Την Δευτέρα 30 Νοεμβρίου κυκλοφορεί στα ελληνικά το «Γράμμα Στο Νεότερο Εαυτό Μου» (εκδόσεις Key Books) όπου 80 άνθρωποι συμβουλεύουν τους έφηβους εαυτούς τους με τη γνώση που έχουν σήμερα. Τα σύντομα κείμενα, είναι διανθισμένα με χιούμορ και άγνωστα περιστατικά από τις ζωές των συγγραφέων.
Η ιδέα ξεκίνησε πριν από 10 χρόνια από το πρωτοπόρο βρετανικό περιοδικό δρόμου The Big Issue και το αποτέλεσμα είναι αυτή η συλλογή από 80 εκπληκτικές επιστολές ανθρώπων που ξεχώρισαν στον πολιτισμό, τις τέχνες, την πολιτική, τον αθλητισμό, τις επιχειρήσεις.
Η επιμελήτρια της έκδοσης, η Jane Graham είναι η αρχισυντάκτρια της στήλης βιβλίου του The Big Issue. Έχει εργαστεί ως παραγωγός/ρεπόρτερ για τα BBC Radio 1, 3 και 4, καθώς και για το Radio Ulster. Ως δημοσιογράφος και εκφωνήτρια έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με το BBC, τον Guardian, το Uncut και το The LA Review of Books. Κάνει συνεντεύξεις για τη στήλη «Γράμμα στον νεότερο εαυτό μου» του The Big Issue από το ξεκίνημά της, το 2007.
Να 7 επιστολές.
Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Ηθοποιός
3 Οκτωβρίου 2011
Τα δεκάξι ήταν καθοριστική ηλικία για μένα. Μετακόμισα στο Κέρκαλντι για να σπουδάσω υποκριτική, κάτι που μεταφράζεται σε σκληρή δουλειά και ανάληψη ευθυνών. Ήταν μια δύσκολη περίοδος και ωρίμασα αρκετά τη χρονιά εκείνη. Ήθελα να γίνω ηθοποιός από εννέα ετών κι αυτό οφειλόταν αποκλειστικά στον θείο μου. Είχε έρθει στο Κριφ και διέφερε τόσο πολύ από όλους. Τόσο έντονος και πληθωρικός χαρακτήρας. Όχι ότι οι άνθρωποι στο Κριφ δεν είναι, αλλά εκείνοι είναι περισσότερο αγρότες παρά ηθοποιοί. Ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν πριν καν καταλάβω τι σημαίνει ηθοποιός και ποτέ δεν άλλαξα γνώμη.
Ανέκαθεν ήμουν θετικός άνθρωπος. Όχι από επιλογή, απλώς έτσι είμαι. Είχα πολύ χαρούμενα παιδικά χρόνια με καλούς φίλους και την οικογένειά μου κοντά μου. Το Κριφ ήταν ιδανικό μέρος για να μεγαλώνεις. Τριγυρίζαμε ολημερίς με τα ποδήλατα, φεύγαμε το πρωί και γυρίζαμε το βράδυ. Είχαμε μια αληθινή ελευθερία και ανεξαρτησία που σήμερα τα παιδιά μου δεν την έχουν.
Πάντα ήθελα να πάω στο Λονδίνο και να προσπαθήσω να τα καταφέρω εκεί, κυρίως επειδή μου άρεσε να πηγαίνω από παιδί και να επισκέπτομαι τον θείο Ντένις. Όμως όταν τελικά πήγα, στα δεκαεφτά, για να ξεκινήσω μαθήματα στη Σχολή Μουσικής και Υποκριτικής Γκίλντχολ, ξαφνικά μου φάνηκε πολύ βαρύ που εγκατέλειπα τη Σκοτία. Ακόμα θυμάμαι τον πατέρα μου να με πηγαίνει και να φεύγει. Με άφησε σε ένα πολύ απαίσιο δωμάτιο. Τον έβλεπα να κοιτάζει τριγύρω και σκεφτόμασταν κι οι δύο: «Σοκ!» Ειλικρινά, ένιωθα ότι άφηνα το σπίτι μου, κάτι που δεν είχα νιώσει όταν πήγα στο Κέρκαλντι – τώρα ήταν σοβαρότερα τα πράγματα. Έγινα ένας απίθανος Σκοτσέζος. Με θυμάμαι να ράβω καρό κορδελάκια στο υφασμάτινο σακάκι μου. Ήμουν ένας Σκοτσέζος μέχρι τα μπούνια ο οποίος ζούσε στο Λονδίνο.
Θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου να μην ανησυχεί όταν δεν παίρνει έναν ρόλο σε μια ταινία. Ήμουν περίπου δεκαεννιά, φοιτούσα ακόμη στη δραματική σχολή και ετοιμαζόμουν για δύο δουλειές: για μια ταινία, μια πολύ ωραία λυπητερή πολεμική ιστορία, και για μια δραματική σειρά του Ντένις Πότερ στο BBC, που λεγόταν «Lipstick On Your Collar». Ήμουν τρομερά ενθουσιασμένος και με τα δύο, αλλά ακόμα περισσότερο ήθελα να συμμετάσχω σε μια άλλη ταινία. Το ήθελα πάρα πολύ, όμως στην τελευταία οντισιόν δεν τα πήγα καλά και δεν πήρα τον ρόλο. Τελικά, η ταινία ματαιώθηκε. Άρα, αν έπαιρνα τον ρόλο, θα έχανα την ευκαιρία μου με τον Ντένις Πότερ για μια ταινία η οποία δεν θα γυριζόταν ποτέ. Μάλλον η μοίρα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προκειμένη περίπτωση.
Η δραματική σχολή μπορεί να σου διαλύσει την αυτοπεποίθηση, επειδή όλοι επικεντρώνονται στις αδυναμίες σου. Για μένα ήταν μεγάλη υπόθεση να αποκτήσω ατζέντισσα, γιατί τότε ένιωσα ότι μπορεί και να είμαι καλός σ’ αυτό που κάνω. Είπα μέσα μου: «Αχ, κάποιος με θέλει». Και η συμμετοχή μου στη σειρά του Ντένις Πότερ με έκανε να αισθανθώ πρώτη φορά ότι κάποιος ήθελε ειδικά εμένα στο καστ του. Ξαφνικά βρήκα την αυτοπεποίθηση την οποία είχα χάσει. Πήγα στο γραφείο της ατζέντισσάς μου, με έβαλε να καθίσω και μου είπε: «Θα δουλέψεις έξι μήνες και θα πληρωθείς είκοσι τέσσερις χιλιάδες λίρες». Τη διέκοψα και τη ρώτησα: «Μπορώ να πάρω τηλέφωνο τον μπαμπά μου, παρακαλώ;» Ήθελα να του πω ότι όλα θα πάνε καλά.
Εάν συναντούσα τώρα τον έφηβο εαυτό μου, σίγουρα θα υπήρχαν κάποια πράγματα που έχω κάνει τα οποία δεν θα τα έβρισκε κουλ, όμως θέλω να πιστεύω πως θα μοιραζόμασταν τις ίδιες επιθυμίες και τα ίδια κίνητρα. Ως παιδί ήθελα να ασχοληθώ με έργα σημαντικά. Το έκανα, νομίζω, αλλά όσο ζεις μαθαίνεις και καταλαβαίνεις πως δεν γίνεται να είναι όλα έτσι. Είμαι τυχερός γιατί μπορώ να κάνω σημαντικές και ασήμαντες ταινίες και να αποκτάω διαφορετικές εμπειρίες. Η προσέγγισή μου είναι απλή: αν μου αρέσει μια ιστορία, προχωράω.
Πάνε περίπου έντεκα χρόνια που δεν πίνω αλκοόλ και σπανίως το σκέφτομαι πια. Μου φαίνεται εύκολο τώρα να είμαι εξωστρεφής, χωρίς ποτό, σε μια παρέα. Παλιά, έπρεπε να πιω μερικές μπίρες για να νιώσω ο εαυτός μου, τώρα είμαι απλώς εγώ. Ήταν αυτοκαταστροφικός ο τρόπος με τον οποίο έπινα εκείνο τον καιρό.
Όταν έκανα το Trainspotting, δεν έλεγα μέσα μου: «Να ’μαι, λοιπόν, να η στιγμή μου». Ωστόσο αυτή η ταινία μού έχει αφήσει εκπληκτικά συναισθήματα. Βρήκα φανταστικό το βιβλίο και πραγματικά αιχμαλώτιζε το πνεύμα της χώρας. Ήξερα ότι ο Ντάνι ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης γι’ αυτό. Και είχαμε εκπληκτικό καστ. Κι έτσι μου δημιουργήθηκαν πολύ μεγάλες προσδοκίες, όμως ούτε που μπορούσα να φανταστώ… Θυμάμαι όταν την είδα πρώτη φορά στο Λονδίνο, με τη γυναίκα μου και τον θείο Ντένις, ότι βγήκα έξω από την αίθουσα μουδιασμένος και τρεμάμενος. Ήταν τόσο εκπληκτικό! Βέβαια είχα ήδη μεγάλη πίστη στον εαυτό μου κι έτσι δεν ένιωσα ότι θα μου έδινε παραπάνω ώθηση. Τώρα, φυσικά, καταλαβαίνω ότι μου έδωσε – έγινε μια παγκόσμια ταινία και με έφερε στο προσκήνιο.
Λατρεύω να βρίσκομαι στη Σκοτία, είτε για δουλειά είτε για επίσκεψη, και μου άρεσε πολύ που δούλεψα στη Γλασκόβη για το Perfect Sense. Έχω κάνει τέσσερις ταινίες εκεί και, παρότι δεν είμαι από τη Γλασκόβη, την έχω δει να αλλάζει από τότε που έκανα το Μικρά Εγκλήματα Μεταξύ Φίλων, το 1994. Είναι υπέροχο μέρος και νομίζω ότι παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ταινία.
Δεν νομίζω ότι έχει σημασία πού μένεις. Μπορείς να κρατήσεις προσωπική την οικογενειακή ζωή σου οπουδήποτε κι αν είσαι, αρκεί να επιλέξεις να μην ενδώσεις, να μην αποζητάς τη δημοσιοποίηση. Κάτι που εγώ δεν θα έκανα ποτέ. Κι έτσι έχω μια πολύ ωραία ζωή, με την οικογένειά μου στη Σκοτία και κάμποσους φίλους στην Αμερική και τέσσερα παιδιά. Όλα αυτά είναι αρκετά και δεν μου αφήνουν χρόνο για πολλά άλλα. Είμαι πολύ απασχολημένος με τα παιδιά μου και μ’ αρέσει. Το βρίσκω τέλειο.
Όζι Όσμπορν, Μουσικός
27 Οκτωβρίου 2014
Ήμουν ένα επαναστατημένο παιδί, δεν γούσταρα τις δεσμεύσεις και δεν μπορούσα να μείνω μόνιμα σε μια δουλειά. Πάντα μου φώναζε η μητέρα μου επειδή δεν έφερνα αρκετά λεφτά στο σπίτι. Εδώ που τα λέμε, ήμουν λιγάκι αλάνι. Έφυγα από το σπίτι, μα δεν είχα πού να πάω κιόλας. Κοιμόμουν σε καναπέδες φίλων. Ήμουν κοινωνικός τύπος, σε ένα περιβάλλον της εργατικής τάξης.
Είμαι φοβερά δυσλεκτικός, αλλά τότε δεν ήξερα τι σημαίνει δυσλεξία. Πήγαινα σχολείο στο Μπέρμιγχαμ, με σαράντα εννιά παιδιά στην τάξη, όλα αγόρια. Τα παιδιά σαχλαμάριζαν γενικώς και κάπνιζαν στις τουαλέτες. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο για κάποιον που ήθελε να μάθει κάτι. Εγώ ήμουν ο τρελός της παρέας. Κατάφερα να με συμπαθήσουν οι πιο μεγάλοι και σκληροί, γιατί τους έκανα να γελάνε.
Προσπαθούσα να βρω πράγματα στα οποία ήμουν καλός. Αποπειράθηκα να κάνω διαρρήξεις, μα δεν τα κατάφερνα. Δεν έκανα καμιά μεγάλη διάρρηξη και μέσα σε τρεις εβδομάδες με έπιασαν. Τότε ο πατέρας μου μού είπε, «Μεγάλη σου βλακεία», κι ένιωσα πράγματι πολύ βλάκας. Στη συνέχεια δεν πλήρωσα το πρόστιμο και έμεινα δυο εβδομάδες στο κρατητήριο. Πήρα ένα σύντομο, γερό μάθημα που σίγουρα έδωσε τέλος στην καριέρα μου ως διαρρήκτης.
Πρόσφατα κάποιος με ρώτησε ποιο ήταν το καλύτερο δώρο που έλαβα ποτέ και τότε σκέφτηκα πως αν ο πατέρας μου δεν μου είχε πάρει ένα μικρόφωνο όταν ήμουν δεκαοκτώ, δεν θα βρισκόμουν τώρα εδώ. Έβλεπε ότι ενδιαφερόμουν πολύ για την ποπ μουσική κι έτσι μου αγόρασε ένα μικρόφωνο, και λίγο αργότερα συνάντησα τους τύπους που αργότερα θα γίνονταν οι Sabbath. Το γεγονός ότι είχα δικό μου μικρόφωνο και μεγαφωνικό σύστημα ήταν το διαβατήριο για να μπω στο συγκρότημα. Χωρίς αυτά, δεν επρόκειτο να συμβεί.
Αρχικά ήμασταν μόνο εγώ και ο Γκίζερ. Βάλαμε μια αγγελία σε ένα δισκοπωλείο του Μπέρμιγχαμ κι εμφανίστηκαν ο Τόνι και ο Μπιλ. Τους είχαν μόλις τσακώσει επειδή κάπνιζαν χόρτο στο Καρλάιλ με το συγκρότημά τους, τους Mythology. Έγινε χαμός γιατί τον καιρό εκείνο η σύλληψη για χρήση ναρκωτικών έκανε πάταγο στις ειδήσεις σε όλη τη χώρα. Ο Τόνι μούτρωσε μόλις με είδε, γιατί δεν με συμπαθούσε. Ήταν σαν να έλεγε, «Ωχ, όχι», ωστόσο αρχίσαμε να παίζουμε. Ο Τόνι είχε όνομα στο Κάμπερλαντ, όπως το έλεγαν τότε, κι έτσι κάναμε κάποιες εμφανίσεις εκεί και στο Ινβερνές, πέρα από τα σύνορα της Σκοτίας.
Ο έφηβος Όζι σε καμία περίπτωση δεν θα πίστευε ότι θα ζούσε τη ζωή την οποία έζησα. Πώς έγινε κι αυτό το παιδί από το Άστον του Μπέρμιγχαμ απέκτησε σπίτι στο Μπέβερλι Χιλς; Ειλικρινά, δεν το καταλαβαίνω. Ποτέ δεν θα ξεχάσω μια παραμονή Χριστουγέννων, όταν ο πατέρας μου μού επέτρεψε να μείνω ξύπνιος μέχρι αργά και τότε είδα την ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο. Άνοιξε την τηλεόραση και αντίκρισα την Ελίζαμπεθ Τέιλορ να διαβάζει ένα ποίημα. Πολλά χρόνια μετά ήμουν καλεσμένος σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Βρέθηκα να κάθομαι δίπλα σε ποια, λέτε; Στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Κι έλεγα μέσα μου: «Μακάρι να με έβλεπε ο πατέρας μου τώρα». Πόσο τέλεια ήταν!
Εκείνο που θα ξάφνιαζε περισσότερο τον νεότερο Όζι είναι το ότι κατάφερε να ζήσει τόσα χρόνια. Δεν ήμουν βίαιος άνθρωπος, αλλά έκανα πολλά ανόητα πράγματα στη ζωή μου. Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί χιλιάδες φορές πριν καν προλάβω να πιάσω το μικρόφωνο στο χέρι μου. Πέρασα κάποια παλαβά χρόνια με ναρκωτικά και αλκοόλ στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Για περίπου είκοσι χρόνια έπινα πολύ, έκανα πολλά ναρκωτικά και ζούσα έτσι. Μετά το πράγμα σταμάτησε να λειτουργεί και χρειάστηκε να ζητήσω βοήθεια. Τώρα δεν πίνω, δεν καπνίζω, ούτε κάνω ναρκωτικά. Αλλά σίγουρα ζω από τύχη.
Όταν σκέφτομαι το παρελθόν, νιώθω πολύ τυχερός. Είμαι εξήντα πέντε και έζησα μια σπουδαία ζωή. Κάνω ακόμη βλακείες, αλλά δεν μπαίνω πια μεθυσμένος στο αμάξι. Κάποτε έλεγα στη Σάρον: «Δεν πρόκειται να το κάνω». Αλλά μετά, έπινα μερικά ποτά και το επόμενο πρωί που ξυπνούσα, εκείνη μου έλεγε: «Γιατί το έκανες αυτό;» Είμαι νηφάλιος τώρα πια, όμως όταν έπεσα από τη μηχανή μου, πριν από δέκα χρόνια, τσακίστηκα. Πήγαινα με 4 μίλια την ώρα. Απίστευτο. Μια μέρα θα κάνω έναν περίπατο κι ένα σπάνιο πουλί θα μου ρίξει στον ώμο μια κουτσουλιά μ’ έναν σπάνιο ιό και θα εξαφανιστώ μια για πάντα.
Δεν θα έδινα σε κανέναν καμία συμβουλή και για τίποτα, ιδίως στον νεότερο εαυτό μου. Αν μου ζητούσατε να σας βοηθήσω σε κάτι που γνωρίζω –αν και δεν γνωρίζω πολλά για να είμαι ειλικρινής–, μπορεί να έκανα κάποια πρόταση. Ας πούμε, θα έλεγα: «Αν θέλεις να προσπαθήσεις κάτι, κάν’ το, μα να θυμάσαι πως κάθε δράση φέρνει αντίδραση». Σαν τον τζόγο. Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους οι οποίοι είναι εθισμένοι στον τζόγο, γιατί είναι κάτι το οποίο τελικά δεν λειτουργεί. Έχω πάει στο Βέγκας κι έχω δοκιμάσει την τύχη μου στους κουλοχέρηδες λήσταρχους, αλλά δεν το πιάνω. Είναι σκέτη βλακεία να πηγαίνεις με 90 μίλια την ώρα μεθυσμένος, κι ας το έχω κάνει χιλιάδες φορές.
Αν ντρέπομαι για πράγματα που έχω κάνει; Κάθε μέρα. Την τελευταία φορά που έγινα λιώμα, κατέληξα να χάσω μια Φεράρι. Είμαι τυχερός που έχω τη Σάρον στη ζωή μου, γιατί μου έχει ρίξει γερές κατσάδες κι ας μου κακοφαινόταν ενίοτε. Έλεγα μέσα μου: «Μα, γιατί με κατηγορεί; Μια χαρά είμαι». Υπήρχαν, όμως, φορές που δεν ήμουν μια χαρά και τους βασάνιζα όλους – παλάβωνα.
Αν μπορούσα να ξαναζήσω μια μέρα της ζωής μου θα διάλεγα τη μέρα που παντρεύτηκα τη Σάρον. Ήμουν τόσο κομμάτια που δεν κατάφερα να φτάσω στη γαμήλια σουίτα. Τελικά με βρήκαν στον διάδρομο του ξενοδοχείου ξαπλωμένο μπρούμυτα και αναίσθητο. Θα ήθελα να ξαναζήσω εκείνη τη μέρα και στο τέλος της να βρίσκομαι στο κρεβάτι με τη γυναίκα μου.
Σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ, Μουσικός
13 Φεβρουαρίου 2012
Στα δεκάξι προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα στο σχολείο, να μάθω κιθάρα και να βρω κοπέλα, πράγμα αδύνατον τον καιρό εκείνο – δεν είχα καθόλου αυτοπεποίθηση. Αυτός είναι κι ο λόγος που πολλά αγόρια μπαίνουν εξαρχής σε συγκροτήματα, για τα κορίτσια και τα λεφτά. Μου φαινόταν πως όλα τα κορίτσια ήταν πέρα από τις δυνατότητές μου και δεν μπορούσα να βρω τρόπο να πλησιάσω μια κοπέλα και να της πω: «Θέλεις να πάμε σινεμά;» Το έβρισκα τρομακτικό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να την αγκαλιάσω; Να κάθομαι και να περιμένω να μιλήσει πρώτη εκείνη ή να μιλήσω πρώτος εγώ; Να την κεράσω καμιά σοκολάτα; Τελικά, κατάφερα να πάω σινεμά με ένα κορίτσι, μια δυο φορές, αλλά και πάλι, δεν μου ήταν εύκολο να είμαι άνετος σαν τον Τζέιμς Μποντ.
Αργότερα κατάλαβα πως αυτό που ένιωθα με τα κορίτσια στα δεκάξι μου ήταν κάτι για το οποίο μπορούσα να γράψω τραγούδια. Και το έκανα. Μάλιστα, έφερνα στον νου μου την εποχή εκείνη για να γράφω και για άλλα πράγματα, όχι μόνο για τον έρωτα. Για παράδειγμα, εκεί όπου έμενα, στο Λίβερπουλ, ζούσαν και μερικές ηλικιωμένες κυρίες και με μια από αυτές είχα πιάσει φιλίες. Της πήγαινα τα ψώνια της κάποιες φορές και καθόμασταν και κουβεντιάζαμε για τη ζωή της. Μου φαινόταν συναρπαστικό να μιλάω με ένα άτομο από άλλη γενιά και, αντί να σκέφτομαι ότι «είναι απλώς μια γριά», συνειδητοποιούσα ότι κι εκείνη κάποτε ήταν νέα και πως είχε εκπληκτικές εμπειρίες με τις οποίες μπορούσα να ταυτιστώ. Ήταν για μένα μια ευχάριστη και εποικοδομητική διαδικασία να πηγαίνω τα ψώνια αυτής της κυρίας. Κι αυτή η εμπειρία με ενέπνευσε να γράψω το «Eleanor Rigby», ένα τραγούδι για τους μοναχικούς ανθρώπους.
Με τις ημερομηνίες δεν τα πάω καθόλου καλά. Οι ειδικοί για τους Beatles τις ξέρουν καλύτερα από μένα, όμως νομίζω πως είχα ήδη γνωρίσει τον Τζον και τον Τζορτζ στα δεκάξι. Ο Τζορτζ έπαιρνε το ίδιο λεωφορείο με εμένα. Τότε έγραφα ήδη τραγούδια. Έγραψα το πρώτο μου στα δεκατέσσερα. Κι έτσι όταν γνώρισα τον Τζον, του είπα: «Έχω κάνα δυο τραγούδια και κάτι άλλα ψιλοπράγματα στην άκρη». Κι εκείνος μου απάντησε: «Κι εγώ». Κι αυτό μας έδεσε. Σκεφτήκαμε ότι «αφού καθένας γράφει μόνος του, μπορούμε να γράψουμε και κάτι μαζί». Και το κάναμε. Τα πρώτα τραγούδια ήταν πολύ απλά, σταδιακά όμως εξελιχθήκαμε και τα επόμενα χρόνια, χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει ποτέ τι ακριβώς κάναμε, γίναμε ένα συνθετικό ντουέτο. Επίσης, γίναμε πολύ διάσημοι.
Ο πατέρας μου αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για τις συνθέσεις μου. Έπαιζε πιάνο στο σπίτι και τον άκουγα πολύ. Μας έμαθε, εμένα και τον αδερφό μου, να εναρμονιζόμαστε κι έτσι ξεκίνησε η αγάπη μου για την αρμονία. Είναι κάτι που δένει πολύ τους ανθρώπους, γι’ αυτό και αγαπάνε τις χορωδίες. Θυμάμαι πως όταν ακουγόταν στο ραδιόφωνο ζωηρή μουσική, ο πατέρας μου κουνούσε το κεφάλι και χτυπούσε τη γροθιά του στον ρυθμό. Αυτή η συνήθειά του αποτέλεσε για μένα μια πολύ τρυφερή ανάμνηση, να τον βλέπω να απολαμβάνει τον ρυθμό της μουσικής. Μου εφιστούσε την προσοχή στον πολύ χαμηλό ήχο που έβγαινε από τα ηχεία και μου έλεγε: «Αυτό λέγεται μπάσο». Και τελικά έγινα μπασίστας, τι περίεργο.
Είχα χάσει πρόσφατα τη μητέρα μου, στα δεκάξι μου. Νομίζω πως, όπως σε κάθε τραγωδία, εάν σταθείς τυχερός, το μυαλό σου βρίσκει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει τον πόνο ώστε να μπορέσεις να προχωρήσεις. Ως ένα δεκατετράχρονο αγόρι στο Λίβερπουλ είτε θα έπαιρνα την κάτω βόλτα είτε θα τα έβγαζα πέρα. Η μουσική με βοήθησε πολύ, μου πρόσφερε θετικά συναισθήματα για να αντικαταστήσω τα αρνητικά. Και, φυσικά, έχασε και ο Τζον τη μητέρα του μικρός. Κι αυτό το κοινό που είχαμε μας βοήθησε να δεθούμε.
Νομίζω πως ήμουν ένα παιδί με κίνητρα. Ήθελα να τα πηγαίνω καλά στο σχολείο και νόμιζα ότι το κατάφερνα, όμως δεν συμφωνούσαν όλοι οι καθηγητές μου με αυτό και τελικά μάλλον δεν τα πήγαινα και τόσο καλά. Ήμουν σίγουρα ονειροπόλος, πράγμα που δεν το βρίσκω κακό. Θυμάμαι ότι το μάθημα της μουσικής ήταν ανύπαρκτο τότε, είχαμε έναν καθηγητή μουσικής ο οποίος μας έβαζε έναν δίσκο του Μπετόβεν και έβγαινε από την τάξη. Κι εμείς, ένα μάτσο πιτσιρικάδες από το Λίβερπουλ, βγάζαμε τον δίσκο και παίζαμε χαρτιά. Κι όταν ακούγαμε τον καθηγητή να έρχεται, ξαναβάζαμε τον δίσκο, ανοίγαμε τα παράθυρα για να φύγει η κάπνα και καθόμασταν στα θρανία μας. Ευτυχώς για μένα, ανακάλυψα τη μουσική με έναν άλλο τρόπο, και τελικά έγινε το πάθος μου.
Εάν πήγαινα στον δεκαεξάχρονο εαυτό μου και του έλεγα πώς θα εξελισσόταν η ζωή του, δεν θα με πίστευε. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Όποτε παίζω ζωντανά το «Back In The USSR», λέω στο κοινό: «Αν όταν ήμουν μικρός μού έλεγαν ότι μια μέρα θα γνωρίσω τον πρόεδρο της Ρωσίας και ότι θα έρθει μάλιστα και σε μια συναυλία μου, ε, θα μου φαινόταν απίστευτο». Πολλά πράγματα σχετικά με τους Beatles, τους Wings και το συγκρότημά μου είναι πρωτοφανή. Κι αν γύριζα πίσω στον χρόνο, θα ήταν σαν να βγήκα από την ταινία Επιστροφή Στο Μέλλον. Θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου: «Έρχομαι από το μέλλον κι όσα θα σου πω είναι αληθινά. Συνέχισε την πορεία σου και μην απελπίζεσαι. Δεν θα πιστεύεις τι θα γίνει στη συνέχεια».
Θα έλεγα, επίσης, στον έφηβο εαυτό μου: «Μην είσαι τόσο αγχωμένος με όλα. Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός όσο νομίζεις». Είχα μια καλή οικογένεια, άρα δεν είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα, πάντως εγώ στα δεκάξι μου συνέχεια έλεγα μέσα μου: «Δεν θα βρεις ποτέ κορίτσι και δεν θα βρεις ποτέ δουλειά». Ήμουν αγχωμένος με τα πάντα, ξέροντας ότι δεν είχα μια καλή απάντηση στην ερώτηση: «Τι θα κάνεις στη ζωή σου;»
Οι γεννήσεις των παιδιών μου με γέμισαν ευφορία. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί προερχόμουν από μια μεγάλη οικογένεια του Λίβερπουλ κι έτσι συχνά χρειαζόταν να φροντίσω το μικρό παιδί κάποιου ξαδέρφου ή θείας. Ο Τζον ήταν μοναχοπαίδι και δεν μεγάλωσε με μωρά. Όταν έκανε το πρώτο του παιδί έπρεπε να βρει τρόπο να τα βγάλει πέρα – δεν είχε εμπειρία. Ήταν απ’ αυτούς τους μπαμπάδες που νομίζουν ότι τα μωρά είναι από πορσελάνη και φοβούνται μην τους πέσουν και σπάσουν. Για μένα, όμως, η πατρότητα ήταν κάτι φυσικό. Μεγάλη ευλογία. Κάποια τραγούδια στο καινούργιο άλμπουμ μου είναι εμπνευσμένα από τις μαγικές στιγμές τις οποίες βίωσα στις μεγάλες οικογενειακές συγκεντρώσεις μας, όπου όλοι τραγουδούσαμε και η μουσική ένωνε την οικογένεια.
Ο έφηβος Πολ ΜακΚάρτνεϊ θα ξετρελαινόταν στη σκέψη ότι θα γινόταν διάσημος – ήταν το όνειρό του. Μα το περίεργο είναι πως η ζωή σού δίνει μικρούς οιωνούς, τους οποίους δεν αντιλαμβάνεσαι ως τέτοιους, ώσπου το όνειρο γίνεται πραγματικότητα και τότε αναρωτιέσαι: «Άραγε, ήταν σημάδι εκείνο;» Θυμάμαι όταν ο Τζον κι εγώ αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, είχα δει στο όνειρό μου ότι έσκαβα στον κήπο με τα χέρια μου και βρήκα ένα χρυσό νόμισμα. Συνέχισα να σκάβω και βρήκα άλλο ένα κι άλλο ένα. Την επόμενη μέρα αφηγήθηκα στον Τζον το όνειρό μου κι εκείνος μου απάντησε: «Περίεργο, είδα ακριβώς το ίδιο όνειρο». Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι βγήκε αληθινό. Θυμάμαι πολλά χρόνια αργότερα να του λέω: «Θυμάσαι εκείνο το όνειρο που είχαμε δει;» Μάλλον το μήνυμα του ονείρου ήταν το εξής: «Παιδιά, μην το βάζετε κάτω».
Μαριάν Φέιθφουλ, Μουσικός
24 Ιανουαρίου 2011
Μου άρεσε το σχολείο και ήμουν ένα έξυπνο κοριτσάκι. Είχα πολλές παρέες. Μ’ αγαπούσαν και τους αγαπούσα. Όλα ήταν καλά. Σκόπευα να πάω στο πανεπιστήμιο και ακολουθούσα τη συγκεκριμένη πορεία. Ένιωθα πολύ ασφαλής. Είχα μερικές αμφιβολίες για το πανεπιστήμιο – αν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω ή αν θα λύγιζα. Η ιδέα του ανταγωνισμού με τρόμαζε. Είχα χαμηλή αυτοεκτίμηση και μου πήρε χρόνια να αλλάξω.
Οι γονείς μου ήταν και οι δύο πολύ δύσκολοι άνθρωποι. Χώρισαν όταν ήμουν έξι και το πράγμα έγινε αρκετά περίπλοκο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ απόμακρος, αλλά η μητέρα μου ήταν υπέροχη και πήρα πολλή αγάπη από εκείνη. Αργότερα, όταν έκανα ψυχοθεραπεία, ο θεραπευτής μου μού έλεγε: «Η αιτία χάρη στην οποία μπορείς να βελτιώνεσαι είναι ότι είχες αυτήν την πρώιμη εμπειρία αγάπης».
Εάν συναντούσα τώρα εκείνο το κορίτσι, νομίζω πως θα το συμπαθούσα. Θα μιλούσαμε για βιβλία, θέατρο και μπαλέτο. Τότε ήμουν πάντα μέσα στα πράγματα και με ενδιέφεραν τα πάντα, όμως δεν ζηλεύω τον νεότερο εαυτό μου. Έχω πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τώρα και ξέρω τι κάνω. Κι αυτό είναι ωραία αίσθηση.
Κάποτε θεωρούσα ότι όλη η ζωή μου είναι ένα λάθος, όμως τώρα νομίζω πως το μόνο λάθος που έκανα ήταν ότι έπαιρνα ναρκωτικά. Ήταν σωστό που έφυγα από το σπίτι μου, μακριά από τη δύσκολη οικογένειά μου, και ήταν σωστό που πήγα στο Λονδίνο, έβγαλα δίσκους κι έφτιαξα τη ζωή μου. Ήταν σωστό που παντρεύτηκα και απέκτησα τον γιο μου, τον Νίκολας, κι ας ήμουν μόλις δεκαεφτά. Δεν θα αποκτούσα ποτέ παιδί αν περίμενα, γιατί η ζωή με παρέσυρε, άρα δεν το μετανιώνω – η σχέση μου με τον γιο μου είναι από τις καλύτερες στη ζωή μου. Όμως τα ναρκωτικά με κράτησαν πίσω και με έκαναν να νιώθω ανάξια. Ζούσα μέσα στον φόβο.
Θα με βοηθούσε τότε αν καταλάβαινα γιατί είχα την τάση να φεύγω μακριά απ’ τους άντρες. Η μητέρα μου και η γιαγιά μου δεν συμπαθούσαν καθόλου τους άντρες. Πίστευαν ότι η ζωή θα ήταν καλύτερη χωρίς αυτούς. Κι αυτό με διαμόρφωσε έτσι ώστε μπορούσα αφενός να αγαπήσω, μα δεν προχωρούσα παραπέρα, γιατί ήθελα πάντα να το βάζω στα πόδια προτού με παρατήσουν. Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω ότι μπορείς να είσαι σε μια σχέση και να νιώθεις ελεύθερος συγχρόνως.
Ήμουν καλή σύντροφος. Ενδιαφερόμουν για τις δραστηριότητες του συντρόφου μου και ήμουν πολύ δοτική. Ο ίδιος ο Μικ έχει εκτιμήσει τον τρόπο που συνεργαζόμασταν. Με βοήθησε να μάθω τα λόγια του «Three Sisters», εγώ τον βοήθησα με διάφορα τραγούδια κι είχε ενδιαφέρον ο χρόνος που περνούσαμε μαζί. Δεν περιμένω καμία οικονομική ανταμοιβή. Επέμεινα να πάρω χρήματα και τα εύσημα για το «Sister Morphine», όμως έκανα πολύ περισσότερα και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. Ο Μικ κι εγώ είχαμε βαθιά επικοινωνία και ήμασταν ισότιμοι στη σχέση μας, μα τελικά έπρεπε να φύγω. Τον παράτησα κι ήταν πολύ λυπηρό. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, μα δεν έφταιγε εκείνος.
Θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου ότι τελικά δεν είναι πολύ κακό να μεγαλώνεις με βελονισμό, άσκηση, καλό φαγητό και φίλους. Έχω κάνει μπότοξ, έχω βάλει λίγο κολλαγόνο στα χείλη, έκανα και μια λιποαναρρόφηση για να μου φύγει το διπλοσάγονο, και δεν ντρέπομαι καθόλου για όλα αυτά. Η συμβουλή μου είναι να μην τα κάνεις πολύ νωρίς, ωστόσο νομίζω ότι δείχνω ωραιότερη και νεότερη τώρα από ό,τι πριν από είκοσι χρόνια. Πρέπει να σου αρέσει ο εαυτός σου για να τον φροντίζεις, πριν από είκοσι χρόνια δεν μου άρεσε.
Θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου ότι η σοβαρή ασθένεια δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου με φόβο. Έπαθα καρκίνο στο στήθος, όμως ποτέ δεν θεώρησα την ασθένεια αυτή ένα είδος τιμωρίας, όπως πιστεύουν κάποιοι. Και στάθηκα τυχερή – η διάγνωση έγινε πολύ νωρίς. Πρέπει να φροντίζουμε τον εαυτό μας, το πιστεύω ακράδαντα πλέον. Θα κάνω εξετάσεις του χρόνου κι έχω μια μικρή ανησυχία, όμως νιώθω καλά και είμαι πολύ χαρούμενη.
Μάργκαρετ Άτγουντ, Συγγραφέας
31 Οκτωβρίου 2016
Το 1955 ήμουν δεκάξι και ζούσα στον Καναδά. Ήταν η εποχή του Έλβις Πρίσλεϊ, του ροκ εν ρολ, με τις φουσκωτές φούστες, τα σκαρπίνια, τους επίσημους σχολικούς χορούς και τα έξωμα φορέματα – παρότι ποτέ δεν μου πολυάρεσαν. Ίσως να ακουστεί παράξενο, αλλά στην τελευταία τάξη του σχολείου, μαζί με την παρτενέρ μου, τη Σάλι, εκπροσωπήσαμε το σχολείο μας ανοίγοντας τον διαγωνισμό Κονσούμερς Γκας Μις Χομέικερς. Έπρεπε να φτιάξουμε μια ψητή πατάτα στο γκάζι και να σιδερώσουμε ένα πουκάμισο με σίδερο γκαζιού. Δεν κερδίσαμε, αλλά πήραμε κάποια πολύ χαριτωμένα βραχιολάκια με γούρια.
Μια συμβουλή την οποία θα έδινα στον νεότερο εαυτό μου θα ήταν να έκανε μαθήματα για γραμματείς, ώστε να μάθαινε δακτυλογράφηση. Ακόμη δεν ξέρω να δακτυλογραφώ. Τον καιρό εκείνο οι σύμβουλοι επαγγελματικού προσανατολισμού είχαν μια μικρή λίστα με επαγγέλματα για τα κορίτσια – δασκάλα, νοσοκόμα, αεροσυνοδός και σύμβουλος οικιακής οικονομίας, δηλαδή κάτι ανάμεσα σε διατροφολόγο και μοδίστρα. Δεν ήθελα να κάνω τίποτε από αυτά, όμως κοίταξα τους μισθούς, μιας κι ήμουν παιδί που ενδιαφερόταν για το κέρδος, και διαπίστωσα ότι η σύμβουλος οικιακής οικονομίας έβγαζε τα περισσότερα. Έκανα, λοιπόν, μαθήματα κι έμαθα να ράβω φερμουάρ, όχι, όμως, και να δακτυλογραφώ.
Θα έλεγα στη δεκαεξάχρονη Μάργκαρετ να πάψει να ανησυχεί για τα μαλλιά της. Αυτά είναι και δεν γίνεται να αλλάξουν, τέλος! Στην πραγματικότητα, τα αποδέχτηκα αφού πάτησα τα τριάντα, έπειτα από αρκετούς αποτυχημένους πειραματισμούς.
Διάβαζα πολύ όταν ήμουν έφηβη, όμως έκανα κι άλλα πράγματα. Έραβα τα ρούχα μου κι ανέβαζα παραστάσεις κουκλοθέατρου στο σχολείο. Φτιάχναμε τις κούκλες και τα σκηνικά και κάναμε όλες τις φωνές. Ήμουν αρκετά πρωτοποριακή κι έβγαζα χρήματα. Καταλήξαμε να προσλάβουμε ατζέντη και να παίζουμε τα έργα μας σε παιδικά χριστουγεννιάτικα πάρτι. Επίσης έγραφα και τραγουδούσα σε μια όπερα βασισμένη στην οικιακή οικονομία και ήμουν στην ομάδα μπάσκετ. Την εποχή εκείνη δεν χρειαζόταν να είσαι πολύ ψηλή. Μου άρεσε να συμμετέχω παντού.
Όταν ήρθε η ώρα των σοβαρών εξετάσεων, άρχισα να γίνομαι πιο αγχώδης, ως έφηβη, αλλά όχι και τρομερά. Δεν αγχωνόμουν πολύ για τα αγόρια, αφού πάντα σκεφτόμουν ότι οι επιλογές είναι άφθονες. Μιλάμε για το στάδιο των σοβαρών δεσμών και της μόνιμης μονογαμίας, πριν από τον ερχομό του χαπιού. Δεν υπήρχε λόγος να ανησυχείς για το σεξ, γιατί δεν έκανες. Αυτό ήταν δεδομένο.
Στα δεκάξι άρχισα να γράφω. Μια φίλη μου με θυμάται να το ανακοινώνω στην καφετέρια του σχολείου. Μάλιστα, μου είπε αργότερα: «Ήσουν τόσο γενναία όταν είπες μπροστά σε όλους ότι θα γίνεις συγγραφέας». Όμως αυτό συνέβη απλώς και μόνο επειδή δεν ήξερα ότι δεν έπρεπε να το πω. Δεν ξέρω από πού πήγαζε η έμπνευσή μου. Δεν είχα πρότυπα και είχα παντελή άγνοια, όμως διάβαζα Χέμινγουεϊ, Όργουελ και πολλή επιστημονική φαντασία, καθώς και κλασικούς του δέκατου ένατου αιώνα στο σχολείο. Αγόρασα μάλιστα κι ένα βιβλίο που λεγόταν Writer’s Market και σου έλεγε πού μπορούσες να πουλήσεις τα κείμενά σου. Έλεγε πως τα αληθινά ρομάντζα έβγαζαν πιο πολλά χρήματα κι έτσι κατέστρωσα ένα σχέδιο να γράφω τέτοια για να κερδίζω χρήματα και τα βράδια να ασχολούμαι με τα αριστουργήματά μου. Αρχικά, δεν ήμουν καλή, όμως νόμιζα ότι είμαι, κι έτσι συνέχισα.
Εάν συναντούσα τώρα τον δεκαεξάχρονο εαυτό μου θα έλεγα μέσα μου: «Μα, από ποιον πλανήτη ήρθες;» Δεν ήμουν σαν τις συνομήλικές μου, γιατί μεγάλωσα κοντά στη φύση και δεν με πολυένοιαζε η γνώμη των άλλων. Ήμουν πολύ σαρκαστική, έλεγα όλο εξυπνάδες, έκανα πειράγματα, κορόιδευα τα πάντα. Οι φίλες μου κι εγώ θα μπορούσαμε να θεωρηθούμε πολύ σκληρές, ωστόσο αντιγράφαμε τη συμπεριφορά μας από τις ταινίες.
Ένα μέρος του ανεξάρτητου τρόπου σκέψης μου προέρχεται μάλλον από τους γονείς μου. Ούτε η μητέρα μου ακολουθούσε την πεπατημένη και ποτέ δεν μου είπε ότι δεν μπορώ να κάνω ορισμένα πράγματα επειδή είμαι κορίτσι. Οι γονείς μου δεν χάρηκαν με την ιδέα μου να γίνω συγγραφέας, γιατί απορούσαν πώς θα έβγαζα χρήματα. Σκέφτηκα να γίνω δημοσιογράφος, όμως οι γονείς μου κάλεσαν στο σπίτι έναν φίλο δημοσιογράφο που μου είπε ότι θα κατέληγα να γράφω μόνο γυναικεία θέματα και νεκρολογίες. Έτσι, με απέτρεψαν επιτυχώς από αυτόν τον δρόμο. Μα δεν με ώθησαν προς τις φυσικές επιστήμες, όπως ήθελαν.
Εάν έδινα μια συμβουλή στη νεότερη Μάργκαρετ, θα της έλεγα να πάψει να υπερφορτώνει το πρόγραμμά της με υπερβολικά πολλά πράγματα. Βέβαια, αυτό το λέω πενήντα χρόνια τώρα. Θα της έλεγα επίσης να προσπαθεί να ελέγξει την ψυχαναγκαστική τάση της να βοηθάει – πρέπει οπωσδήποτε να το καταφέρω γιατί μου τρώει πολύ χρόνο και προφανώς δεν γίνεται να βοηθάς όλον τον κόσμο. Αν γύριζα πίσω στον χρόνο για να μοστράρω στη νεαρή Μάργκαρετ την επικείμενη καριέρα μου, σίγουρα θα δυσκολευόμουν. Δεν εντυπωσιαζόταν εύκολα. Εάν της μιλούσα για την επιτυχία μου, θα μου απαντούσε: «Καλά, εντάξει, τα κατάφερες». Από όλα τα μυθιστορήματά μου θα της άρεσε μάλλον περισσότερο το Handmaid’s Tale. Διάβαζε δυστοπικά βιβλία επιστημονικής φαντασίας, όπως το Φαρενάιτ 451 και το 1984.
Θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου: «Ξέχνα το μελόδραμα. Όλα θα πάνε καλά. Κι ακόμα πιο καλά μετά τα τριάντα σου. Κι ακόμα καλύτερα μετά τα σαράντα». Όταν ήμουν είκοσι, δεν γνώριζα ποια θα ήταν η εξέλιξη της πλοκής κι έτσι κατακλυζόμουν από αγωνιώδη ερωτήματα: Θα γνωρίσω τον κατάλληλο, θα πάει καλά η καριέρα μου, θα γίνω ευτυχισμένη; Όταν έφτασα τα σαράντα, ήξερα τουλάχιστον τη μισή πλοκή. Κι η φωνή σου είναι πολύ πιο ηχηρή όταν είσαι μια σαραντάχρονη γυναίκα που έχει πετύχει κάτι στην καριέρα της, παρά όταν είσαι στα είκοσι.
Όταν φτάσεις τα εβδομήντα έξι, έχουν πια πεθάνει πάρα πολλοί στους οποίους δεν κατάφερες ποτέ να πεις όλα όσα ήθελες. Τον καιρό που πέθαναν οι γονείς μου δεν ήταν ικανοί για συζητήσεις τέτοιου είδους, όμως τις είχαμε κάνει νωρίτερα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στον χρόνο, θα ξανάκανα ίσως ένα από τα ταξίδια μας στην Αρκτική – είναι φανταστικό μέρος. Ζήσαμε επίσης στη Γαλλία για λίγο, το 1991, κι ίσως να ξαναγυρνούσα για να ξαναζήσω εκείνες τις πολύ όμορφες φθινοπωρινές μέρες. Ή ένα πολύ ωραίο καλοκαίρι στον Βόρειο Καναδά. Όμως αυτό που στ’ αλήθεια μου φτιάχνει τη διάθεση τα πρωινά είναι η προσμονή για όσα έπονται. Αν ξοδεύεις πολύ χρόνο αναπολώντας το παρελθόν, καταλήγεις άπραγος σε μια κουνιστή καρέκλα.
Μπόι Τζορτζ, Μουσικός
3 Φεβρουαρίου 2014
Στα δεκάξι μου πίστευα για τον εαυτό μου ότι ήταν πολύ προχωρημένος για την ηλικία του. Ήθελα να είμαι ενήλικας, όχι παιδί. Ήμουν πανκ, ντυνόμουν σαν πανκ και φερόμουν σαν πανκ. Είχα μαλλιά καρφιά, μαύρα χείλη, αϊλάινερ στα μάτια και φορούσα στενά παντελόνια. Μετά, στο άψε σβήσε, το γύρισα στο Νιου Ρομάντικ: λακ στο μαλλί και μακιγιάζ. άλλο ένα πολύ εξωφρενικό στιλ. Αρχικά, η μαμά μου δεν ήθελε να βγαίνω έτσι έξω και προσπαθούσε να με εμποδίσει. Ο μπαμπάς μου διάβαζε απλώς την εφημερίδα του, μου έριχνε μια ματιά κι έλεγε: «Αν θέλει να βγει έτσι έξω και να φάει ξύλο, άσ’ τον». Σταδιακά η μαμά συνειδητοποίησε ότι δεν θα άλλαζα κι έτσι έγινε υποστηρικτική. Ήταν πολύ καλή στη ραπτομηχανή. Μου έφτιαχνε πολλά πράγματα, γιατί δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να τα αγοράσω.
Η εφηβεία μου ήταν μια περίοδος γεμάτη ελευθερία, μουσική και ενθουσιασμό. Δούλευα παρατρεχάμενος σε ένα τυπογραφείο κι έτσι μπορούσα να φοράω ό,τι ήθελα. Χρησιμοποιούσα το μετρό του Λονδίνου σαν πασαρέλα και όλοι με κοιτούσαν καλά καλά. Ήταν τέλεια. Γνώρισα ανθρώπους στο μετρό κι έκανα σχέσεις. Ήμουν, θυμάμαι, στο Μπανκ και παρέδιδα την αλληλογραφία όταν πρόσεξα έναν όμορφο Ιταλό να με κοιτάζει. Με ρώτησε αν είμαι κορίτσι, κι αυτό μου άρεσε. Μετά τον ρώτησα αν έχει κορίτσι ή αγόρι. Καταλήξαμε να πάμε παρέα σε ένα πάρτι το ίδιο βράδυ.
Όταν ήμουν έφηβος έκανα τα πάντα για να διαφέρω εντελώς από τον πατέρα μου, όμως τώρα καταλαβαίνω ότι είμαι ακριβώς σαν κι αυτόν. Ο μπαμπάς μου δεν χωρούσε σε κλισέ. Ήταν Ιρλανδός και υπήρξε πυγμάχος. Μπορούσε να γίνει υπερβολικά παράλογος, αλλά δεν ήταν ηλίθιος. Είχε πολύ ωραίο γραφικό χαρακτήρα και ήταν όμορφος. Όταν του αποκάλυψα τη σεξουαλική μου ταυτότητα, έδειξε να εκπλήσσεται, κατά κάποιον τρόπο. Με αγκάλιασε και μου είπε: «Είσαι ο γιος μου και σ’ αγαπάω». Η απόλυτη αντίφαση. Έχω πάρει τα πιο καλά στοιχεία του. Ήταν τρομερά γενναιόδωρος και καλόκαρδος. Θα έκανε τα πάντα για έναν άγνωστο ή για μια γειτόνισσα. Όμως με τους ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά τον αγαπούσαν δυσκόλευαν τα πράγματα.
Η μαμά μου ήταν εξαιρετικά κομψή και στιλάτη. Όταν ο πατέρας μου την άφησε έπειτα από σαράντα τρία χρόνια γάμου τον συγχώρεσε. Σεβάστηκε απόλυτα τη μνήμη του όταν πέθανε, γεγονός που με έκανε να την αγαπήσω πάρα πολύ. Λίγο πριν μπω στα τριάντα, έκανα κάποιες μακρόσυρτες συζητήσεις με τον πατέρα μου και κάποια στιγμή τού είπα: «Αφού φέρεσαι άσχημα στη μαμά, γιατί δεν χωρίζεις; Θα μείνετε απλώς φίλοι». Κι εκείνος μου απάντησε: «Δεν καταλαβαίνεις, γιε μου». Το θέμα ήταν «η αφοσίωση στην οικογένεια». Κι ύστερα, έπειτα από σαράντα τρία χρόνια, την παράτησε για μια νεότερη γυναίκα! Είχε κάνει κάποια φρικτά πράγματα, όμως τώρα τα σκεφτόμαστε και γελάμε. Λέμε: «Ω, Θεέ μου, θυμάσαι τότε που ο μπαμπάς κυνήγησε τον δάσκαλο οδήγησης επειδή η μαμά είχε φορέσει το καλό της παλτό στο μάθημα και ο μπαμπάς νόμιζε ότι τα είχαν;» Έγινε θέαμα σε όλη τη γειτονιά. Τότε είχαμε τρομοκρατηθεί, όμως τώρα το σκεφτόμαστε και γελάμε.
Θα έλεγα, λοιπόν, στον νεότερο εαυτό μου ότι η ζήλια δεν σε κάνει πιο ελκυστικό. Αν σπάσεις το παράθυρο του άλλου, δεν σημαίνει ότι θα σε ποθεί περισσότερο. Πρόσφατα σκεφτόμουν μια από τις τελευταίες σχέσεις μου. Είχα πάρει ταξί για να πάω στο σπίτι του τύπου και κατάφερα να περάσω από τους φύλακές του. Πρέπει να είχα τα χάλια μου. Γιατί, άραγε, πίστευα ότι θα μου έλεγε, «Εντάξει, τώρα που μπήκες απρόσκλητος στο σπίτι μου και προσπάθησες να με σκοτώσεις, θέλω πολύ να είμαι μαζί σου»; Θυμάμαι πώς αντιμετώπιζα την ερωτική απογοήτευση στο παρελθόν και ξέρω ότι δεν θα λειτουργούσα ποτέ έτσι τώρα. Ήταν αναξιοπρεπές. Τώρα είμαι βουδιστής κι έτσι όλοι εκείνοι που έχω πληγώσει αναφέρονται στις προσευχές μου. Και την τελευταία σχέση μου, όταν στράβωσε, την άφησα πίσω μου. Είπα μέσα μου: «Έλα, βρε παιδί μου, μη ρεζιλεύεσαι, είσαι πια μεγάλος για να κάνεις τέτοια».
Θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου να μην παίρνει ναρκωτικά. Μακάρι να ήξερα τότε πόση μιζέρια θα μου έφερναν, πόση στεναχώρια και πόνο θα προκαλούσα στη μητέρα μου, πόσα χρήματα και χρόνο θα σπαταλούσα. Κι όλα αυτά, για το τίποτα. Θα έλεγα, επίσης, στον νεότερο εαυτό μου να μιλάει λιγότερο και να ακούει περισσότερο. Έχω γνωρίσει κάποιους εκπληκτικούς πνευματικούς ανθρώπους οι οποίοι μου είπαν ότι πρέπει να ακούω. Με θυμάμαι να συμμετέχω σε μια ομάδα θεραπείας και να επιδεικνύομαι, να θέλω να γίνω το επίκεντρο. Και θυμάμαι τον δάσκαλό μου να μου λέει: «Θα βγάλεις τον σκασμό, επιτέλους;»
Στα δεκάξι η ιδέα της φήμης μού ήταν αδιάφορη. Όλη η καριέρα μου προέκυψε εντελώς τυχαία. Έφτιαξα συγκρότημα απλώς και μόνο επειδή το έκαναν όλοι. Δεν είχα απολύτως καμία φιλοδοξία. Γούσταρα μόνο τον μποέμικο τρόπο ζωής. Και τότε γνώρισα τον Τζον Μος, μπήκε στο συγκρότημά μου, κάναμε σχέση και άρχισα να τη βρίσκω με το όλο πράγμα. Όμως μόνο τα τελευταία έξι χρόνια άρχισα να θεωρώ ότι αυτό που κάνω είναι δουλειά και να το αντιμετωπίζω με περισσότερο σεβασμό. Βέβαια, τώρα πια δεν ισχύει το «όλα ή τίποτα», όπως όταν ήμουν νεότερος. Αυτό αποκλείεται να το ξανανιώσω. Τότε δεν σταματούσα πουθενά.
Πολλές φορές κατανοείς τη ζωή σου κατόπιν εορτής. Όταν βρέθηκα στη φυλακή δεν ένιωθα ότι έπαιρνα κάποιο μάθημα. Απλώς, αντιμετώπιζα την απρόβλεπτη καθημερινότητα ανάμεσα σε λαλημένους ανθρώπους. Αργότερα κατάλαβα πόσο πολύ είχα ανάγκη να μένω μόνος με τον εαυτό μου, να έχω χρόνο για να σκεφτώ. Επίσης, διαβάζω πολύ. όλα εκείνα που στο παρελθόν δεν παραδεχόμουν ότι διάβαζα, όπως Όσκαρ Ουάιλντ, Ανεμοδαρμένα Ύψη, Catch–22. Έχω φίλους που μου προτείνουν κλασικά έργα. Βρήκα πολλά τα οποία λατρεύω και τώρα διαβάζω ασταμάτητα.
Στην ηλικία στην οποία βρίσκομαι τώρα κατανοώ πια γιατί κάποιοι άνθρωποι αργούν να αποκαλύψουν τη σεξουαλική ταυτότητά τους. Τώρα διαβάζω την αυτοβιογραφία του Μορισέι –τον λατρεύω– και καταλαβαίνω γιατί ποτέ δεν βροντοφώναξε τις προτιμήσεις του. Ήθελε, νομίζω, να αποφύγει να προσδιορίσει τον εαυτό του ως κάτι συγκεκριμένο. Δυστυχώς, όταν αποκαλύπτεις τις σεξουαλικές προτιμήσεις σου, οι άνθρωποι σε κρίνουν ανάλογα με το τι κάνεις στο κρεβάτι σου. Πολλοί δέχονται πιέσεις για να αποκαλυφθούν και όταν τελικά το κάνουν τα μίντια λένε: «Μα, συνέχεια λες ότι είσαι γκέι, δεν κάνεις και τίποτε άλλο». Εγώ λέω σε όλους ότι πρακτικά είσαι γκέι τρεις ώρες την εβδομάδα. Γνώρισα τον Μορισέι τον καιρό που οι Culture Club σημείωναν τεράστια επιτυχία και ήξερε ότι ήμουν μεγάλος θαυμαστής του, ωστόσο μου φέρθηκε απαίσια. Δεν μιλούσε καθόλου και αργότερα με αποκάλεσε ανυπόφορο. Βέβαια, μάλλον ήμουν.
Ολίβια Κόλμαν, Ηθοποιός
15 Απριλίου 2013
Τα αγόρια ήταν η βασική ασχολία μου στα δεκάξι. Περιέργως, είχα και μεγάλες επιτυχίες. Δεν νομίζω ότι θα με ξεχώριζαν σε ένα δωμάτιο γεμάτο κορίτσια, όμως τα πήγαινα πάντα καλά μαζί τους και μάλλον με θεωρούσαν ευχάριστη παρέα. Ήμουν άνετη και καθόλου μελοδραματική.
Το σχολείο με τρόμαζε, δεν τα πήγαινα ποτέ πολύ καλά. Ποτέ δεν μου ήταν εύκολο. Ένιωθα πάντα ότι σίγουρα υπήρχε κάτι άλλο πέρα από αυτό. Βέβαια, καθώς μεγάλωνα, άρχισε να μου αρέσει λιγάκι, επειδή οι καθηγητές μάς συμπεριφέρονταν σαν να ήμασταν μεγάλοι. Έπειτα, στα δεκάξι, έπαιξα στην πρώτη μου σχολική παράσταση –ήμουν η Τζιν Μπρόντι στο Η Δεύτερη Νιότη Της Τζιν Μπρόντι– και είπα αμέσως μέσα μου: «Αυτό θέλω να κάνω. Δεν θέλω τίποτε άλλο». Και στάθηκα τυχερή, επειδή δεν είμαι ικανή για οτιδήποτε άλλο.
Ως έφηβη ανησυχούσα μέσα μου για πολλά, όμως το έκρυβα καλά. Ανησυχούσα για τα μαθήματά μου, για την εμφάνισή μου, για τα μαλλιά μου. Όμως δεν υπήρξα ποτέ από εκείνες τις μουτρωμένες έφηβες που δεν χαμογελάνε ποτέ. Ο υπέροχος νονός μου πάντα μου έλεγε πόσο πολύ χαιρόταν όταν με έβλεπε, γιατί ήμουν η μοναδική χαμογελαστή έφηβη. Και τον θαύμαζα τόσο πολύ, που αυτά τα λόγια ήταν τότε για μένα από τα καλύτερα πράγματα που είχα ακούσει. Ήθελα, λοιπόν, να φανώ αντάξια των προσδοκιών του. Όλοι τον λάτρευαν, θύμιζε λιγάκι τον Όλιβερ Ριντ, χωρίς το πολύ αλκοόλ. Ήταν αστείος, πνευματώδης, όμορφος και υπέροχος. Όταν έπαιξα τη δεσποινίδα Τζιν Μπρόντι, μου είπε: «Ήσουν καταπληκτική, καταπληκτική, τέλεια!»
Ήμουν αρκετά πρόσχαρη έφηβη, ωστόσο ακόμη και οι πιο λογικοί άνθρωποι παλαβώνουν λιγάκι όταν οι ορμόνες τους φουντώνουν. Για κάποιο διάστημα, λοιπόν, αντιμετώπισα ένα πρόβλημα με το φαγητό. Δεν έτρωγα και δεν ένιωθα καλά με το σώμα μου. Όμως συνέχιζα να χαμογελάω σε όλους. Είχα τις μαύρες μου, κι ακόμα τις έχω. Μεγαλώνοντας, καταλαβαίνω πια πότε έρχεται το μαύρο σύννεφο και ότι είναι περαστικό. Οι φίλοι μου και ο αγαπημένος μου σύζυγος ξέρουν, όπως ξέρουν ότι με λίγο τσάι και με αρκετές αγκαλίτσες θα περάσει τελικά. Μετά τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού έπαθα επιλόχεια κατάθλιψη, όμως ήξερα ότι αγαπάω το μωρό μου και καταλάβαινα τι αξίζει στη ζωή μου. Πολύ θα ήθελα να γύρναγα πίσω σε εκείνες τις πρώτες δυσκολίες και να έλεγα στον νεότερο εαυτό μου: «Θα είσαι μια χαρά. Θα περάσει. Και θα αγαπηθείς. Μην πάρεις βιαστικές αποφάσεις τώρα. Θα καταφέρεις να τα τακτοποιήσεις όλα και θα περάσεις υπέροχα. Χέστηκες κι αν δεν είσαι αδύνατη». Κατά βάση, είμαι πολύ αισιόδοξο άτομο.
Μακάρι να ντυνόμουν πιο ανάλαφρα στα δεκάξι μου. Θα έλεγα, λοιπόν, στον νεότερο εαυτό μου: «Αν δεν σ’ αρέσει το σώμα σου τώρα, περίμενε να δεις τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσεις». Το σώμα μου άλλαξε αφότου έκανα παιδιά, όμως νιώθω πολύ πιο άνετα τώρα. Θα ήθελα να πω στη νεαρή Ολίβια: «Είσαι υπέροχη, είσαι ερωτεύσιμη. Η ζωή δεν σου φέρεται άσχημα».
Σίγουρα δεν θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου τίποτε από όσα μου έτυχαν στο μέλλον. Εάν έλεγα στη νεαρή Ολίβια ότι θα πραγματοποιούσε το όνειρό της, θα σταματούσε να προσπαθεί. Η αλήθεια είναι ότι σου χρειάζεται λίγο νέφτι στον κώλο. Το πιστεύω. Ξέρω πώς είναι να μη δουλεύεις και να παλεύεις για να τα βγάλεις πέρα, γιατί πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο στην ανεργία, περνώντας από κάποιες οντισιόν στις οποίες απέτυχα. Εξακολουθώ να νιώθω μέχρι σήμερα αυτή την αγωνία. Δεν θέλω να ξαναπεράσω τα ίδια. Είναι πολύ προτιμότερο να μην ανησυχείς.
Από όλα τα πράγματα που έχω κάνει, νομίζω πως ο έφηβος εαυτός μου θα ενθουσιαζόταν περισσότερο με τον Τυραννόσαυρο του Πάντι Κόνσινταϊν. Ανέκαθεν το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω σε κάτι σπουδαίο. Ο νεότερος εαυτός μου δεν θα ξαφνιαζόταν που έγινα περισσότερο γνωστή ως κωμική ηθοποιός. Λάτρεψα κάθε λεπτό των Peep Show, Rev και Twenty Twelve. Ο Ρόμπερτ Γουέμπ και ο Ντέιβιντ Μίτσελ είναι δυο από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους στον κόσμο.
Ήθελα πάντα απεγνωσμένα να γίνω μαμά. Ήμουν πάντα πολύ συναισθηματική. πάντα κλαψούριζα στο σινεμά. Όμως όταν απέκτησα παιδιά, έγινα αλοιφή. Κι έτσι τώρα με το παραμικρό που θα νιώσω, μπορεί να βάλω τα κλάματα ακόμα και στο λεωφορείο. Δεν έχω άμυνες. Περίπου έτσι είναι και ο άντρας μου. Καθόμαστε και βλέπουμε το One Βorn Εvery Μinute και σκουπίζουμε τα δάκρυά μας κάθε φορά που γεννιέται ένα μωρό. Στα γυρίσματα του «Broadchurch» έκλαιγα συνεχώς. Η σκέψη και μόνο ότι τα παιδιά σου μπορεί να φύγουν πριν από σένα, είναι σκέτη φρίκη. Έπρεπε να γυρίσω μια σκηνή και μου έλεγαν: «Δεν κλαις σ’ αυτή τη σκηνή». Κι εγώ έλεγα μέσα μου: «Ναι, καλά, καλή τύχη».
Θα ήθελα πολύ να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να ξαναζήσω τη στιγμή που πρωτοείδα τον άντρα μου. Καθώς και την πρώτη φορά που είπαμε σ’ αγαπάω. Ήταν στις πρόβες ενός έργου. Και αμέσως σκέφτηκα: «Αυτός είναι ο άντρας που θα παντρευτώ». Κι έπεσα με τα μούτρα, δεν το έπαιξα κουλ. Αρχικά, εκείνος δεν το αντιλήφθηκε. Μερικές φορές αργεί να πάρει μπρος. Έπρεπε να το δουλέψω το πράγμα. Θυμάμαι μια μέρα, τρεις μήνες μετά, να με ρωτάει: «Τί σκέφτεσαι;» Κι εγώ να του απαντάω: «Σ’ αγαπάω». Τότε πια ήξερα ότι τον έχω. Έπειτα από εφτά χρόνια παντρευτήκαμε και έχουμε συμπληρώσει δεκαεννιά χρόνια μαζί. Είναι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο.