Από τον Γιάννη Δράκο
Κάνω πάντοτε το ίδιο λάθος, πάντα όμως. Αποφασίζω να διαβάσω κριτικές για πράγματα που με ενδιαφέρουν, όχι προς διαμόρφωση γνώμης μα από γνήσια περιέργεια, μια λίγο λοξή δίψα για spoilers. Κάπως έτσι έπεσα πάνω σε αυτό:
«Εύχομαι να είχα μια χρονομηχανή ώστε να μπορούσα να γυρίσω πίσω, στη στιγμή πριν εισέλθω στην Καλοκαιρινή Έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας για το 2019 και να φύγω. Αυτή ήταν μία ανάμνηση που δεν χρειαζόμουν», έγραφε σε ένα κρεσέντο κλισαρισμένης και πικρόχολης διάθεσης ο κριτικός τέχνης του Guardian, Jonathan Jones στις αρχές Ιουνίου.
Κι όμως, ένα μήνα μετά, βρίσκομαι στην παλαιότερη σχολή Τέχνης της Μεγάλης Βρετανίας και αδυνατώ να διακρίνω την ‘καταθλιπτική ανιαρότητα’ που βίωσε ο Jones, βαθμολογώντας την έκθεση με μόλις ένα στα πέντε αστεράκια! (Trying a bit too hard to sound hip, Mr. Jones?)
Εδώ, κάθε χρόνο ανελλιπώς από το 1769, η Royal Academy of Arts συγκεντρώνει τέχνη κάθε μέσου – ζωγραφικής, φωτογραφίας, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής και μεταξοτυπίας – στη μεγαλύτερη γιορτή τέχνης παγκοσμίως, όπου ήδη καταξιωμένα ονόματα εκθέτουν τα έργα τους, με εντελώς δημοκρατικά χωροταξικά κριτήρια, δίπλα σε αυτά από ανερχόμενους επαγγελματίες ή ερασιτέχνες καλλιτέχνες.
Έτσι λοιπόν και φέτος, στη 251η χρονιά της έκθεσης, μπορεί κανείς να δει έργα των Banksy, Tracey Emin, Polly Morgan, Wim Wenders και Wolfgang Tillmans δίπλα σε μικρά θραύσματα τέχνης που κατέφθασαν από κάθε γωνιά του πλανήτη και βρήκαν σπίτι στην Royal Academy, περίπου μέχρι τα μέσα Αυγούστου.
Περπατώντας ανάμεσα στα πάνω από 1500 εκθέματα, θα συναντήσεις αιωρούμενα πλοία, περίτεχνα συρμάτινα αλογάκια, φωτογραφίες του Wenders που θυμίζουν πίνακες του Hopper, υπερμεγέθη φεγγάρια και αστραφτερά πέη, μαζί με τους άλλοτε εκστασιασμένους και άλλοτε τυπικά μπλαζέ Βρετανούς, κυρίως, παρατηρητές τους.
Αυτό το «βλακώδες μνημείο βρετανικής μετριότητας» σύμφωνα με τον τεχνοκριτικό του Guardian, σαφεστατα δεν είναι ούτε αποκλειστικά βρετανικό, ούτε μέτριο και φαντάζει στα μάτια μου ως η τέλεια αλληγορία μιας οριακά post-Brexit Μεγάλης Βρετανίας αλλά και ενός post-truth παγκόσμιου τοπίου.
Σε μια εποχή που η ‘σοφή’ μάζα αντί να λύσει με λογική και ευαισθησία τους υπαρξιακούς της κόμπους προτιμά να κατονομάζει τον διπλανό της ‘ξένο’ ως απαρχή του προβλήματος και υψώνει τείχη για να κλείσει το ‘πρόβλημα’ εκτός, σε αυτή την σύγχρονη Boris-Johnson-is-not-my-fuckin
Γι’ αυτόν κυρίως το λόγο, ενώ μπορεί κάνεις αλλού στην Βρετανία να δει εκθέσεις με πιο σημαντική τέχνη (για τον Van Gogh στην Tate Britain, τον Keith Haring στην Tate Liverpool ή για τον Félix Vallotton πάλι στην Royal Academy), η RA Summer Exhibition παραμένει η συνολικά πιο άναρχη, ελπιδοφόρα και εν τέλη σημαντική έκθεση Τέχνης αυτό το καλοκαίρι στην Άγγλία. Μια έκθεση που ο θεατής πρέπει να πλησιάσει όπως πλησιάζει κάνεις ένα τοπίο, ακολουθώντας την προτροπή της Suzan Sontag στην Αισθητική της Σιωπής:
«Ένα τοπίο δεν απαιτεί από το θεατή την κατανόησή του, την απόδοσή μιας σημασίας, τις ανησυχίες του και τις συμπάθειές του. Απαιτεί, μάλλον, την απουσία του, ζητάει απ’ αυτόν να μην του προσθέσει τίποτα’, έγραφε η σπουδαία Sontag, που πίστευε πως οι ερμηνείες καταργούν τον υπερβατικό χαρακτήρα των έργων τέχνης και γι’αυτό το λόγο συχνά υποστήριζε πως δεν πρέπει να προσεγγίζουμε την Τέχνη ερμηνευτικά αλλά ερωτικά.
Got it, Mr. Jones?
*Κι άλλα του ίδιου συντάκτη, εδώ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΚΟΣ