τον γνώρισα παρόλα ταύτα μια και καλή έχοντας παρακολουθήσει, δις, τις ημέρες αυτές αυτήν του την ταινία. Ένα φίλμ κατά την διάρκεια του οποίου οι πέντε βασικοί πρωταγωνιστές του γύρω ουσιαστικά από ένα τραπέζι, γεμάτοι υπαινιγμούς, με θεατρικού τύπου κατά ριπάς ατάκες, άλλοτε σιγά-σιγά και άλλοτε σε χρόνο dt, μας αποκαλύπτουν μυστικά τους.
Αφορμή τους ο θάνατος ενός φίλου, συγγενή τους στο σπίτι του οποίου βρίσκονται και στο οποίο σπίτι επίσης βρίσκεται και ο νεκρός μέσα στην κάσα του.Το κυρίαρχο ερώτημα που διαπερνά τους πρωταγωνιστές είναι με ποιόν τρόπο να κηδέψουν αυτόν τον Έλληνα συνθέτη, άθεο, αναρχικό ροκ τραγουδιστή. Με την χριστιανική πρακτική ή με την διαδικασία της καύσης?
Ένα κατά βάση ερώτημα που ουσιαστικά είναι η αφορμή για να αρχίσουν οι πρωταγωνιστές να ξεγυμνώνονται μεταξύ τους φανερώνοντας μυστικά τους με μιαν αλήθεια και κυρίως μια συνειδητοποίηση όχι ολόκληρη αλλά μισή, φανερά κουτσουρεμένη, ακόμη και σε αυτήν την ύστατη ώρα που βιώνουν τον θάνατο- ενός όπως αποδεικνύεται για τον καθένα και για διαφορετικό λόγο- αγαπημένου τους.
Και στο σημείο αυτό βρίσκεται η πρώτη ταύτιση της ταινίας με την συγκεκριμένη χρονική περίοδο που διάγουμε. Ενώ βρισκόμαστε όλοι μπροστά από τον θάνατο, από το τέλος μιας ολόκληρης περιόδου, εποχής, αδυνατούμε να βυθιστούμε προς τα μέσα μας και να πούμε την αλήθεια στον εαυτό μας αρχίζοντας σχεδόν ταυτόχρονα να χαράσσουμε μια καινούργια πορεία αποφασίζοντας να κάνουμε restart στον υπολογιστή μας, καθαρίζοντας τον από τους ιούς του.
Σχεδόν από την αρχή της -θεατρικής τύπου-ταινίας οι πρωταγωνιστές μαζεύονται γύρω από ένα τραπέζι. Και αυτή είναι και η εκλεκτή στιγμή που με προσκαλούν να κάτσω και ‘γω μαζί τους. Και από την θέση μου αυτή να συμμετάσχω σε αυτά που συμβαίνουν.
Το καπάκι της κάσας που κυριαρχεί κάνει τόσο έντονα μινιμαλιστικά αλλά και επίκαιρο το θέαμα των εκατοντάδων φερέτρων στην γειτονική μας Ιταλία. Και είναι το καπάκι αυτό το μέσο να κηδέψουμε, αφού βέβαια πρώτα θρηνήσουμε, όλα αυτά που πια στην ζωή του καθενός και της καθεμιάς μας, η ξεδιάντροπη επέλαση του Κορωνοϊού μας επιβάλει με επιτακτικό τρόπο να κάνουμε. Και εμείς, κάποιοι από εμάς, αδυνατούμε να το κάνουμε, αντιστεκόμαστε τυραννικά, συνεχίζοντας να ομολογούμε την μισή και ακόμη λιγότερη αλήθεια στον εαυτό μας για αυτά που μας πληγώνουν, μας κάνουν να πονάμε και σαφώς φοβόμαστε.
Οι πέντε πρωταγωνιστές λέγοντας την μισή τους αλήθεια φτάνουν στο σημείο της απόλυτης σύγκρουσης αφού ακόμη και αυτός ο θάνατος του αγαπημένου τους προσώπου αδυνατεί να τους φέρει πιο κοντά. Αντίθετα τους απομακρύνει τόσο από τους συμπαίκτες τους αλλά το κυριότερο τους απομακρύνει από την προσωπική τους αλήθεια. Έτσι επιτελούν για πολλοστή φορά ύβρη τόσο απέναντι στον νεκρό αγαπημένο τους, όσο και απέναντι στην μη έκφραση της προσωπικής τους αλήθειας.
Και νομοτελειακά η ύβρις επιφέρει την κάθαρση. Μια κάθαρση στην ταινία που επιτελείται μέσα από τι άλλο, από μια γυναίκα- Γωγώ Μπρέμπου- ανάμεσα από τα πόδια της οποίας τρέχει αίμα:
«…….είναι ασύλληπτο πράγμα η ζωή. Μόνον ο θάνατος μα δείχνει πόσο. Έστω για μα στιγμή,… μας το δείχνει. Και μετά το ξεχνάμε…….Δεν υπάρχει κανένα μετά,…. υπάρχει μόνον το πάντα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να αφεθώ σε αυτό και να πιστέψω. Μόνο η πίστη μπορεί να με βγάλει από εδώ. Όχι η πίστη σε αυτό που ξέρω. Η πίστη σε αυτό που δεν θα γνωρίσω ποτέ.»
Το κείμενο μου δεν χρήζει κριτική ταινίας, απλά απετέλεσε την αφορμή να ταυτιστώ με το «πίσω, το, από κάτω κείμενο της», γιατί με βοηθά στην προσωπική καύση των αποχαιρετισμών μου, των ματαιώσεων και των μικρών και μεγαλύτερων θανάτων μου. Και αυτή η λειτουργία της ταινίας είναι ένας μεγάλος έπαινος για τον σκηνοθέτη και τους συντελεστές της.
Θα πρότεινα να ψάξετε, να αναζητήσετε την ταινία στο διαδίκτυο και να γίνετε και εσείς ένα μέλος της παρέας αυτής σε εκείνο το τραπέζι.
Παραθέτω το τρειλερ της ταινίας εμπλουτισμένο μουσικά από τους The Last Drives.
ΚΑΥΣΗ, trailer
Η μαύρη κωμωδία ενός κόσμου υπό διάλυση. Μια ταινία του Στράτου Τζίτζη, με τους Νίκο Γεωργάκη, Γωγώ Μπρέμπου, Γιώργο Χρανιώτη, Ιωάννα Μαυρέα, Βασιλική Τρουφά…
Παραθέτω επίσης και μια δημοσιευμένη κριτική της ταινίας ώστε να διαβάσετε τα των συντελεστών πιο αναλυτικά.
Τέλος θα ήθελα επίσης να επισυνάψω και το link και άλλης μιας «σκηνοθετικής δουλειάς», του Στράτου Τζίτζη, που ακούει στο όνομα Greek Berliners. Είναι η αγάπη του στην πόλη του Βερολίνου που με κάνει για ακόμη έναν λόγο να ταυτίζομαι μαζί του. Είναι μια σελίδα στο facebook που εμπνεύστηκε και ξεκίνησε ο εν Βερολίνω σκηνοθέτης και απετέλεσε σημείο αναφοράς και μεγάλης βοήθειας στους Έλληνες που μετοίκησαν την πόλη αυτή τα τελευταία χρόνια. Επισυνάπτω τον σύνδεσμο για όσους και όσες το σκέφτεστε ακόμη να μετακομίσετε στην πραγματικά όμορφη πόλη μας.