σε ,

Μια κουβέντα με τον συνθέτη Ορέστη Παπαϊωάννου

Βραβευμένος από πολύ νεαρή ηλικία και με αξιοζήλευτη καριέρα, μιλά για τη μουσική και τον τρόπο που ζει μέσα απ’ αυτήν

Screenshot 1
Φωτο: @Xin Long

«Είμαι τυχερός που έχω ακούσει τη μουσική μου σε περιβάλλοντα με διαφορετική ακουστική και αύρα», μου λέει ο Ορέστης Παπαϊωάννου, που γεννήθηκε στην Κρήτη, μεγάλωσε στην Έδεσσα και τώρα είναι παγκόσμιος, ας πούμε, συνθέτης. «Σε πιο “κλασσικούς” χώρους όπως το Ηρώδειο, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και η Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών ή παραγγελιών. Ως φοιτητής, έχουν παιχτεί πολλά έργα μου αίθουσα συναυλιών της Ακαδημίας του Λούμπεκ και του Αμβούργου.

Από εξωτερικές συνεργασίες ή διαγωνισμούς έχω να θυμάμαι μία Λουθηρανική εκκλησία στο νησί Ζύλτ (το βορειότερο σημείο της Γερμανίας), ένα αρχοντικό στην παλιά πόλη της Κρακοβίας, το Καμπαρέ BKA στο Βερολίνο, ένα μικρό θέατρο μέσα (!) στον σταθμό τρένων της Βασιλείας, το φεστιβάλ Toolbox percussion στο Χονγκ Κονγκ και την αυλή ενός ξενοδοχείου στο Πανόραμα.»

-Αλήθεια, πώς ξεκίνησε η αγάπη σου για τη μουσική;

Μουσική υπήρχε πάντα στο σπίτι, κυρίως λόγω του πατέρα μου που ασχολείται ερασιτεχνικά με το τραγούδι και την κιθάρα. Υπήρχε μία περίοδος που κάθε πρωί ξυπνούσαμε με το CD της Λιλιπούπολης- το άρπισμα της τρομπέτας στην αρχή του είναι ιδανικό γι’ αυτή τη χρήση. Μετά ακολούθησαν η μουσική προπαιδεία, η παιδική χορωδία, το κλαρινέτο…Ώσπου, χωρίς να το καταλάβεις, ολόκληρη η ζωή σου περιβάλλεται από αυτήν.

-Τι μουσική αγαπούσες ως παιδί;

Από τη μία είχα την έντονη επιρροή από τα ακούσματα των γονιών μου, αλλά και την δυνατότητα ανακάλυψης πιο προσωπικών ακουσμάτων, λόγω της μεγάλης συλλογής CD που είχαμε στο σπίτι. Στο δημοτικό άκουγα αρκετά ελληνικό έντεχνο και ροκ, όπως Δεληβοριά, Τρύπες, Μαχαιρίτσα…Στα τέλη του δημοτικού άρχισα να ανακαλύπτω την κλασική μουσική, θυμάμαι είχαμε κάποιες συλλογές από εφημερίδες με τα “best of” συνθετών. Στο γυμνάσιο άρχισα να ακούω ενεργά ξένη μουσική όπως Doors, Smiths, Genesis, γκρουπ που αγαπώ έως και σήμερα.

-Μίλησέ μας λίγο για τις σπουδές σου.

Ξεκίνησα στο Ωδείο της Έδεσσας με πτυχίο και δίπλωμα στα θεωρητικά και κλαρινέτο αντίστοιχα, με δασκάλους μου τον Γιάννη Γκουράνη και Δημήτρη Παπαϊωακείμ. Την περίοδο 2012-2017 συνέχισα στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ, όπου σπούδασα Μουσικολογία στην κατεύθυνση Σύνθεσης με τον Χρήστο Σαμαρά και το 2017-19 στην Ακαδημία Μουσικής του Λούμπεκ με καθηγητή τον Ντίτερ Μακ. Από το 2019 συνεχίζω με διδακτορικές σπουδές στη Μουσικολογία/Σύνθεση στην Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου του Αμβούργου και πριν μία εβδομάδα σχεδόν αποφοίτησα από ένα postmasters πρόγραμμα στο Λούμπεκ, όπου για πρώτη φορά είχα την ευκαιρία να συνθέσω και να ανεβάσω ένα μουσικό θέατρο.

Orestis Portrait0032
Φωτο: @Xin Long

-Υπήρξε στιγμή που είπες «θα γίνω συνθέτης»; Πώς προέκυψε η σύνθεση σε τόσο σημαντική κλίμακα μάλιστα;

Από μικρός είχα την τάση να σκέφτομαι δικά μου στιχάκια και μελωδίες, συνήθως βασισμένα σε άλλα τραγούδια, τύπου παρωδίες. Πολλά από αυτά μάλιστα τα θυμάμαι ακόμα. Με τις σπουδές μου στα θεωρητικά, όπου όσο ανεβαίνουν τα επίπεδα τόσο και πιο σημαντική γίνεται η δημιουργικότητα του σπουδαστή, είχα πλέον την τεχνική να αποτυπώνω πιο περίπλοκες μουσικές σκέψεις μου στο χαρτί. Περίπου στο τρίτο έτος των σπουδών μου κατάλαβα πως η σύνθεση ενός έργου αποτελούσε μια ανεκτίμητη διαδικασία αυτογνωσίας (και αυτοακύρωσης), που όσο δύσκολη και να είναι κατά τη διάρκειά της, στο τέλος με αντάμοιβε τόσο έντονα που με έκανε να  συνειδητοποιήσω πως θέλω να συνεχίσω να συνθέτω άνευ όρων.

-Πώς θα περιέγραφες τη μουσική σου;

Είμαι ένας άνθρωπος με περιέργεια και πολλές διαφορετικές -και καμιά φορά φαινομενικά αντιθετικές- επιρροές, με αποτέλεσμα η μουσική μου να είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί μία συγκεκριμένη αισθητική. Παρόλα αυτά πιστεύω πως οι πως οι πολλές επιρροές μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας προσωπικής δημιουργικής γλώσσας με τρόπο που να μην παρεμβαίνουν στην ομοιογένεια και την ταυτότητά της. Πολλές διαφορετικές επιρροές λοιπόν περνούν από ένα δικό μου αισθητικό φίλτρο και, μέσα από διαδικασίες που δεν μπορώ να εξηγήσω πλήρως ή με τη λογική, γεννούν ένα κάτι καινούργιο. Σκέφτομαι το κάθε έργο σαν κάτι διαφορετικό, ένα δικό του μικρό “σύμπαν”, με δικούς του εσωτερικούς κανόνες και ισορροπίες που δένουν τα στοιχεία του έργου μεταξύ τους με μία αόρατη κλωστή.

Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσες την αποδόμηση ή υποκειμενική αναπαραγωγή παλαιότερων μουσικών αισθητικών, καμιά φορά ίσως με λίγο θράσος παραπάνω. Αυτές μπορεί να κυμαίνονται από την φόρμα της μπαρόκ πασσακάλιας, ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, ινδονησιακή γκάμελαν, την free jazz, μέχρι το My Way του Φρανκ Σινάτρα. Αυτός ο κόσμος δυνατοτήτων μού δίνει μία αίσθηση ελευθερίας που χρειάζομαι ως συνθέτης και με βοηθάει στο να μην “κολλάω” σε συγκεκριμένα στυλ γραφής.

-Ποιοι συνθέτες σε έχουν εμπνεύσει περισσότερο;

Μπορεί υποσυνείδητα να έχω επηρεαστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από κάποια/ον και να μην το γνωρίζω! Αλλά θα έλεγα πως αυτοί που μπορώ να σκεφτώ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι οι Νίκος Σκαλκώτας, Isang Yun, Unsuk Chin, Toru Takemitsu, Dmitri Shostakovich, Kurt Weil, Leonard Bernstein, Sofia Gubaidulina.

-Ποιοι θα έλεγες πως είναι οι σταθμοί στις μέχρι τώρα συνεργασίες σου; 

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, που αποτέλεσε τη πρώτη παραγγελία έργου στο πρόσωπό μου από τον καλλιτεχνικό διευθυντή τότε κύριο Στέφανο Τσιαλή, όταν ήμουν 23. Η Λυρική Σκηνή, για την οποία συνέθεσα τα Δύο Τραγούδια για την Θερσά από ελεγείες του Λόρδου Βύρωνα και αποτελεί το εκτενέστερό μου έργο μέχρι στιγμής.

Επίσης, το Toolbox Percussion (πάνω) στο Χονγκ Κονγκ, γιατί αποτέλεσε το πρώτο μου έργο σε μη Ευρωπαϊκό έδαφος και τέλος το πρώτο Βραβείο Penderecki που απέσπασα το 2018 και έκανε “περιοδεία” από το Quasars Ensemble σε Πολωνία, Σλοβακία, και Τσεχία.

-Ποια έργα σου αγαπάς περισσότερο;

Θα έλεγα το έργο για μικρό σύνολο dream|breathe (2020), το οποίο γράφτηκε την περίοδο των μεγάλων διαδηλώσεων στις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 2020 μετά από την δολοφονία του George Floyd από τον αστυνομικό Derek Chauvin. Τα έργα μου έχουν σπάνιο πολιτικό πρόσημο, αυτό όμως βγήκε στο χαρτί σχεδόν ενστικτωδώς λόγω της φόρτισής μου με συναισθήματα και σκέψεις σχετικά με το συμβάν.

Θα έλεγα επίσης το δεύτερο μέρος από το έργο D’un trait de plume για σόλο βιολί, όπου ήταν μία από τις πρώτες μου προσπάθειες να μεταμορφώσω μία υφή του παρελθόντος μέσα από τη δική μου αισθητική, αυτήν την σπουδών του βιρτουόζου βιολονίστα και συνθέτη του 19ου αι. Nicolo Paganini.

Τέλος, κάποιες Άριες από την όπερα The Fall of the House of Commons, λόγω της θεατρικότητας και του χιούμορ του κειμένου των κατά τη γνώμη μου μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών Αλέκου Λούντζη και Ορφέα Απέργη που μελοποιήθηκε με… περιπετειώδη τρόπο.

Γενικότερα όσο κι αν πιστεύω πως κάποια έργα μου μπορεί να είναι προβληματικά, νιώθω πως ανήκουν σε μία συγκεκριμένη στιγμή του παρελθόντος και δεν υπάρχει καμία ντροπή για κάτι που ενδεχομένως να μην πέτυχε.

-Θα μπορούσες να μας περιγράψεις κάπως τη διαδικασία της σύνθεσης; Και το πώς σου έρχονται «οι νότες» αλλά και από πρακτικής απόψεως – πότε, πού και πώς γράφεις. 

Πριν ξεκινήσω ένα καινούργιο έργο, διανύω μία περίοδο- συνήθως κάποιων εβδομάδων- έρευνας και σκέψης. Ανάλογα με την ενορχήστρωση και την αισθητική του έργου που οραματίζομαι, ερευνώ σχετικά με το τι έχει ήδη γραφτεί, βλέποντας παρτιτούρες και ακούγοντας πολλή μουσική. Αυτό γιατί κατά την άποψή μου μόνο γνωρίζοντας το τι υπάρχει έχεις έστω μία μικρή πιθανότητα να δημιουργήσεις κάτι που να είναι πρωτότυπο. Μετά από αυτήν την πιο “διαλογιστική” περίοδο, αφήνω τις πληροφορίες να καταλαγιάσουν κι όταν νιώθω έτοιμος ξεκινάω να κρατάω σημειώσεις στο χαρτί. Για να γράψω χρειάζομαι μία μεγάλη επιφάνεια, παρτιτούρες Α3 κι ένα πιάνο. Μπορώ να γράψω οποιαδήποτε ώρα, συνήθως όμως είμαι πιο παραγωγικός νωρίς το απόγευμα. Πριν περάσω το έργο στον υπολογιστή, κρατάω χειρόγραφες σημειώσεις που μοιάζουν τσαπατσούλικες και όπου εκτός από νότες υπάρχουν περιγραφές με λέξεις, και σχεδιαγράμματα που μοιάζουν με σταυρόλεξα.

-Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία στη ζωή ενός συνθέτη;

Πιστεύω πως έχει να κάνει με την προσωπικότητα, γιατί μπορεί αυτά που εγώ παρουσιάζω ως δυσκολίες να είναι για άλλους προνόμια ή προκλήσεις. Προσωπικά λοιπόν μού καταναλώνει αρκετή ενέργεια το να πρέπει συνεχώς να αναζητώ πόρους χρηματοδότησης και να στέλνω αιτήσεις, κάτι απαραίτητο για έναν ελεύθερο επαγγελματία συνθέτη. Μπορεί να είμαι λίγο πιο “παραδοσιακός” από αυτήν την άποψη, αλλά προτιμώ όταν ένας οργανισμός αναθέτει ένα έργο στους δημιουργούς, έτσι ώστε όλη η ενέργειά μας να συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Τα περισσότερά μου έργα πάντως έχουν παιχτεί από φίλους και γνωστούς που γνώρισα στη σχολή ή σε διαγωνισμούς. Όταν εκτελεστές και συνθέτες βρίσκουν με πολύ φυσικό τρόπο ο ένας τον άλλον και δημιουργούν συνεργασίες είναι αυτό που απολαμβάνω περισσότερο.

Orestis Portrait0114
Φωτο: @Xin Long

-Πού σε βρίσκουμε τώρα; Και πώς είναι η καθημερινότητά σου;

Τώρα βρίσκομαι στο Αμβούργο όπου κάνω το διδακτορικό μου και από τον Αύγουστο θα ξεκινήσω να δουλεύω σε διάφορες μουσικές σχολές. Η καθημερινότητά μου είναι πολύ διαφορετική τους τελευταίους δύο μήνες, όπου έχουν ανοίξει αρκετά περισσότερο τα πράγματα. (Ζωντανές) συναυλίες, (ζωντανές) πρόβες, εκθέσεις, κάπου ωραία να κάτσεις για καφέ/φαγητό , ταξίδια είναι για μένα οξυγόνο. Η περίοδος που πέρασε ήταν ασφυκτική.

-Τι άλλα είδη μουσικής ακούς, και ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου καλλιτέχνες;

Γενικώς μου αρέσει συνεχώς να ανακαλύπτω είδη στα οποία δεν έχω εμβαθύνει και να τα εντάσσω με φυσικό τρόπο στη μουσική μου σκέψη. Τελευταία ακούω αρκετή τζαζ, κάτι που ξεκίνησε όταν έλαβα το λιμπρέτο για την νέα όπερα που ετοιμάζω, επειδή ένιωσα πως τζαζ στοιχεία θα ταίριαζαν στην αστική θεματική του. Πριν κάποιες μέρες πήγα και στην πρώτη καθαρά τζαζ συναυλία της ζωής μου. Η ενασχόλησή μου με την θεατρική μουσική ήταν η αιτία να αγαπήσω τον Kurt Weil, Hans Eisler και την χορευτική μουσική των Golden 20s. Όσο πιο παλιά ηχογράφηση, τόσο καλύτερα!

Από το 2017 που έφυγα από την Ελλάδα ξεκίνησα να ακούω και φολκλόρ μουσική, κυρίως τα μοιρολόγια και βουκολικά κομμάτια της Ηπείρου και της Μακεδονίας και την παραδοσιακή μουσικής της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως Gagaku, Pansori, και Gamelan.

Από την ποπ σκηνή ξεχωρίζω τους Morrissey, Brian Wilson, Black Francis, BADBADNOTGOOD, και πολλά από την Neue Deutsche Welle.

-Ποια είναι το βραχυπρόθεσμα σχέδιά σου, και ποια τα μακροπρόθεσμα όνειρά σου;

Τα σχέδιά μου είναι αρχικά να πάρω κάποιες βδομάδες off, έτσι ώστε να ξεκινήσω με φρέσκο μυαλό και γεμάτες μπαταρίες να δουλεύω την ολοκλήρωση της όπερας The Fall of the House of Commons που θα ανέβει του χρόνου στο Αμβούργο. Θα γράψω επίσης ένα έργο για σόλο όμποε, που θα έχω την τύχη να το ηχογραφήσει ένας από τους καλύτερους ενδεχομένως ομποϊστες παγκοσμίως, ο Peter Veale.

Μακροπρόθεσμα, όνειρό μου θα ήταν να βρω μία καλή ισορροπία ανάμεσα σε δύο πράγματα που με γεμίζουν, την καλλιτεχνική δημιουργία και τη διδασκαλία.

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!