Η εβδομαδιαία στήλη «Καρτ ποστάλ θανάτου» θέλει να εξετάσει λιγότερο γνωστές ανεξιχνίαστες υποθέσεις ανά τον κόσμο όπου πάντα υπάρχει έστω ένα θύμα (δείτε εδώ την πρώτη ιστορία). Τι αντίκρισαν οι αστυνομικοί; Τι ρόλο έπαιζε η οικογένεια του θύματος; Γιατί δεν έχει αποδοθεί ακόμα δικαιοσύνη; Ποιος τελικά σκότωσε το θύμα;
Τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να δώσει ο Βαγγέλης Γιαννίσης, συγγραφέας της σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων με τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα) και περήφανος γατομπαμπάς του Jax. (Γνωρίστε καλύτερα τον Βαγγέλη εδώ)
Υπόθεση #7 – Η τετραπλή δολοφονία στη λίμνη Annecy
Chevaline, Γαλλία, 2012
Ο εισαγγελέας Eric Maillaud έχει κάθε λόγο να είναι νευρικός. Έχουν περάσει δύο χρόνια από την 5η Σεπτεμβρίου του 2012, όταν και ανέλαβε την πιο περίπλοκη και διαβόητη υπόθεση της καριέρας του. Το σαγόνι του είναι σφιγμένο και το ύφος του σοβαρό. «Όσο περισσότερο ερευνάμε την υπόθεση, τόσο λιγοστεύουν οι ελπίδες μας πως θα καταφέρουμε να τη λύσουμε», θα εξομολογηθεί στους δημοσιογράφους. «Κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, ωστόσο πιθανότατα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το τέλειο έγκλημα».
Ο Brett Martin έχει μόλις τελειώσει με την ανακαίνιση του σπιτιού του και, όπως κάθε απόγευμα, πήρε το ποδήλατο και ακολούθησε τη συνηθισμένη του διαδρομή. Το ορεινό τοπίο της περιοχής είναι μαγευτικό. Είναι περίπου 15.15 όταν ένας ποδηλάτης προσπερνάει τον Martin. Ο Βρετανός πρώην πιλότος της πολεμικής αεροπορίας ξεφυσάει. Ο δρόμος μπροστά του είναι ανηφορικός και ξέρει πως θα του πάρει τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο μέχρι να φτάσει στο Le Martinet, όπου μπορεί να ξαποστάσει για λίγο.
Ο ποδηλάτης που προσπέρασε τον Brett Martin ονομάζεται Sylvain Mollier. Είναι ένας ντόπιος οξυγονοκολλητής, ο οποίος δουλεύει σε ένα από τα εργοστάσια της περιοχής, το οποίο προμηθεύει μέταλλο έναν πυρηνικό σταθμό. Παρά τα 45 του χρόνια, τα πόδια του κάνουν γρήγορα πετάλι. Το αγωνιστικό του ποδήλατο αξίας πάνω από 5.000 ευρώ καταπίνει εύκολα τα χιλιόμετρα του ανηφορικού δρόμου και σύντομα φτάνει στο Le Martinet. Θα δει σταθμευμένη στην άκρη του δρόμου μία βυσσινί BMW, με το μπροστινό μέρος της στραμμένο προς τον γκρεμό που καταλήγει στον ποταμό Ire, δεκαπέντε μέτρα από κάτω. Δύο φιγούρες στέκονται κοντά στο αμάξι. Είναι ένας ενήλικος κι ένα παιδί. Πατέρας και κόρη, θα σκεφτεί ο Mollier. Ωστόσο, καθώς πλησιάζει το αμάξι, θα παρατηρήσει μία λεπτομέρεια, η οποία δεν ταιριάζει στη γαλήνια αυτή σκηνή.
Μία τρίτη φιγούρα εμφανίζεται. Στο χέρι κρατάει ένα πιστόλι Luger Ρ06 των 7,65 χιλιοστών. Θα το σηκώσει και θα ανοίξει πυρ. Οι σφαίρες βρίσκουν το εφτάχρονο κορίτσι και τον Mollier, ο οποίος πέφτει στο έδαφος. Ο πατέρας, έντρομος, θα τραβήξει από το χέρι την κόρη του, τρέχοντας προς το αμάξι. Ο δράστης συνεχίζει να πυροβολεί. Μία από τις σφαίρες βρίσκει τον πατέρα στη μέση, ενώ έμπαινε στο αμάξι. Θα βάλει μπροστά και θα κάνει επιτόπια στροφή με την όπισθεν, περνώντας με την BMW πάνω από τον πεσμένο στο δρόμο Mollier. Το αμάξι, ωστόσο, θα βγει εκτός δρόμου και οι πίσω ρόδες του θα κολλήσουν στη λάσπη. Η φιγούρα πλησιάζει. Το Luger σηκώνεται κι εκπυρσοκροτεί έξι φορές. Οι σφαίρες βρίσκουν στο κεφάλι τον άντρα, τη σύζυγό του, η οποία καθόταν στο πίσω κάθισμα και την εβδομηντατετράχρονη μητέρα της.
Ο Mollier, ωστόσο, είναι ακόμη ζωντανός. Θα παρακολουθήσει τη φιγούρα να τον πλησιάζει αργά και να στρέφει την κάννη επάνω του. Ακολουθούν εφτά πυροβολισμοί και ο Sylvain Mollier αφήνει την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο. Στη συνέχεια, ο δράστης θα κατευθυνθεί στην εφτάχρονη κοπέλα, ωστόσο, δεν θα την πυροβολήσει. Θα χρησιμοποιήσει τη λαβή του Luger για να συντρίψει το κεφάλι της και θα διαφύγει από τη σκηνή, αφήνοντας πίσω του τέσσερις νεκρούς και ένα βαριά τραυματισμένο κορίτσι.
Στις 15.40 ο Brett Martin θα εμφανιστεί. Δεν το γνωρίζει, ωστόσο μερικά λεπτά αργοπορίας έσωσαν τη ζωή του. Στην αρχή, βλέποντας τον ποδηλάτη και το τραυματισμένο κορίτσι θα πιστέψει πως επρόκειτο για κάποιο ατύχημα με το αμάξι, ο κινητήρας του οποίου μούγκριζε και οι ρόδες σπίνιαραν πάνω στη λάσπη. Θα τρέξει και θα απομακρύνει το κορίτσι από το αμάξι. Δεν θα περάσει πολλή ώρα μέχρι να καταλάβει ότι βρίσκεται στη σκηνή ενός εγκλήματος. Θα καλέσει την αστυνομία και οι πρώτοι ερευνητές που καταφτάνουν ‘παγώνουν’ τη σκηνή για τις επόμενες οχτώ ώρες, μέχρι να εμφανιστούν οι τεχνικοί της Σήμανσης. Αυτοί, θα ανακαλύψουν μία λεπτομέρεια, η οποία είχε διαφύγει της προσοχής των αστυνομικών: ανάμεσα στα πόδια της μητέρας, στο πίσω κάθισμα, βρίσκεται ζαρωμένο ένα μικρό, τετράχρονο κορίτσι. Είναι ακόμα ζωντανή και, με την αδερφή της να χαροπαλεύει στο νοσοκομείο, είναι ο μοναδικός μάρτυρας της επίθεσης.
Τα τρία θύματα που επέβαιναν στην BMW είναι ο πενηντάχρονος Άγγλος με καταγωγή από το Ιράκ, Saad al-Hilli, μηχανικός μικροδορυφόρων στο επάγγελμα, η σαρανταεφτάχρονη σύζυγός του Iqbal, οδοντίατρος και η εβδομηντατετράχρονη Suhaila al-Allaf, μητέρα της Iqbal. Η οικογένεια βρισκόταν σε διακοπές στη Γαλλία, όταν για κάποιο λόγο, άγνωστο στις Αρχές, ο Saad πήρε τη σύζυγο, τις δύο κόρες και την πεθερά του για να ανέβουν το βουνό με το αμάξι. Η Zainab, η κόρη που τραυματίστηκε από την επίθεση, θα καταθέσει πως ο πατέρας της ήθελε «να πάει μία βόλτα». Στην κάμερα που κουβαλούσε πάνω της η Suhaila, οι ερευνητές θα βρουν φωτογραφίες με τα πέντε μέλη της οικογένειας να ποζάρουν ανέμελα στον φακό, σχεδόν μισή ώρα πριν τον θάνατό τους στο Doussard, ένα χωριουδάκι που απέχει περίπου δέκα λεπτά με το αμάξι από τη σκηνή του εγκλήματος.
Ποιος θα μπορούσε να σκοτώσει μία οικογένεια τουριστών και γιατί; Οι αστυνομικοί βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι: πρόκειται για στοχευμένο χτύπημα, ή απλά τα τέσσερα θύματα βρέθηκαν στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή; Αν ισχύει η πρώτη περίπτωση και ο δράστης ήταν ένας «πληρωμένος δολοφόνος από τα Βαλκάνια», όπως θα ισχυριστούν αργότερα οι Αρχές, τότε το συμβόλαιο θανάτου είχε στόχο τους al-Hilli ή τον Sylvain Mollier;
Ο Saad al-Hilli εργαζόταν στην εταιρεία Surrey Satellites Technology Limited, η οποία συνεργαζόταν με την European Aeronautic Defense and Space, εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής κι εκτόξευσης δορυφόρων για ιδιωτικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Οι αστυνομικοί, ωστόσο, γρήγορα θα απορρίψουν τη σύνδεση ανάμεσα στο χτύπημα και την εργασία του al-Hilli και θα στραφούν στην προσωπική του ζωή και τις διαφωνίες οικονομικής φύσεως που είχε με τον αδερφό του, Zaid. Ο Saad, λίγο πριν δολοφονηθεί, είχε επισκεφθεί μία ελβετική τράπεζα, στην οποία ο αποθανών πατέρας του διατηρούσε λογαριασμό αξίας 800.000 ευρώ. Η κληρονομιά αυτή αποτελούσε για αρκετό καιρό αιτία καβγάδων για τα δύο αδέρφια. Η έρευνα της αστυνομίας απέδειξε πως ο Zaid είχε επικοινωνήσει αρκετές φορές με έναν τηλεφωνικό αριθμό στη Ρουμανία, επικοινωνία η οποία σταμάτησε έπειτα από τη δολοφονία των συγγενών του. Η αγγλική αστυνομία, σε συνεννόηση με τη γαλλική τον συνέλαβε, αλλά ελλείψει στοιχείων, αφέθηκε ελεύθερος. Μέχρι σήμερα οι Ρουμανικές αρχές αρνούνται να ταυτοποιήσουν τους αριθμούς με τους οποίους επικοινώνησε ο Zaid.
Θα μπορούσε ο πραγματικός στόχος να ήταν η γυναίκα του Saad, η Iqbal; Οι αρχές σύντομα θα ανακαλύψουν ότι, πριν τον γάμο της με τον Saad al-Hilli, η Iqbal είχε παντρευτεί το 1999 έναν Αμερικανό, τον James Thompson, προκειμένου να πάρει την πράσινη κάρτα και να διαμείνει στις ΗΠΑ. Την ίδια μέρα που ο άγνωστος δράστης δολοφονούσε τους al-Hilli και τον Γάλλο ποδηλάτη στο Le Martinet, ο Thompson βρέθηκε νεκρός μέσα στο αυτοκίνητό του. Ταυτόχρονα, ο Sylvain Mollier, ο ποδηλάτης, είχε πρόσφατα αφήσει τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του για να επιδιώξει σχέση με μία εκατομμυριούχο κληρονόμο, με την οποία είχε μόλις αποκτήσει ένα παιδί. Μάρτυρες κατέθεσαν πως το ζευγάρι αντιμετώπιζε προβλήματα και οι τσακωμοί ανάμεσά τους ήταν συχνό φαινόμενο. Θα μπορούσε ο Mollier να ήταν ο πρωταρχικός στόχος του δολοφόνου; Ή, μήπως ο μυστικός γάμος της Iqbal με κάποιο τρόπο προκάλεσε τον θάνατο τεσσάρων ανθρώπων στη Γαλλία κι ενός στις ΗΠΑ;
Τον Φεβρουάριο του 2014 θα συλληφθεί ως ύποπτος ο Eric Devouassoux, ένας πρώην αστυνομικός, ο οποίος ζούσε κοντά στη σκηνή του εγκλήματος και ταίριαζε στην περιγραφή ενός μάρτυρα, ο οποίος είχε δει έναν μοτοσικλετιστή που φορούσε παράξενο κράνος να βρίσκεται κοντά στο σημείο όπου δολοφονήθηκαν τα τέσσερα θύματα. Ο Devouassoux, στο σπίτι του οποίου βρέθηκαν όπλα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αφέθηκε σύντομα ελεύθερος ελλείψει στοιχείων. Ένα χρόνο αργότερα θα διαρρεύσει η πληροφορία πως ένας πρώην στρατιώτης της Λεγεώνας των Ξένων, ο Patrice Menegaldo, βρισκόταν στο επίκεντρο της έρευνας ως ο κυρίως ύποπτος. Ο Menegaldo είχε αυτοκτονήσει τον Ιούνιο του 2014, πράξη η οποία σύμφωνα με τις αρχές ερμηνεύεται ως απόρροια των τύψεων για τη δολοφονία των al-Hilli και του Mollier. Τον Ιανουάριο του 2016 θα συλληφθεί ο πενηντατριάχρονος Michael Hecht, ο οποίος το 2008 είχε καταδικαστεί για τρεις απόπειρες δολοφονίας, ενώ πιστεύεται πως είχε σκοτώσει δύο ποδηλάτες στη Βρετάνη το 1986. Και πάλι, ωστόσο, δίχως να έχουν καταδικαστικά στοιχεία, οι Αρχές θα τον αφήσουν ελεύθερο.
Τα τελευταία χρόνια κανένα νέο στοιχείο δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας. Η θεωρία πως ένας ψυχοπαθής δολοφόνησε τέσσερις ανθρώπους επειδή απλά βρέθηκαν στο δρόμο του κερδίζει έδαφος, μιας και το όπλο που χρησιμοποιήθηκε, δεν θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί από έναν επαγγελματία δολοφόνο, ο οποίος θα προτιμούσε ένα πιο κοινό και εύχρηστο όπλο.
Σήμερα, η Zainab και η Zeena, τα κορίτσια που επέζησαν, μεγαλώνουν κάτω από τη φροντίδα των συγγενών τους και προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές που άφησε η δολοφονική επίθεση τον Σεπτέμβριο του 2012. Οι απαντήσεις στα ερωτήματά τους για τα γεγονότα εκείνης της μέρας πιθανότατα δεν θα δοθούν ποτέ.
* Διαβάστε επίσης