Μενού

Τι εκπροσωπούν τα καρναβαλικά πληρώματα στον αστικό ιστό της Πάτρας

Για εβδομάδες, σε υπόγεια και καμαράκια, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται «να εξουδετερώσουν τη φθορά»

Γράφει ο Δημήτρης Μακρίδης

Τα Καρναβαλικά πληρώματα, παλεύοντας τη φθορά

Η περίοδος μετά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων σε βρίσκει κάπως μελαγχολικό. Δεν υπάρχει η προσμονή των γιορτών, το κρύο παραμένει και  εσύ με δύο-τρία επιπλέον κιλά προσπαθείς να ξαναπιάσεις τον ρυθμό της καθημερινότητας. Αλλά αντί να γυρνάς από πίτα σε πίτα, ξεγλιστράς σε γνώριμο Πατρινό χώρο που τέτοια εποχή σφύζει από ζωή. Ο χώρος αυτός ονομάζεται στέκι  και δεν είναι κάποιο μαγαζί αλλά εκεί που τα μέλη του καρναβαλικών πληρωμάτων ετοιμάζονται για τη μεγάλη γιορτή.

Από  περίπου τα μέσα Γενάρη μέχρι την περασμένη Κυριακή σε πολλές μεριές της Πάτρας, σε υπόγεια και καμαράκια, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά όπως αναφέρει κάπου ο Ελύτης.  Μόλις τελειώσουν δουλειά και υποχρεώσεις κατευθύνονται αυτόματα εκεί. Όταν εισέρχονται μέσα, ο καθένας νιώθει πως έχει τον χώρο του. Κανένας δεν περισσεύει, όλοι μπορούν να φανούν χρήσιμοι. Κάποιου πιάνουν τα χέρια του, άλλου δουλεύει το μυαλό του. Έτσι όλοι βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση. Ράβουν στολές, ετοιμάζουν καπέλα και μικροκατασκευές, ψάχνουν για τη λύση γρίφων και απαντήσεων για το κυνήγι του Κρυμμένου Θησαυρού. Είναι από τις πλέον ελάχιστες φορές που ανοίγονται βιβλία με τόσο όρεξη από αναγνώστες που άλλοτε στο άκουσμά παρόμοιων θεμάτων σίγουρα θα χασμουριόντουσαν.

Ο «πυρετός» του θησαυρού φτάνει να είναι τόσο μεγάλος που οι κυνηγοί δεν σταματάνε σε τίποτα. Ούτε στα κόκκινα φανάρια όπως σου είπε τον  απαράβατο καρναβαλικό κανόνα η Ελένη το απόγευμα του κυνηγιού. Ούτε στις τρεις το πρωί για τη λύση του γρίφου όταν οι άλλοι γύρω σου λαγοκοιμούνται και εσύ βρίσκεις τη λύση σε ένα από τα θέματα που δεν έχουν απαντηθεί. Ούτε στις τέσσερις το πρωί όταν ο Πέτρος ξηλώνει μία δορυφορική κεραία γιατί αυτή που έχουμε δεν έχει το κατάλληλο σχήμα.

Κάτι μεγάλο συμβαίνει σε αυτούς τους χώρους. Επιτυγχάνεται η  συν-παρουσία ανθρώπων διαφορετικών στην πράξη και όχι στα λόγια. Ο σεβασμός στον καθένα όπου και αν τον έβγαλε ο δρόμος.

Γιατί τα καρναβαλικά πληρώματα είναι μία μετεξέλιξη αυτού που γινόταν παλαιότερα στα κέντρα των πόλεων. Πριν πάρει ο καθένας τον ασφαλτωμένο δρόμο για τα αποστειρωμένα προάστια και την ψηφιακή του ιδιώτευση. Το χωνευτήρι και το ανακάτεμα ιδεών και απόψεων σε μία ουδέτερη ζώνη με την ονομασία στέκι που δεν έχει χαρακτήρα αλλά χωράει όλους τους χαρακτήρες. Έστω και για αυτό το μικρό διάστημα  γίνεται  μία αναλαμπή σε κάτι που έχει σβήσει ανεπιστρεπτί. Και που φωτίζεται ξανά σαν τη μαρκίζα των παλιών διανυκτερευόντων καφενείων. Εκεί που ανδρώθηκαν οι παρέες του Σακελλάριου, του Μάνου και τόσων άλλων. Εκεί που αντάμωσαν, διαφώνησαν και τελικά δέθηκαν, όλοι αυτοί που  δημιούργησαν μαζί με θεατρικά έργα και μουσικές τη νεότερη ελληνική ιστορία.

Από εκεί λοιπόν, από αυτούς τους χώρους ξεκινάει μία διαδικασία που ολοκληρώνεται με αυτό το αποτέλεσμα της Κυριακής που είναι σχεδόν συγκινητικό όλες τις χρονιές. Όπως το φετινό Πλήρωμα του Requiem που με την παρουσία και την αμφίεση του προκάλεσε δέος και θαυμασμό στους θεατές της παρέλασης. Όπως τόσες άλλες καλαίσθητες εμφανίσεις που έδειξαν πως ότι κάτι γίνει με κέφι το αποτέλεσμα σίγουρα θα σε ανταμείψει.

Και όλα αυτά τα ωραία τελειώνουν με το πέρας της Κυριακάτικη παρέλασης. Χάνονται σαν να μην υπήρξαν, όπως φεύγει από μπροστά σου αυτό το πολύχρωμο ποτάμι που κατακλύζει την οδό Κορίνθου και με την εικόνα των media όλη τη χώρα. Εκεί βρίσκεσαι και εσύ μέρος αυτού του μωσαϊκού μετακινούμενος με τα χρόνια άλλοτε μπροστά και  άλλοτε πίσω. Ξεκινάς από μπροστά διστακτικά στο χέρι του γονιού, είτε στο χέρι της δασκάλας μία εβδομάδα νωρίτερα. Μεγαλώνεις, ερωτεύεσαι  και αλητεύεις στα πολυπληθή group της πολύβουης γαλαρίας. Ανάβοντας το πρώτο σου καπνογόνο καθώς μπαίνεις στη πλατεία. Η ζωή προχωράει και σε βρίσκει να επιστρέφεις πάλι  στα πληρώματα σαν δήλωση ταυτότητας. Σαν επιλογή ένταξης στην πόλη.  Ξαναγυρνάς όπως θα επέστρεφες σε μία πηγή. Σαν το παλιό ερέθισμα που επανέρχεται κάποια στιγμή μαγικά. Παλεύοντας σε όποια θέση και ηλικία και αν βρίσκεσαι τη φθορά όπως σας θύμισε η Σαμάνθα κάποιο απόγευμα.

Όπως κάνουν οι παρέες των καρναβαλικών πληρωμάτων όλα αυτά τα χρόνια.