Μενού

Ο καθηγητής και μαέστρος Ηρακλής Παναγόπουλος μιλά για τη Βυζαντινή μουσική και τα χορωδιακά σύνολα

Ο Ηρακλής Παναγόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1973 και έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική με τη μητέρα του Γεωργία Παναγοπούλου, καθηγήτρια μουσικής – μαέστρο χορωδιών. Σε ηλικία επτά ετών ξεκίνησε σπουδές βιολιού, πιάνου και θεωρητικών στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Το χριστιανικό όμως οικογενειακό του περιβάλλον σύντομα τον ώθησε και στη βυζαντινή μουσική παράδοση. Έτσι διδάχθηκε και γνώρισε ταυτόχρονα με την Ευρωπαϊκή και τη Βυζαντινή μουσική τέχνη. Μετά από χρόνια σπουδών απέκτησε τα Πτυχία Βιολιού, Ανώτερων Θεωρητικών (αρμονίας, αντίστιξης, φούγκας), Διεύθυνσης Χορωδίας και τα Διπλώματα Μονωδίας και Βυζαντινής Mουσικής. Είναι υποψήφιος διδάκτορας του Ιονίου Πανεπιστημίου στο Τμήμα Διεύθυνσης Χορωδίας, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Διεύθυνση σχολικής, παιδικής και νεανικής χορωδίας, απόφοιτος του τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (ειδίκευση μονωδία), καθώς και της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Σήμερα εργάζεται ως καθηγητής μουσικής στο Αρσάκειο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, και διευθύνει πολυάριθμες χορωδίες. 

-Η Γεωργία Παναγοπούλου, υπήρξε μια σπουδαία καθηγήτρια μουσικής και μητέρα σας.  Πόσο συνέβαλε στη μουσική παιδεία αλλά και στη διαμόρφωσή σας ως μουσική φυσιογνωμία;

Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε από μικρή ηλικία πρότυπα,  διότι αυτά θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μελλοντική  διαμόρφωση του χαρακτήρα μας και γενικότερα της προσωπικής μας εικόνας. Σίγουρα τα πρωτογενή στοιχεία που θα μιμηθούμε και  θα αντιγράψουμε προέρχονται από τους δημιουργούς  γονείς μας. Έτσι και στην δική μου περίπτωση διαμόρφωσης του χαρακτήρα, πρότυπο αποτέλεσαν οι γονείς μου αρχικά και κάποια άλλα πρόσωπα που συνάντησα στο διάβα της ζωής αργότερα.  Πατέρας και μητέρα υπήρξαν η επιτομή της ηθικής, της καλής συμπεριφοράς, της ανιδιοτελούς βοήθειας στον πλησίον, της τιμιότητας, της αγάπης για την πατρίδα, της πίστης και  προσευχής στο Θεό, της γνώσης, της αγωνιστικότητας, της αγνής ψυχής και του καθαρού πνεύματος. Ιδιαίτερα όμως από την μητέρα μου, η οποία δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, κληρονόμησα και την καλλιτεχνία, την παιδαγωγική, την καλλιφωνία και την μεγάλη αγάπη μου για την χορωδιακή μουσική τέχνη. Τα πρώτα βήματα στη μουσική τα έκανα μαζί της – συχνά έρχονται  στη μνήμη μου πολλές στιγμές διδασκαλίας της πάνω στα θεωρητικά της μουσικής,  στο πιάνο, στο τραγούδι και στη διεύθυνση χορωδίας. Σπουδαία και αυστηρή δασκάλα, στην οποία οφείλω μεγάλο μέρος της σημερινής επαγγελματικής μου επιτυχίας.

-Προέρχεστε από ένα χριστιανικό οικογενειακό περιβάλλον που σας ώθησε στη Βυζαντινή μουσική παράδοση. Ποια χαρακτηριστικά έχει δηλαδή αυτό το περιβάλλον και τι αγαπάτε στη βυζαντινή τέχνη;

Το χριστιανικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ακλόνητη πίστη στο Θεό, νηστεία, προσευχή, εκκλησιασμό, εξομολόγηση σε πνευματικό, ηθική συμπεριφορά, καλές πράξεις και αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Σε αυτό το πλαίσιο και με τις συνεχείς επισκέψεις όλης της οικογένειας στην εκκλησία, από μικρός δέχτηκα  Βυζαντινά ακούσματα, τα οποία σταδιακά και με την κατάλληλη καθοδήγηση και μαθητεία πλάι σε μεγάλους δασκάλους, με έκαναν κοινωνό της ιερής τέχνης του Δαμασκηνού. Η Βυζαντινή μουσική αποτελεί μία βαριά ιστορική παρακαταθήκη, ένα τεράστιο κεφάλαιο γνώσης και πληροφοριών, το οποίο λόγω της άμεσης συγγένειας του με την αρχαία Ελληνική μουσική, έχει λάβει δικαίως, ιδιαίτερη υψηλή θέση στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα. Στην αρχή της μαθητείας μου, δεν σας κρύβω,  δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, διότι είχα ήδη ξεκινήσει τις μουσικές  μου σπουδές  πάνω στο βιολί, το πιάνο και την θεωρία της Δυτικής μουσικής. Επειδή όμως όλη η θεωρία, τα σύμβολα και ιδιαίτερα η ερμηνεία της Βυζαντινής μουσικής  είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της Δυτικής μουσικής, ο συνδυασμός των δύο και σε παιδική ηλικία ήταν ιδιαίτερα επίπονος, και απαιτούσε διπλάσια μελέτη. Παρόλες τις δυσκολίες όμως, στο τέλος της μαθησιακής διαδρομής τα οφέλη  που εισέπραξα ήταν αμέτρητα. Κάθε τέχνη από τις δύο έχει να επιδείξει καταπληκτικά ακούσματα, μελωδικές γραμμές ψυχικής ευδαιμονίας και πνευματικής ανάτασης,  αλλά επιπλέον, ο ερμηνεύων  τη Βυζαντινή μουσική νιώθει και συνεχιστής μιας εικοσαετούς και πλέον αιώνων Ελληνικής παράδοσης. Τώρα, σχετικά με την ερώτηση περί του τι αγαπώ στην Βυζαντινή μουσική τέχνη,  η απάντηση είναι είναι τόσο απλή, όσο και αυτό που προστάζει η ίδια αυτή τέχνη . . .  την τελειότητα της απλότητας. Ως οξύμωρο σχήμα, μέσα από λιτές μελωδίες, συνάμα όμως περίτεχνες και με καθοδηγητή πάντα το κείμενο, ξεδιπλώνονται πολύ βαθιά νοήματα, απαντώνται αιώνιες αναζητήσεις του ακροατή, γεφυρώνοντας το παλαιό με το νέο.

-Καθηγητής μουσικής στο Αρσάκειο Δημοτικό Σχολείο και μάλιστα από τους πιο αγαπητούς. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζουν τα παιδιά σε εσάς, όπως εσείς το αντιλαμβάνεστε και πώς διακρίνετε εσείς ένα μουσικό ταλέντο;

Το επάγγελμα του καθηγητή αποτελεί λειτούργημα. Ο διδάσκων πρέπει να μεταδίδει όχι μόνο γνώση στους μαθητές, αλλά να εκπέμπει και ο ίδιος προσωπικά, στοιχεία μιας υγιούς και καθαρής προσωπικότητας. Να αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα μίμησης. Για να το καταφέρει αυτό πρέπει να καταλάβει πρώτα ο ίδιος, την παιδική αγνότητα, ανεμελιά και αστείρευτο χιούμορ που χαρακτηρίζουν την εν λόγω ηλικία. Με λίγα λόγια, μεταφέρεται το βουνό στον Μωάμεθ . . . και τότε οι πιτσιρικάδες που στην διάγνωση μιας προσωπικότητας δεν κάνουν ποτέ λάθος, σε αποδέχονται και σε αγαπούν ανιδιοτελώς και χωρίς όριο. Το μουσικό ταλέντο σε ένα παιδί διακρίνεται, όταν αυτό ξεχωρίζει για την ρυθμική του ακρίβεια, την τονική του ευστάθεια, την μελωδικότητα του και γενικά την συνολική του ερμηνεία, έκφραση και αντίληψη ενός μουσικού κειμένου.

-Ασχολείστε με πολλές χορωδίες στις οποίες πρωτοστατείτε, μιλήστε μας γι αυτές.

Πράγματι η ενασχόληση μου, με αρκετά χορωδιακά σύνολα, αποτελεί μια πραγματικότητα. Οι χορωδίες που διευθύνω, στελεχώνονται από διαφορετικές ηλικίες και αποτελούν καρπό συνεργασίας με διαφόρους φορείς της πόλης μας. Συγκεκριμένα,  διευθύνω τις χορωδίες του Δήμου Πυλαίας – Χορτιάτη (παιδική, νεανική και ενηλίκων), την μεικτή χορωδία λέσχης προσωπικού ΟΤΕ Θεσ/νικης, την παιδική χορωδία της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσ/νικης, το γυναικείο φωνητικό σύνολο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετ. Θεσ/νικης και την παιδική χορωδία Αρσάκειου Δημοτικού Σχολείου, όπου ασκώ και τα καθήκοντα του καθηγητή μουσικής. Κάθε σύνολο από τα παραπάνω έχει τα δικά του δεδομένα, τις δικές του απαιτήσεις και ιδιομορφίες, αλλά συγκλίνουν σε ένα κοινό στόχο: την πνευματική και ψυχική καλλιέργεια του χορωδού, την φωνητική διαπαιδαγώγηση του, τη δημιουργία ομαδικής δουλειάς και τέλος την εξαργύρωση όλων αυτών επί σκηνής-συμμετοχή δηλαδή σε συναυλίες, εκδηλώσεις πολιτισμού, χορωδιακά φεστιβάλ, διαγωνισμούς, αλλά και επισκέψεις σε διάφορα ιδρύματα, προκειμένου την ακρόαση τους από ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες.

-Έχετε ηλικίες πολύ μεγάλες και πολύ μικρές στις χορωδίες σας. Ποια είναι η μεγαλύτερη και ποια η μικρότερη και πώς τους προτρέπετε να συνεχίσουν;

Στις χορωδίες που διευθύνω, συμμετέχουν άτομα διαφόρων ηλικιών, με τον μικρότερο μέλος να βρίσκεται στην ηλικία των 7 και το μεγαλύτερο στην ηλικία των 85. Κάθε χορωδός, ανεξαρτήτου ηλικίας έρχεται σε ένα τέτοιο σύνολο, διότι το τραγούδι είναι συνέχεια του λόγου, είναι δηλ. κάτι που ενεργοποιείται φυσικά και αβίαστα. Κάθε άνθρωπος, θεωρώ, έχει τραγουδήσει – έχει ψιθυρίσει κάποιο σκοπό, σε μία στιγμή της ζωής του και αυτό διότι το τραγούδι αποτελεί την απόλυτη έκφραση των συναισθημάτων μας. Το τραγούδι λοιπόν δεν γνωρίζει ηλικία και ανά πάσα στιγμή εκφράζεται από όλους, είτε ατομικά, είτε ομαδικά, μέσω κάποιου χορωδιακού συνόλου. Αυτό που συμβουλεύω τους χορωδούς μου, είναι ο χρυσός κανόνας, να τραγουδάνε με χαλαρότητα, οι νότες να βγαίνουν αβίαστα, με φυσικό τρόπο και δίχως να προσπαθούν να μιμηθούν κάποιον άλλο. Σίγουρα υπάρχουν κανόνες ορθοφωνίας, καλλιφωνίας, ειδικής τοποθέτησης της φωνής, ορθής χρήσης της αναπνοής και άλλα πολλά, αλλά αυτά έρχονται σιγά – σιγά και με την πάροδο των χρόνων.

-Η κλασική παιδεία στη μουσική στη χώρα μας φθίνει, η κλασική μουσική  απευθύνεται σε ένα πιο ειδικό κοινό; Εσείς τι πιστεύετε; Δεν θα συμφωνήσω με το ότι η κλασική μουσική παιδεία φθίνει στην χώρα μας. Αντιθέτως εάν λογιστούμε ότι μόλις πριν από 25 χρόνια δεν υπήρχε ξεχωριστή ειδικότητα μουσικού στη Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, ελάχιστα ιδιωτικά ωδεία, κανένα μουσικό σχολείο και σίγουρα ούτε κάποιο μουσικό πανεπιστήμιο, συμπεραίνουμε ότι η κλασική μουσική παιδεία βρίσκεται σε  πλήρη άνθιση έχοντας λάβει ιδιαίτερα καλή θέση στο ευρωπαϊκό μουσικό στερέωμα. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και την δημιουργία πολλών χορωδιακών και οργανικών σχημάτων πανελληνίως. Ας μη λησμονήσουμε ακόμη δύο σημαντικά δεδομένα: το αστείρευτο καλλιτεχνικό ταπεραμέντο του Έλληνα, καθώς και τα τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας, που μας κράτησαν πολύ πίσω πολιτιστικά. Θα έλεγα ότι η κλασική μουσική παιδεία και γενικώς τα ακούσματα αυτής, παγκοσμίως έχουν συγκεκριμένο κοινό, σίγουρα πιο κλειστό και με περιορισμένο αριθμό συμμετεχόντων, σε σχέση με τις χλιαρές, ευκολομνημόνευτες και σχεδόν από όλους τους υπολοίπους αποδεκτές,  μουσικές τάσεις.

-I CANTORI DI CARMEL συναντούν τη Χορωδία Πολιτιστικής Λέσχης ΟΤΕ Θεσσαλονίκης. Μιλήστε μας γι αυτή τη συνεύρεση.

Η χορωδία Ι CANTORI DI CARMEL είναι μια χορωδία που μας ήρθε από την Καλιφόρνια και στο πλαίσιο περιοδείας της στην Ευρώπη, έδωσε μία και μοναδική συναυλία στην πόλη της Θεσσαλονίκης, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (εντός ΔΕΘ), καλεσμένη από την γυναικεία χορωδία του Μουσείου, CANTUS ARTE. Σε αυτή την όμορφη χορωδιακή βραδιά, προσκεκλημένη ήταν και η μεικτή χορωδία λέσχης προσωπικού ΟΤΕ Θεσσαλονίκης.  Ακούστηκαν έργα προκλασικής, κλασικής, ρομαντικής και σύγχρονης περιόδου,  spirituals,  διεθνής παραδοσιακή  μουσική και έργα Ελλήνων συνθετών.

-Ποιο κομμάτι θα μας προτείνατε να ακούσουμε το φετινό καλοκαίρι κάτω από το φεγγάρι;

Καλοκαίρι δίχως φεγγάρι και ξενύχτι σε κάποια παραλία, υπό τους ρομαντικούς ρυθμούς της παλιάς Ιταλικής slow μουσικής, τις πολύχρωμες μελωδικές γραμμές του Μάνου και τα χαλαρωτικά ακούσματα της soul jazz, με έντονη δόση Sinatra, συνοδευόμενα με καλό κρασάκι, γίνεται;