σε ,

Απολαυστικό κόψιμο κλήσης σε ράντομ αρνητή της χρήσης μάσκας

Αθήνα, Δευτέρα το πρωί Ξεκινάω για την τράπεζα, να πάρω μια βεβαίωση…

Screenshot 5 1
Φωτο αρχείου: (EUROKINISSI/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ)

Γράφει ο patsis

Αθήνα, Δευτέρα το πρωί, 16/11/2020. Ξεκινάω για την τράπεζα, να πάρω μια βεβαίωση, μάσκα, αντισηπτικό, μήνυμα στο 13033, όλα κομπλέ. Όταν πλησιάζω, βλέπω αρκετό κόσμο να περιμένει στο πεζοδρόμιο, στην ουρά. Για να σιγουρευτώ ποιος περιμένει για μέσα και ποιος και για το ATM, απευθύνομαι σε αυτόν που συναντώ πρώτο, πιο κοντά σε μένα, έναν άντρα με γένια γύρω στα 30-35, που συζητάει με έναν άλλον, περίπου 60 χρόνων. “Περιμένετε για μέσα;” ρωτάω. Μου απαντάει κάπως υπερβολικά φωναχτα: “Εδώ περιμένουν 15 άτομα, όλοι για την τράπεζα, χαμός” Δεν καταλαβαίνω αν περιμένει και ο ίδιος και ο συνομιλητής του, ή αν αυτοί απλά βρίσκονται εκεί κοντά για άλλον λόγο.

Πάω και στέκομαι πίσω από μια κυρία που φαίνεται να είναι η τελευταία στην ουρά. Σχεδόν αμέσως ακούω ξανά τη φωνή του γενειοφόρου. Κοιτάω προς το μέρος τους. Στέκονται όρθιοι και μιλάνε ο ένας προς τον άλλον, τα πρόσωπά τους βρίσκονται σε απόσταση το πολύ μισό μέτρο το ένα με το άλλο και δε φοράνε μάσκα! Ο τριαντάχρονος καθόλου και ο εξηντάχρονος την έχει πλήρως κατεβασμένη στο πηγούνι. Κατευθείαν σκέφτομαι ανήσυχος, πώς δεν το συνειδητοποίησα νωρίτερα και σε ποια απόσταση ήμουν από αυτούς όταν ανταλλάξαμε τις δύο κουβέντες πριν από λίγο και αν με πήραν τα σκάγια.

Ο μουσάτος συνεχίζει και μιλάει τόσο φωναχτά, ώστε μπορώ να τον ακούω και εγώ που βρίσκομαι πλέον 10 – 15 μέτρα μακριά, όπως τον ακούνε και όλοι οι άνθρωποι που περιμένουν στην ουρά, περίπου 6-7 άτομα. Και ενώ βρισκόμαστε δίπλα σε πολύ θορυβώδη δρόμο, καταφέρνει να ακούγεται πάνω από τα μαρσαρίσματα.

Και τι λέει; “Τι πράγματα είναι τώρα αυτά;”, “Σε άλλες χώρες γιατί δε γίνονται”, “Μα εδώ πρώτα λέγανε μη φοράτε μάσκες και μετά λένε φοράτε“, “αλλά αυτό το σκοπό έχουνε, γι’ αυτό θέλουν να φοράμε μάσκες”, “δεν υπάρχουν τώρα αυτά τα πράγματα”. Και άλλα πολλά τεκμηριωμένα και σοφά. Ο εξηντάχρονος συμφωνεί σε όλα και επαυξάνει, όπως καταλαβαίνω από τα νεύματά του και τις κινήσεις του, απλώς δεν φωνάζει. Σε κάτι όμως τον ακούω ξεκάθαρα, γιατί το λέει επανειλημμένα μαζί με τον μουσάτο, σα να βρίσκουν επιτέλους την κοινή νότα στο σολάρισμα: “ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝ! ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝ!” Είναι η πρώτη φορά που ακούω αυτή τη φράση έξω, στην πραγματική ζωή, χωρίς ίχνος αστεϊσμού, σε audio και όχι γραπτώς. “Ε ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝ ΒΕΒΑΙΑ, γι’ αυτό…”

Το ότι τα λέει φωναχτά όλα αυτά για να τα ακούμε και οι υπόλοιποι αρχίζει και με ενοχλεί, το βρίσκω κάπως θρασύ και ηθελημένα μειωτικό. Είναι σα να το διαδηλώνει στα μούτρα των υπολοίπων που όλοι φοράνε μάσκα. Όσες περισσότερες ανοησίες ακούω να λέει με στόμφο πολύξερου, τόσο προσπαθώ να συγκρατηθώ. Μην ασχολείσαι… μην παρεμβαίνεις… μην ασχολείσαι… Από τα νεύρα μου χαμογελάω και πιάνω το κεφάλι μου. Βρίζω εσωτερικά που ξέχασα τα ακουστικά μου στο σπίτι, να άκουγα τίποτα από το κινητό ώστε να μην είμαι αναγκασμένος να ακούω αυτούς. Όταν μάλιστα λένε εν χορώ ότι μας ψεκάζουν, γελάω ανοιχτά, δεν αντέχω. Γυρίζω σε μια κοπέλα στην ουρά και της λέω “φτάσανε στο ‘μας ψεκάζουν’”. Είναι μόνο πέντε λεπτά αλλά εμένα μου φαίνονται πολύ περισσότερα.

Ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίζονται δυο αστυνομικοί πάνω σε μηχανές. Ίνσταντ κάρμα;! Ξεκαβαλάνε και ο ένας κάτι λέει στον γενειοφόρο, χωρίς να μπορώ να τον ακούσω. Κάτω από τα κράνη τους διακρίνω ότι αυτοί φοράνε μάσκες. “Τι;”, αντιτείνει εκείνος. “Τι πράμα; Μάσκα;” Ο τόνος του αρχίζει και γίνεται ακόμα πιο έντονος. Χωρίς να φοράει μάσκα, που απαγορεύεται, κάθεται και φωνάζει στον αστυνομικό που βρίσκεται σε απόσταση 1 μέτρο, σκέφτομαι αναπνοές, σάλια, όλα εκσφενδονίζονται. Επίσης αναρωτιέμαι φευγαλέα, θα κάνει τσαμπουκά σε δύο αστυνομικούς; Αλήθεια θα το τραβήξει έτσι; Θα γίνουμε στα καλά καθούμενα μάρτυρες σε σύλληψη; Το μάτι μου παίρνει τον εξηντάχρονο να κάνει αθόρυβα μικρά βηματάκια προς τα πίσω, εγκαταλείποντας το συνομιλητή του – κάποια στιγμή απλώς γυρίζει την πλάτη και απομακρύνεται.

Ο μουσάτος ωστόσο συνεχίζει να αντιδρά. “Για το αν φοράω μάσκα τώρα; ΣΟΒΑΡΑ; Και τι έγινε που δεν φοράω μάσκα;”. Το χέρι του όμως έχει χωθεί στην τσέπη του και ψαρεύει κάτι με τη χούφτα του. “Πρόστιμο έχει; ΛΑΘΟΣ ΚΑΝΕΙΣ.” Ανοίγει τη χούφτα του και φαίνεται μια μάσκα μιας χρήσης, διπλωμένη στα τέσσερα. “ΛΑΘΟΣ ΚΑΝΕΤΕ. ΤΙ ΛΕΤΕ ΡΕ” Ενώ τα μάτια του κοιτάνε ευθεία προς τον αστυνομικό, χαμηλά, τα χέρια του ξεδιπλώνουν ψηλαφιστά τη μάσκα, σα να έχει μέσα αντίδωρο. “ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΩΡΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ. Ποιο πρόστιμο, ΤΙ ΠΡΟΣΤΙΜΟ;” Είναι η στιγμή. Φοράει την μάσκα με μια βελούδινη κίνηση και συνεχίζει σα να μην συνέβη, αυτό που μόλις συνέβη. Είναι λες και βλέπω μαγικό τρικ του Τζόι από τα Φιλαράκια. “Για τις μάσκες θα με γράψετε μωρέ τώρα; ΝΑ, ΤΗ ΦΟΡΑΩ ΤΗ ΜΑΣΚΑ!” Δεν την έχει φορέσει καν πάνω από τη μύτη. Όσο φωνάζει, η μάσκα κατεβαίνει ως τα χείλη του.

Κοιτάζω με δέος μια αυτόν και μια τον αστυνομικό. Μου φαίνεται τρομερά αστείο αυτό που συμβαίνει αλλά και εξοργιστικό. Ο τύπος είναι τέρμα θρασύς και πάει να βγάλει τρελούς δυο αστυνομικούς μπροστά σε τόσους μάρτυρες! “ΤΗ ΦΟΡΑΩ ΤΗ ΜΑΣΚΑ”, επιμένει. Ο αστυνομικός φαίνεται να συμπεριφέρεται πολύ επαγγελματικά, μιλάει πάντα στον ίδιο σοβαρό τόνο, στον πληθυντικό, χωρίς να φωνάζει. “ΘΑ ΜΕ ΓΡΑΨΕΙΣ ΕΝΩ ΤΗ ΦΟΡΑΩ ΤΗ ΜΑΣΚΑ; ΣΟΒΑΡΑ ΤΩΡΑ; ΦΟΡΑΩ ΜΑΣΚΑ! ΠΩΣ ΘΑ ΜΕ ΓΡΑΨΕΙΣ ΑΦΟΥ ΦΟΡΑΩ ΜΑΣΚΑ;” Οι αστυνομικοί είναι ανένδοτοι. Δεν χρειάζονται βοήθεια, ξέρουν τη δουλειά τους, μην ασχολείσαι, μην παρεμβαίνεις…

Τελικά δεν αντέχω. “Κύριε αστυνομικέ, συγγνώμη, αλλά αν χρειαστεί θα έρθω μάρτυρας, είναι πέντε λεπτά που όχι μόνο δεν φοράει μάσκα αυτός και ο άλλος που κατευθείαν εξαφανίστηκε μόλις ήρθατε, αλλά μιλάει ακριβώς εναντίον των μασκών!” Ο αστυνομικός μου κάνει ένα νόημα σαν “εντάξει, λες και δεν ξέρω”. Ο τύπος τώρα φωνάζει ακόμα πιο πολύ: “Τι πετάγονται μωρέ; ΤΙ ΠΕΤΑΓΟΝΤΑΙ; Τι τους νοιάζει;” Ο δεύτερος αστυνομικός έχει βγάλει πλέον το μπλοκάκι και γράφει… “ΤΙ ΠΕΤΑΓΟΝΤΑΙ; Ε;” Γυρίζει αγριεμένος σε μένα. “ΤΙ ΠΕΤΑΓΕΣΑΙ ΕΣΥ; Εδώ παρακαλάμε να μη με γράψει και πετάγεσαι!”. Έχει έναν αντίστροφο πληθυντικό από τον ευγενείας, όταν μιλάει σε τρίτους αναφέρεται σε μένα σα να είμαι ένας όχλος, αλλά όταν μου απευθύνεται, μου μιλάει στον ενικό. “Ε γυρίστε εκεί και παρακαλάτε, τι μου μιλάτε εμένα;” του απαντάω.

Γυρίζω γελώντας από την άλλη. Τότε βλέπω ότι ο εξηντάχρονος πρώην συνομιλητής του μουσάτου και μετέπειτα εξαφανισμένος, έχει επανεμφανιστεί και με πλησιάζει. “Ωχ” σκέφτομαι “από τον αθόρυβο θα τις αρπάξω τελικά”. “Συγγνώμη” μου λέει, “είστε δικηγόρος;” Αστραπιαία υποθέτω πως βασίζεται στο ότι φοράω κουστούμι και πως θα μου την πει ότι χώνομαι εκεί που δε με σπέρνουν κλπ. Φοράει τώρα τη μάσκα του, αλλά κάτω από τη μύτη. “Δε σας ενδιαφέρει τι είμαι” του λέω “και ανεβάστε τη μάσκα κανονικά που μου μιλάτε από τόσο κοντά”. Με έχει πλησιάσει στο μισό μέτρο – τι κακή συνήθεια κι αυτή, ασχέτως πανδημίας. Αυτός όμως συνεχίζει: “Δεν κάνετε κάτι; Δεν λέτε κάτι;” και δείχνει προς το εξελισσόμενο δράμα με το γράψιμο της κλήσης. Εγώ σκέφτομαι, τι να κάνω παραπάνω; Και γιατί να θέλει να μιλήσω κι άλλο, αφού θα πάρει η μπάλα και τον ίδιο. “Δε λέτε κάτι; Είναι σωστά πράγματα τώρα αυτά;” Και τότε καταλαβαίνω! Θέλει να παρέμβω ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΓΡΑΨΟΥΝ ΤΟΝ ΦΩΝΑΚΛΑ!

Εντωμεταξύ μια κυρία σχετικά μεγάλης ηλικίας κάτι τολμάει να του πει αυτού του εξηντάχρονου, κάτι που δεν το ακούω κι αυτός την αποπαίρνει με αγένεια: “τι μιλάς εσύ; σου μίλησα; ΤΙ ΜΙΛΑΣ; Ε;” και στέκεται λες και θα την αρπάξει στα χέρια. Λέω στην κυρία κοιτώντας παράλληλα και αυτόν: “Καταλάβατε τώρα; Ζητάνε και τα ρέστα!”

Τελικά οι αστυνομικοί γράφουν τον τριαντάχρονο μουσάτο, μάλιστα τον γράφουν και για το μηχανάκι που πάρκαρε πάνω στο πεζοδρόμιο, οπότε ξεκινάει δεύτερος γύρος γιατί ο τύπος από τη μία προσπαθεί να γλυτώσει τη δεύτερη κλήση λέγοντας πως το μηχανάκι είναι της γυναίκας του, ή ότι δεν είναι κανενός, αλλά να μην το γράψουν, αλλά το οδηγάει αυτός, από την άλλη προσπαθεί να θολώσει τα νερά λέγοντας “γιατί να γράψετε τη γυναίκα μου για τη μάσκα που δε φοράω εγώ;” ενώ φυσικά οι αστυνομικοί κόβουν τη δεύτερη κλήση για το παράνομο παρκάρισμα, μετά προσπαθεί να αποφύγει να δώσει το ΑΦΜ του, μια το βρίσκει στις τσέπες του, μια το χάνει, προσπαθεί να αποφύγει να δώσει το πατρώνυμό του λέγοντας “ο πατέρας μου έχει πεθάνει”, έρχεται η γυναίκα του και προσπαθεί κι αυτή να θολώσει τα νερά αλλά του λέει κιόλας “γιατί γίνεσαι έτσι”, ο εξηντάχρονος έχει ξανά αποσυρθεί αθόρυβα στην κρυψώνα του…

Έρχεται η σειρά μου και μπαίνω στην τράπεζα. Όταν βγαίνω μετά από αρκετή ώρα, δεν είναι κανείς από αυτούς.

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!