σε ,

«Βλέπετε ότι η αίθουσα είναι κατάμεστη από γυναίκες;», πείραξε τον αγαπημένο της συγγραφέα πριν την παρουσίαση

Καθημερινές απαράμιλλες αστικές ιστορίες από τη Θεσσαλονίκη

2

*Κρύοι άνθρωποι

«Είμαι στην πόλη σου για δουλειές και τώρα φεύγω», ακούστηκε μια κρύα, άχρωμη φωνή από την άλλη μεριά του τηλεφώνου. Το κορίτσι που άκουγε στωικά, είχε μπλεχτεί στην κίνηση, είχε ξεχάσει τα γάντια της, έλειπε από το πρωί από το σπίτι, μ’ ένα μαύρο κοστούμι και ένα ελαφρύ παλτό, που την έκανε να κοκκαλώσει. Στην ουσία, πάγωσε από τη ψυχρότητα της αλήθειας αυτού που της ανακοίνωνε. Ο άνθρωπος που θαύμαζε, εκτιμούσε, υπολόγιζε, της έλεγε ότι δεν πέρασε από τα μυαλό του σαν πιθανότητα να συναντήσει το κορίτσι που τον έκανε να γελά και να σκέφτεται λίγο πιο ανθρώπινα. Δεν θύμωσε μαζί του, μάλιστα, του ψέλλισε ένα «ευχαριστώ» και συνέχισε να περπατά μέσα στο κρύο. Πάγωσε μέχρι να φτάσει σπίτι αλλά σκέφτηκε ότι την τρόμαζαν τόσο πολύ αυτοί οι «κρύοι άνθρωποι».

*Στόλισες μπαλκόνι;

Γιατί στολίζουν οι άνθρωποι με τόσο υπερβολή; Η γειτόνισσά της είχε στολίσει το μπαλκόνι, τα παράθυρα, τους τοίχους ακόμα και τις γλάστρες. Της φαινόταν τόσο αστείο. Τόσο εκκωφαντικά υπερβολικό. Στη δουλειά, έκανε μόνιμη πλάκα με τη Μαρούλα, «εσύ, δηλαδή, στόλισες;», «με κόβεις για άνθρωπο που θα στόλιζε;» απαντούσε αυτή με πνιχτά γέλια, «εγώ, το’ χω πιο σίγουρο να «στολίσω» κανέναν άλλο», την αποτελείωνε εκείνη. Υπενθύμιση χαράς μοιάζει αυτή η εποχή, σκεφτόταν, υπενθύμιση ανθρωπιάς, όμως, δεν είδαμε πουθενά.

*Νοιάξιμο γειτονιάς

Η κυρά-Σούλα ξυπνά κάθε μέρα στις 06:00, ανοίγει το μπροστινό στόρι από το κουζινάκι της και κοιτάζει την απέναντι πολυκατοικία. Εκεί στο β’ όροφο, την ίδια περίπου ώρα ανάβει το φως η κ. Μάγδα. Η κυρά-Σούλα, έχει βάλει ήδη το μπρίκι με τον καφέ. Τα καλοκαίρια πίνουν το καφεδάκι τους στο μπαλκόνι, τα κρύα πρωινά του χειμώνα τραβούν την κουρτίνα και κοιτάζουν έξω. Η κ. Έφη, σε προχωρημένη πια ηλικία τους τηλεφωνεί για να παραπονεθεί για τα πόδια της. Εκείνες, λίγο μετά της ετοιμάζουν φαΐ και την επισκέπτονται.

*Βαγγέλης ο ασθενής

Ο διευθυντής του σχολείου τηλεφώνησε πολλές φορές στο κινητό της μητέρας. Ήθελε να την ειδοποιήσει. Ο μικρός υπέφερε από στομαχόπονο και θα ήταν καλύτερα να επιστρέψει σπίτι του. Στη συνέχεια, τηλεφώνησε στη γιαγιά του που κατατρομαγμένη ειδοποίησε τη θεία του. Εκείνη βρισκόταν στην άλλη μεριά της πόλης αλλά στο άκουσμα της είδησης, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο παρά να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο σχολείο. Αφού χτύπησε πολλές φορές το κουδούνι για να ανοίξει η πύλη και τα’ βαλε με το προσωπικό που δεν άκουγε, πλησίασε την τάξη του μικρού. Ο Τίμος έγειρε το κεφάλι του για τη δει και έδωσε το σήμα του, «η θεία σου είναι και όχι η μαμά σου». Ο Αντώνης συνέχισε «εντάξει, μπορεί να σε πάει και καμιά βόλτα». Η όμορφη Έλενα πιο ρομαντική, «περαστικά, Βαγγέλη». Ήταν η ώρα των μαθηματικών. Μικρές φατσούλες, κοιτούσαν νυσταγμένες, σε μια αίθουσα με κυκλική διάταξη, που όλοι έμοιαζαν μια όμορφη παρέα.

*Γυναίκες και βιβλία

«Βλέπετε ότι η αίθουσα είναι κατάμεστη από γυναίκες;», πείραζε τον αγαπημένο της συγγραφέα που θα παρουσίαζε σε λίγο το βιβλίο του. «Ναι, διαβάζουν πιο πολύ», απάντησε εκείνος. «Εγώ, πάλι νομίζω, ότι φταίτε εσείς. Ξέρετε, συμβαίνει κάτι περίεργο με τα βιβλία σας, μου είναι δύσκολο να τα κάνω δώρο σε φίλους γιατί μπορεί να με απογοητεύσουν αν δεν τα καταλάβουν όπως εγώ. Να μου χαλάσουν την εκδοχή μου για αυτά». «Μόλις μου χτίσατε μια ηρωίδα για βιβλίο», απάντησε εκείνος.

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.
0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!