Μενού

Πώς έγραψε ο Ρίτσος το μοιρολόι της μάνας πάνω στο άψυχο κορμί του γιου της;

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω»: Η αληθινή ιστορία πίσω απ’ τον Επιτάφιο

Το μοιρολόι που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω», είναι αφιερωμένο στο θρήνο της μάνας πάνω από το άψυχο κορμί του γιου της στα γεγονότα της πρωτομαγιάτικης γενικής απεργίας που συγκλόνισε για ημέρες τη Θεσσαλονίκη.

Τι είχε συμβεί;

Τον Μάιο του 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης προχωρούσαν σε απεργία ζητώντας αύξηση των ημερομισθίων τους. Πολύ σύντομα και άλλα εργατικά συνδικάτα ενώθηκαν μαζί τους, αποκτώντας έτσι η απεργία πανεργατικό χαρακτήρα. Οι αστυνομικές αρχές απαγόρευαν στην πορεία των εργατών να πλησιάσει στο κτίριο διοίκησης της πόλης. Ο λαός της Θεσσαλονίκης ξεσηκώθηκε και η απεργία απέκτησε χαρακτήρα εξέγερσης. Τα επεισόδια ξεκίνησαν από τη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας, όπου το συνδικάτο των αυτοκινητιστών είχε στήσει οδόφραγμα. Οι αυτοκινητιστές προσπάθησαν να απελευθερώσουν συνάδελφό τους που είχε συλληφθεί και η χωροφυλακή απάντησε με πυροβολισμούς. Σκοτώθηκε ο Τάσος Τούσης. Ο νεκρός μεταφέρεται πάνω σε μια πόρτα από διαδηλωτές που κατευθύνονται προς το Διοικητήριο και οι ταραχές γενικεύονται.

Την επόμενη ημέρα δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ριζοσπάστης η εικόνα της μάνας του διαδηλωτή Τάσου Τούση, που θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της. Ο Γιάννης Ρίτσος βρισκόταν στη σοφίτα του, της οδού Μεθώνης, όταν είδε τη φωτογραφία από την εμπνεύστηκε ξεκινώντας να γράφει τους πρώτους στίχους από τον «Επιτάφιο». Σε 3 μέρες γράφει 14 από τα 20 συνολικά ποιήματα και δημοσιεύει 3 από αυτά στο φύλλο της εφημερίδας του Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου.

Επιτάφιος

Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσὺ που μούφερνες νεράκι στὴν παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσὶς τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλεῖς κ’ η δόλια εγὼ τον κόρφο, δες, ἀνοίγω
και στα βυζιὰ που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

VI

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.

Το έργο του Ρίτσου λογοκρίνεται έντονα από τοπικές αρχές αλλά και τους πολιτικούς. Στις 8/6/1936 ο «Επιτάφιος» κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα, ενώ το εξώφυλλο του βιβλίου επιμελείται ο χαράκτης Λυδάκης. Η έκδοση προκαλεί έντονες αντιδράσεις από τη δικτατορία Μεταξά οι οποίες και οδηγούν στην πυρά πληθώρα αντιγράφων. Ο Ρίτσος αφού επιστρέφει από την εξορία αναδημοσιεύει τα έργα του και στέλνει τον “Επιτάφιο” στον Μίκη Θεοδωράκη με την αφιέρωση «το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά  στα 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός». Ο συνθέτης μελοποιεί τμήμα του έργου στο αυτοκίνητό του, στέλνει την μουσική σύνθεση στον Μάνο Χατζιδάκι, το Γιάννη Ρίτσο και τον Βύρωνα Σάμιο. Ο Χατζιδάκις ηχογραφεί την πρώτη λυρική έκδοση με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη. Το αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί το Γιάννη Ρίτσο αλλά και τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη που βρίσκει τελικά στο πρόσωπο του Γρηγόρη Μπιθικώτση τον τέλειο εκφραστή.

Μουσική και συζήτηση του Μίκη Θεοδωράκη με το Γιάννη Ρίτσο για την ιστορία του έργου.