Γράφει ο Nikos Chrysoloras σε νήμα του στο τουίτερ
Αν αναρωτιέσαι ακόμη γιατί έφυγαν τόσες χιλιάδες επιστήμονες από την Ελλάδα και δεν ξαναγυρίζουν, μην πας μακριά, μέχρι τη Σέριφο. Αυτή είναι η ιστορία του Θανάση, του γιατρού, που σπούδασε στην Ελλάδα με έξοδα του φορολογούμενου, αλλά αναγκάστηκε να μεταναστεύσει με την κρίση.
Ο Θανάσης πήγε λοιπόν στη Σουηδία, έμαθε τη γλώσσα, έκανε την ειδικότητα, τις μετεκπαιδεύσεις του, έγινε ένας εξαιρετικός γιατρός, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω δεκάδες φορές ο ίδιος. Είχε τη δουλειά του εκεί, με παλαβά λεφτά σε σύγκριση με ο,τι θα έπαιρνε στην Ελλάδα.
Αλλά ο Θανάσης είχε ένα πρόβλημα: του έλειπε η πατρίδα και κυρίως το νησί που έκανε το αγροτικό του, η Σέριφος. Παράτησε λοιπόν τη ζωάρα & τις ταξιδάρες σε όλο τον κόσμο & πήρε τη θέση του μόνιμου γενικού γιατρού στη Σέριφο που ήταν κενή για χρόνια, γιατί κανείς δεν την ήθελε.
Ο Θανάσης παντρεύτηκε κιόλας στο νησί & βάλθηκε να οργανώσει το ιατρείο. Αλλά σε λίγο καιρό, τα Σουηδικά πρότυπα του και ο αριστερός του ρομαντισμός στούκαραν στον τοίχο της ελληνικής πραγματικότητας.
Καθώς δεν έβρισκε ανταπόκριση δια της υπηρεσιακής οδού, αυτοσχεδιασε:
Έβγαλε ένα δελτίο τύπου στην τοπική εφημερίδα, όπου εξηγούσε ότι ο νόμος για την πρωτοβάθμια περίθαλψη είναι ανεφάρμοστος (οι Σεριφιωτες αναγκάζονταν να πηγαίνουν σε οικογενειακό γιατρό σε άλλο νησί! Λες και είναι εύκολο με 10 μποφόρ το χειμώνα!).
Καλούσε επίσης σε αυτοοργάνωση: Έκανε μια λίστα στο φαρμακείο με βασικά πράγματα και εξοπλισμό που χρειάζεται το αγροτικό ιατρείο, διαρκώς ανανεούμενη, ώστε όσοι θέλουν (και μόνο), κάτοικοι και παραθεριστές, να συνδράμουν και να το ενισχύουν, για να μπορεί να παρέχει βασικές υπηρεσίες περίθαλψης.
Σήμερα ο Θανάσης αντιμετωπίζει Ε.Δ.Ε, ότι δήθεν ρεζίλεψε και παρέκαμψε την υπηρεσία του. Αντιμετωπίζει επίσης τις επιθέσεις του δημάρχου, ο οποίος του είχε πει αντί να κάνει λίστες να παίρνει ο ίδιος λεφτά. Ο Θανάσης του απάντησε «είμαι επιστήμονας, όχι ψάλτης να βγάζω πανέρι».
Ευτυχώς, αν όλα πάνε όπως τα θέλει το ελληνικό σύστημα, η Σουηδία, καλή της ώρα, είναι πάντα εκεί και περιμένει με τις μισθάρες της και τη ζωάρα της τον Θανάση. Που γύρισε στην πατρίδα του μόνο για να νιώσει «σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν πανταξενος». –