Μενού

Όλοι κράζουν την Αντιγόνη που πήγε Βρυξέλλες αλλά γύρισε απογοητευμένη (και βρίσκουν κενά στην ιστορία της)

Να μια πιο ψύχραιμη άποψη -και εξήγηση- για την ιστορία της…

Κυκλοφορεί ένα άρθρο που μοιάζει με φτηνό μυθιστόρημα. Πρόκειται για την ιστορία της δικηγόρου Αντιγόνης που «πήγε στις Βρυξέλλες για να ακολουθήσει το όνειρό της και γύρισε πίσω στην Ελλάδα τρέχοντας» στο Αττικό φως, στην όμορφη χώρα μας μακριά απ’ το κακό ευρωπαϊκό λόμπι.

Έχοντας «απομυθοποιήσει τα αξιακά συστήματα» της Ευρώπης, η Αντιγόνη Βαφείδου -που είναι και εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος του Απόστολου Γκλέτσου «Τελεία» μίλησε για την μελοδραματική εμπειρία της και το άρθρο διανθίστηκε με πολλές μοντελέ selfie φωτογραφίες της.

Υπάρχουν πολλοί που χλεύασαν την ιστορία της – να μερικές ατάκες:

«Δικηγόρος που [γκρινιάζει] ότι της κάνανε bullying, γιατί ως γνωστόν οι δικηγόροι μεταξύ μας τρέχουμε αγκαλιασμένοι στα λιβάδια with flowers in our hair»

« Δεν πιστεύει απολύτως τίποτα από όσα γράφει, αυτό είναι βέβαιο. Όμως τέτοιο κείμενο αγγίζει το μαλακό υπογάστριο ατόμων που φαντασιώνονται το γκρίζο της Κεντρικής Ευρώπης σε συνδυασμό με τον εργοδότη Χρήστο Τσαγανέα από τις παλιές ελληνικές ταινίες. Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια δλδ, μια αναπαραγωγή του προτύπου με το οποίο μεγαλώνει ο μέσος Έλληνας.»

«Όταν κάποιος αποφασίζει να εγκαταλείψει την χώρα του για το εξωτερικό, οφείλει να γνωρίζει ότι θα αντιμετωπίσει δυσκολίες. Κι ότι, πολλές φορές, αυτές θα φαίνονται βουνό. Αυτό είναι το δεδομένο (έφυγα το 2003, και το ξέρω από πρώτο χέρι…). Κανείς δεν υποχρεώνει κάποιον να κάνει αυτήν την επιλογή, και κανείς δεν τον υποχρεώνει να μείνει κάπου -αρκεί μετά να μην γράφει κείμενα α λα Κοέλιο για τον μουντό ουρανό, το κακό κάρμα κλπ.»

«Θεωρητικά θα μπορούσε, αλλά τότε θα ήταν ένα άρθρο που θα μπορούσε να καταγγέλει ανώνυμα ή επώνυμα την εταιρία και να αναφέρει την εμπειρία της και τον σεξισμό στο χώρο εργασίας, όπως τόσα άλλα σοβαρά άρθρα.
Το άρθρο αυτό όμως προσπαθεί να την κάνει επώνυμη από το τίποτα. Καθόλου τυχαίο που προσπαθεί να μπει και να παγιωθεί (ή νομίζει πως ήδη βρίσκεται) στο πολιτική σκηνικό.»

Η Αντιγόνη ξεκινά την αφήγησή της έτσι:

“Rue Montoyer 51. 10oς όροφος. Κάθομαι στο γυάλινο γραφείο μου, μέσα στο τέλειο κτίριο, μέσα στο τέλειο συνονθύλευμα από γκρίζα κτίρια, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, μπροστά στην οθόνη της «λαμπρής» μου καριέρας.

Κοιτώντας έξω από το παράθυρο βλέπω έναν χλωμό ήλιο. Ίδιο και απαράλλαχτο με τη χλωμή εργασιακή μου ζωή που τόσο έντονα διεκδίκησα αρχικά. Και σκέφτομαι, τι ήταν τελικά αυτό που τόσο έντονα διεκδίκησα; Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και διακρίνω στο τζάμι τη φιγούρα μου: σκυθρωπή, αφαιμασμένη από ενέργεια, αποστερημένη από κάθε σύνθετη σκέψη.

Περιεργάζομαι όλη αυτήν την «τελειότητα» που με περιβάλλει ως πολυετή φυλακή όπου μέσα της ασφυκτιώ.

Ή θα εκραγώ ή θα παίξω έναν ρόλο, όπου αφού αρνηθώ τον εαυτό μου, θα αλλοτριωθώ, θα γεράσω, θα πεθάνω και όλα καλά”

« Εντάξει Rue Montoyer 51, στην καρδιά του ευρωπαϊκού τομέα της πόλης, παραδίπλα από το βασιλικό πάρκο, το βασιλικό θέατρο και τα ανάκτορα, αλλά ποτέ άλλοτε τα κτίρια δεν ήταν πχιο κοντά και οι καρδγιές των ανθρώπωνε πχιο μακρυά, τις έκαναν και μπόουλινγκ, πόσο να αντέξει η κοπέλα σε τέτχιες συνθήκες….» λέει κάποιος συνεχίζοντας:

«Το πιο αστείο είναι ότι το κτίριο αυτό ούτε γυάλινο είναι, ούτε 10 ορόφους έχει!»

«Εκτός ότι δεν λέει που εργαζόταν, άν κάποιος κοιτάξει στο Google Maps την οδό Rue Montoyer 51, το ΝΕΟ OFFICE BUILDING δεν έχει 10 ορόφους, όπου η Αντιγόνη είχε το γραφείο της 😀!»

Και κάποιος πρόσθεσε: «Για την ώρα προσπαθώ να λύσω του quiz των χαμένων ορόφων του κτιρίου επί της οδού Rue Montoyer 51!»

Από την άλλη κάποιοι είδαν με περισσότερη συμπάθεια τα λόγια της:

«Εγώ κατάλαβα ότι το πρόβλημα δεν ήταν οι “δυσκολίες” του εξωτερικού αλλά ο ρομαντισμος. Δε μιλάμε για οποιαδήποτε θέση σε οποιαδήποτε επιχείρηση του εξωτερικού που είναι σίγουρο ότι το bulling λόγω ελληνικής εθνικοτητας ήταν έτσι και αλλιώς δεδομένο και συγκαταλεγεται στις “δυσκολίες εξωτερικού” αλλά η απομυθοποιηση των Ευρωπαϊκών ιδεωδων που απλά αντιληφθηκε ότι δεν υπάρχουν.»

«Μια χαρά τα είπε η κοπέλα και είναι και κούκλα! Αν εσείς ζηλεύετε αυτό είναι πρόβλημά σας»

«Ποιος νοιάζεται; Σεβαστή η προσωπική της εμπειρία και η προφανής διάθεση να διαφημίσει την επιχείρησή της στην Ελλάδα, αλλά μέχρι εκεί…».

Tην πιο ενδιαφέρουσα γνώμη διάβασα στο fb Ελληνάκι που γράφει:

«Το νέο πεδίο αντιπαραθέσεων στο ελληνικό ιντερνέ σήμερα είναι αυτό το άρθρο και δεν είναι τυχαίο. Θίγει – άθελά του – μία πολύ λεπτή γραμμή στην οποία ισορροπούν οι γενικότερες αξίες της ελληνικής κοινωνίας. Θα αποφύγω για άλλη μία φορά να παραθέσω Ραφαηλίδη που έχει περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο την διαχρονική αντίληψη της πλειοψηφίας των Ελλήνων για το “εξωτερικό” (αυτό το γενικό και αόριστο), καθώς και το κράξιμο σε κλισέ που έχουν πλημμυρίσει το εν λόγω άρθρο.

Αντ’ αυτού θα σταθώ to the point (που λέμε εδώ στο χωριό μου). Ως ενήλικα, κανείς δεν σε αναγκάζει για τίποτα. Ονομάζεσαι ενήλικας, γιατί η κοινωνία θεωρεί πως είσαι πλέον σε ηλικία που μπορείς να αναλαμβάνεις τις ευθύνες των πράξεών σου και μέσω αυτής της ευθύνης να πορεύεσαι, να ευημερείς και να κάνεις απογόνους.

Ως ενήλικας λοιπόν, κανείς δε σε αναγκάζει, είτε να μεταναστεύσεις, είτε να μείνεις στην Ελλάδα. Κανείς δε σε αναγκάζει να κάνεις αίτηση για την οποιαδήποτε δουλειά και κυρίως κανείς δεν σου επιβάλλει την οπτική με την οποία αντιλαμβάνεσαι τις διαφορετικές συνθήκες στις οποίες ζεις και εργάζεσαι. Κοινώς, κανείς δεν μπορεί σου πει αν είσαι πιο ευτυχισμένος ή πιο ολοκληρωμένος στο μέρος που ζεις ή κάπου αλλού. Όλα αυτά σχετικά ειναι, άκρως υποκειμενικά και πολύ καλά κάνουν που είναι έτσι.

Είναι όμως πολύ σημαντικό να διαχωρίζουμε αυτές τις προσωπικές ανάγκες και αποφάσεις από την αντικειμενικότητα των συνθηκών. Διότι κάθε κοινωνία/χώρα έχει τις συνθήκες και τους όρους της, τις οποίες δεν είναι απαραίτητο ότι τις ενστερνίζονται όλοι. Σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, αυτό συμβαίνει στην εργασία.

Δυστυχώς η αντίληψη του “αυτό δεν μου αρέσει, άρα φταίει αυτό” είναι ευρέως διαδεδομένη στη νοοτροπία μας. Όχι μόνο όταν μιλάμε για ξένες χώρες, αλλά και στο εσωτερικό. Και είναι μία εντελώς λάθος αντίληψη που μας στερεί πολλά σημαντικά μικρά και μεγάλα πράγματα αλλά και μία ωριμότητα σε κοινωνικό επίπεδο. Είναι ο λόγος που αδυνατούμε να έχουμε κοινωνική συνοχή, να σεβόμαστε νόμους και κανονισμούς, να συνεργαζόμαστε σε συλλογικό επίπεδο, αλλά και να επικοινωνούμε ουσιαστικά στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Πραγματικά χαίρομαι που η εν λόγω κυρία επέστρεψε στην Ελλάδα, γιατί σίγουρα θα νιώθει πολύ πιο άνετα περιτριγυρισμένη από ανθρώπους με παρόμοιες νοοτροπίες. Αλίμονο σε όσους παραμένουν σε συνθήκες που δεν συνάδουν με τις δικές τους προσωπικές ανάγκες.»