σε ,

«Τι και-ρό κά-νει στη Θεσ-σα-λο-νί-κη;»

Καθημερινές απαράμιλλες αστικές ιστορίες #4 | Στήλη αστική, βαθιά ανθρώπινη και αληθοφανής.

«Τι και-ρό κά-νει στη Θεσ-σα-λο-νί-κη;»

*Η κυρία Μαίρη περπατάει αργά, σου θυμίζει νύφη σε καθολικό γάμο που ακολουθεί τους βηματισμούς μέχρι να φτάσει στο γαμπρό. Στην πραγματικότητα έχει πια μεγαλώσει, οδηγεί ελάχιστα όταν υπάρχει μεγάλη ανάγκη, διαβάζει πολύ και της αρέσει η ηρεμία. Τη συναντώ στο στενάκι, «Συγχαρητήρια για την εγγονή». «Ναι, πέρασε Γιάννενα, δεν ξέρω αν ήταν αυτό που ήθελε, όμως, είναι θετικό που φεύγει από το σπίτι, να ζυμωθεί, άλλες εμπειρίες». «Ξες, τι θυμήθηκα τώρα;». Έτσι, ήταν η κυρία Μαίρη πάντα θυμόταν κάτι συνειρμικά. «Όταν αποφοιτούσα από τη Νομική επί χούντας με την κοιλιά στο στόμα, ήμουν 9 μηνών, ούτε μ’ ένοιαζε, έπαιρνα πτυχίο και μου κακοφάνηκε που ένας καθηγητής μου είπε ότι τώρα θα κάνω οικογένεια και θα είμαι μια καλή μητέρα, εγώ θα δουλέψω του ψέλλισα, αλλά δεν έδωσε σημασία». Λείπει σήμερα εκείνο το πάθος στα μάτια, η φωτιά, «το θα τα κάνω όλα» κι ας μην κάνεις τίποτα. «Τι να πεις;», είπε και συνέχισε το γαμήλιο βηματισμό της.

*Ο Παρασκευάς είχε μόλις πατήσει τα 30. Λιγομίλητος, ψηλός, δουλευταράς. Μια Κυριακή επέμενε να πιούμε καφέ για να μου πει κάτι σοβαρό. Ο Παρασκευάς μιλάει, σκεφτόμουν και κρυφογελούσα πριν τελειώσει η βάρδια στη δουλειά. Πήγαμε στα Κάστρα, «λέγε», του είπα κοφτά. Βγάζει ένα κουτάκι με ένα μονόπετρο. Βάζω τα γέλια δυνατά. «Είσαι ηλίθιος». «Είσαι η μόνη μορφωμένη φίλη μου και θέλω την άποψή σου, χάλια; Σταμάτα ρε να γελάς έτσι». «Είπες και μορφωμένη, σκούρα τα πράγματα, δηλαδή το αποφάσισες θα την πάρεις;» «Σκεφτόμουν, πόσο να το κουράζω, έγινα 30». «Θεέ μου, πόσο μικροαστός». «Σ ’αρέσει; έλα κόφτο». Με τον Παρασκευά γνωριστήκαμε όταν είχε πλημμυρίσει το σπίτι μου μια μέρα αφού είχα τελειώσει την ανακαίνιση και γω πήγαινα στο αεροδρόμιο. Η αδερφή μου τον βρήκε τυχαία όταν την ειδοποίησαν από την πολυκατοικία και γω έκλαιγα μέσα σ’ ένα ταξί που ο ταξιτζής άκουγε Καρρά. Όταν έφτασα μου είπε «Εμένα με κάλεσαν για ένα περιστατικό πλημμύρας, εδώ έχουμε δύο». Έτσι, γίναμε φίλοι. «Μ’ αρέσει, αλλά μην το δώσεις έτσι μουγκά». «Θα πω, φόρεσέ το και πάμε παρακάτω». Τα γέλια αυτή τη φορά αντήχησαν δυνατά σε όλα τα Κάστρα.

φωτό Κάστρα

*Όλο το καλοκαίρι το έβγαλε μ’ αυτό το κολλητό σορτσάκι. Τώρα καθόταν στο πεζούλι της πολυκατοικίας μου και στηριζόταν σε μια φουξ βαλίτσα. Από πίσω, η μητέρα και η γιαγιά της κανόνιζαν για τις λεπτομέρειες της μετακόμισης. «Να της βάλω πάπλωμα ή κουβέρτα, στις Σέρρες έχει πιο κρύο». «Να τα πάρει και τα δύο το πουλάκι μου, θα τα χρειαστεί». Κατέβηκα με φακέλους στα χέρια και της έκανα νόημα να πάει πιο κει. «Τι καιρό κάνει στας Σέρρας, ρε καμιά μπουγάτσα θα φέρνεις, άσε πολλές θερμίδες». «Μα Σέρρες; Τι θα κάνω εκεί; Εγώ ήθελα να γίνω νηπιαγωγός». «Ωχ, μωρέ, πήξαμε στις ξενέρωτες «η παρεούλα» «το παιδί», έλα σε παρακαλώ πολύ, Διοίκηση Επιχειρήσεων, σου λέει». «Με κοροϊδεύετε». «Όχι, αν θες νηπιαγωγός, θα γίνεις νηπιαγωγός. Μπορώ να σου δώσω 100 εναλλακτικές. Απλά να ζήσεις την τωρινή στιγμή θέλω. Πήγαινε να δεις πώς είναι, χαλάρωσε κι αν είναι φορτίο αβάσταχτο, γύρισε και λύσσαξε να γίνεις νηπιαγωγός». «Έγειρε το κεφάλι στον ώμο μου, θα αργήσετε στη δουλειά». «Σου χω πει, πως στο αγαπημένο παραμύθι μου στο «Φεγγαροσκεπαστή» κάθε ένας που συναντάει τον Τιμολέοντα του λέει «έχω μια ιδέα». Έτσι πρέπει να κυλάει η ζωή, με χιλιάδες ιδέες στη στιγμή.

φεγγαροσκεπαστής εικόνα από ΙΑΝΟ

* «Να προσέχεις την εικόνα σου», του’ λεγε εκείνη. «Πάλι κοροϊδεύεις, ειρωνεύεσαι και ποιος ξέρει τι άλλο;» απαντούσε θυμωμένος εκείνος. Τραβούσε βίντεο τη βροχή στην παραλία. «Γκρεμίζεται η αυτοκρατορία σου ή η δύναμή σου», τον τσίγκληζε αυτή. «Θα μπορούσα και να γελάσω, είναι αλήθεια, είσαι κοντά», ανταπαντούσε εκείνος. «Μα το χιούμορ μου είναι το πιο δυνατό σημείο επάνω μου». «Όχι, στο έχω ξαναπεί είναι basic, απλά έχει δυνατότητες». «Είπε ο πιο αγέλαστος άνθρωπος». «Είμαι flat, το έκρυψα ποτέ;». «Τελικά, ήθελα να σε ρωτήσω, τι και-ρό, κά-νει, στη, Θεσ-σα-λο-νί-κη, έτσι μιλάς εσύ, συλλαβιστά και ρομποτικά» Τρανταχτά γέλια ακούστηκαν. «Δεν έμαθα ποτέ».

κουζινούλα κυρά Στυλιανή 1

κουζινούλα κυρά Στυλιανή 2

*Η κυρά-Στυλιανή ήταν το σήμα κατατεθέν αυτής της πολύβουης πολυκατοικίας. Αν μάλωναν κάποιοι ένοικοι, αυτή έλεγε «έλα, μωρέ, μη δίνεις σημασία». Διπλωμένη στα δύο, μια κινούμενη ορθή γωνία, με μαντήλι όπως οι παλιές και ποδιά. Όταν έμπαινες στο σπίτι, νόμιζες πως είχες μεταφερθεί σε άλλη εποχή. Σόμπα στα αριστερά, ξύλινος καθρέφτης στα δεξιά, μουσαμάς στο διάδρομο. Η κουζινούλα μικρή, το ψυγείο παλιό, δαντέλα στην μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον ακάλυπτο και σοκολατάκια νουαζέτα της ΙΟΝ, τα πράσινα μέσα σ΄ ένα τσίγγινο κουτάκι. «Αμάν κυρά-Στυλιανή, πόσο καιρό τα΄ χεις;» «Σουτ, αυτά δεν παθαίνουν τίποτα». «Αθάνατα, πράσινα σοκολατάκια τι μνήμες και ιστορία κουβαλάτε». «Άκου, εγώ παιδιά έκανα, εγγόνια είδα και δισέγγονα, τι θέλω τώρα, να πεθάνω, γιατί να ζω, τσάμπα κόπος, αλλά να, αυτό που με καίει είναι τα γράμματα, που δεν έμαθα γράμματα». «Μήπως, τσάμπα κόπος κι αυτό κυρά-Στυλιανή;» «Τα γράμματα την κάνουν τη γυναίκα δυνατή, αυτό που σου λέω». Κάθε φορά που περνάω από την πόρτα της που δεν ανοίγει πια, σκέφτομαι τη χαρά της να δέχεται κόσμο, να μιλάει, να λέει ιστορίες και τα αθάνατα σοκολατάκια ΙΟΝ.

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!