Αυτή η αποστολή έμοιαζε με πρόκληση για τα όρια της λογοτεχνίας: Ο χαράκτης Φώτης Βάρθης, εμπνεόμενος από τις παραλογές, φιλοτέχνησε εννιά χαρακτικά έργα που μιλούν για τις εκφάνσεις του γυναικείου πόνου. Τα αρχετυπικά μοτίβα της θυσίας, του αποχωρισμού, της κακοποίησης, της βίας, της προσμονής, τοποθετήθηκαν σε ένα άχρονο και άτοπο εικαστικό περιβάλλον, που διατηρεί την ένταση και το λυρισμό του δημοτικού τραγουδιού, με αναφορά στο αφηγηματικό στοιχείο των παραλογών.
View this post on Instagram
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, δημιουργός του (μαγικού) βιβλίου Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας, κλήθηκε να διηγηθεί εκ νέου τις ιστορίες αυτές, έχοντας όμως πλέον ως αφετηρία τα χαρακτικά και όχι τα δημοτικά τραγούδια. Με αυτό τον τρόπο γεννήθηκαν οι «Γυναίκες που επιστρέφουν», μια σειρά εννιά ιστοριών που συνομιλούν με το έργο του Βάρθη, αλλά αποδίδουν τη δική του προσέγγιση στον γυναικείο πόνο. Μίλησα μαζι του για παγανιστικές δοξασίες, μοιρολόγια γυναικών, black metal και άλλα μικρό-θαύματα (sic) της ελληνικής επαρχίας και όχι μόνο.
-Να υποθέσω ότι η Καρδίτσα, ο τόπος που μεγάλωσες, είναι και πηγή επιρροής για τα γραπτά σου;
«Σίγουρα, ξεκάθαρα. Και ειδικά το πρώτο βιβλίο τις «Παγανιστικές Δοξασίες» το ξεκίνησα με αφορμή τον τόπο εδώ».
-Μπορείς να θυμηθείς ποια ήταν η πρώτη ιστορία, το πρώτο ερέθισμα που σε έκανε να γράψεις μυθοπλασία;
«Παραμύθι θα έλεγα περισσότερο. Ένα- δύο παραμύθια που μου έλεγε ο παππούς μου όταν ήμουν πολύ μικρός και τα οποία έχω ενσωματώσει στοιχεία τους σε κάποιες από τις ιστορίες μου».
-Και η συνέχεια ήταν λοιπόν για τις γυναίκες
«Βασικά, ήταν λίγο μη σχεδιασμένη. Ετοίμαζα ένα βιβλίο που ήταν να βγει το φθινόπωρο του 2019, όταν μου έστειλε ο Φώτης Βάρθης ένα μήνυμα και μου είπε ότι θα τον ενδιέφερε να κάνουμε ένα πρότζεκτ μαζί. Αυτός είχε ξεκινήσει μια σειρά από χαρακτικά, το καθένα από τα οποία βασιζόταν στον πόνο των γυναικών όπως τον βλέπει να βγαίνει μέσα από τις παραβολές. Οπότε μου πρότεινε να γράψω μια ιστορία για κάθε μια από τις εικόνες που είχε φτιάξει.
–Οπότε το εξέλαβες περισσότερο σαν πορτρέτο, σαν μυθοπλασία; Πώς ξεκίνησε αυτή η δημιουργία;
«Σαν μυθοπλασία. Δε στάθηκα μόνο στην εικόνα, πάτησα και πάνω στην παραλλαγή στην οποία βασιζόταν η κάθε εικόνα, αλλά προσπάθησα να αντλήσω όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσα από το κάθε έργο του Φώτη κι επίσης να πιαστώ από μια συγκεκριμένη έκφανση του πόνου, δηλαδή η μία ιστορία να πατήσει πάνω στην κακοποίηση που δέχονται οι γυναίκες, η άλλη στον πόνο της ξενιτιάς κ.ο.κ»
Διάλειμμα, αφορμή για να μπούμε στο σύμπαν των Δοξασιών. Πρωταγωνιστεί, η Νύχτα
Στα καμποχώρια της Λάρισας λένε πως η Νύχτα είναι ένα κατάμαυρο άλογο πελώριο, αχανές σε μέγεθος, που καλπάζει στον ουρανό κι όσο που νά ‘ρθει το πρωί κρύβει το φως με το σουλούπι της.
Μια φορά, όταν ακόμη δεν υπήρχαν άστρα στον ουρανό, κάτι έπαθε η Νύχτα και βρέθηκε στη γη. Άμαθη απ’ τα μέρη των θνητών δεν ήξερε τις στράτες και τα λημέρια, και γύρναγε στις ερημιές καλπάζοντας χαμένη. Βράδυ δεν έπεφτε πια, παρά μονάχα υπήρχε ένα ατέρμονο φως που έκανε τον κόσμο να υποφέρει. Δεν είχαν σκοτάδι να ξαποστάσουν μήτε δροσιά για να σταθούν, παρά μονάχα μες στις σπηλιές της γης και τα ανήλιαγα βάθη της θάλασσας – μέρη που όμως έκρυβαν (κι ακόμη κρύβουν) τρόμους που εχθρεύονται τους ζωντανούς και τους καταριούνται με τις ανάσες τους.
Μαθεύτηκε πως η Νύχτα γύρναγε χαμένη στη γη, και κάποιες απότολμες Θεσσαλές της έστησαν καρτέρι στα Τέμπη. Σαν πέρασε η Νύχτα καλπάζοντας από εκεί, πετάχτηκαν πάνω της και αρπάχτηκαν η καθεμιά από μια τούφα της στιλπνής της χαίτης. Ξαφνιάστηκε η Νύχτα, τινάχτηκε και χρεμέτισε μ’ έναν γόο που έσχισε τα βουνά κι έκανε να φύγουν έντρομες οι σκιές των γυναικών. Μα οι Θεσσαλές δεν άφηναν την χαίτη απ’ τα χέρια τους, και με τραγούδια υπνωτικά και χειρονομίες κεντημένες με άμμο, οδήγησαν ξανά τη Νύχτα στον ουρανό στα γνώριμα λιβάδια της.
Το σκοτάδι έπεσε ξανά στον κόσμο και η πλάση αναπαύτηκε. Ξάπλωσαν οι άνθρωποι στα κρεβάτια και είδαν απ’ το παράθυρο πρωτόγνωρα φώτα μακρινά – τ’ αστέρια. Ήταν οι φωτιές των Θεσσαλών γυναικών που έσωσαν τη Νύχτα και έκτοτε δεν ξανακατέβηκαν από τον ουρανό – ζουν ακόμη στο τρίχωμά της και κάθε βράδυ ανάβουν τα καζάνια τους.
Log In or Sign Up to View
See posts, photos and more on Facebook.
(Συνέχεια στη συνέντευξη!)
-Υπήρξαν ιστορίες που ήταν αβάσταχτα διαχρονικές και σημερινές και ενδεχομένως ένιωσες ότι παραήταν δύσκολο να τις αποτυπώσεις;
«Πιστεύω ότι πάνω- κάτω οι περισσότερες ιστορίες βασίστηκαν σε θέματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες διαχρονικά. Δηλαδή από την εκμετάλλευση και την κακοποίηση, οι οποίες δυστυχώς δεν έχουν εκλείψει ούτε κατά διάνοια ακόμη, μέχρι και την ξενιτιά ή τους παγιωμένους ρόλους που παραδοσιακά υπήρχαν γι’ αυτές, κάτι το οποίο έχει μεν βελτιωθεί αλλά σίγουρα δεν έχει εξαλειφθεί τελείως. Νομίζω ότι όλα αυτά ήταν βαριά θέματα και με ζόρισαν όταν τα έγραφα γιατί προσπάθησα να μπω όσο γίνεται, ως άντρας, στο πετσί της γυναίκας πρωταγωνίστριας αλλά αυτό λειτούργησε και για μένα ως μια μορφή ψυχανάλυσης. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία του εαυτού μου μέσα στο βιβλίο και στις ιστορίες».
-Θέλω να πιαστώ από την οπτική που ανέφερες, απ’ το «ως άντρας δημιουργώ ένα πορτρέτο που αφορά γυναίκες». Αυτό πόσο δύσκολο ήταν για σένα;
«Εξαρτάται από ιστορία σε ιστορία. Σε κάποιες ιστορίες είναι μεν πόνος γυναικών αλλά είναι κα πόνος πανανθρώπινος, π.χ για τον «Πόνο της ξενιτιάς- Οι Γυναίκες που επιστρέφουν» πιστεύω ότι θα μπορούσα να το καταλάβω και από πρώτο πρόσωπο γιατί το βιβλίο το έγραψα στην Αυστραλία, ήμουν δηλαδή ήδη μακριά από τον τόπο και λόγω COVID κιόλας ήμουν σχετικά απομονωμένος. Οπότε σε κάποια τέτοια ήταν κάπως πιο εύκολο για μένα, σε κάποια άλλα προσπάθησα να μπω καθαρά στο πετσί του ρόλου έχοντας και μια εμπειρία του τι συμβαίνει με τις γυναίκες στον κόσμο. Προσπάθησα να κάνω ό,τι καλύτερο δυνατόν ως άντρας»
View this post on Instagram
-Δημιουργήθηκε και μια εφιαλτική σύμπτωση με όσα συνέβησαν πέρυσι και φέτος στην Ελλάδα με το #metoo
«Σίγουρα. Αν και αν θυμάμαι καλά το #metoo πρέπει να ξεκίνησε αφότου έχει γραφτεί το βιβλίο. Δεν θυμάμαι ημερομηνίες αλλά το βιβλίο το έγραψα από Γενάρη μέχρι Μάρτιο του 2020.
-Υπάρχει κάποια ιστορία από αυτές που έγραψες που σε στοιχειώνει ακόμη, που ζεις μαζί της;
Θα έλεγα αυτή που είναι για την κακοποίηση των γυναικών «Οι γυναίκες που ξεπληρώνουν πάθη», η οποία βασίζεται και στην παραλλαγή του Μενούση και είναι αυτή που έχει περισσότερο σύγχρονο setting, βρίσκεται δηλαδή σε μια πόλη που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια ελληνική πόλη, και νομίζω ότι ο τρόμος που νιώθει η πρωταγωνίστρια ανιχνεύοντας τις πληγές πάνω στο σώμα της, παλιές και νέες, από τις επιθέσεις που δέχεται εδώ και χρόνια από το σύζυγο νομίζω είναι αυτή που με αγγίζει περισσότερο και με πιάνει κιόλας με άσχημο τρόπο».
-Παρατηρώντας και παλιότερες παραβολές σας από αυτή με τη νύχτα και το άλογο, δεν θα μπορούσαν όλα αυτά να έχουν γίνει κάτι σαν το δικό μας Game of Thrones; Έχουν υπάρξει περιπτώσεις που σας έχουν προτείνει να γυριστούν σε κάτι σαν σειρά ή ταινία, θα το βλέπατε ποτέ έτσι;
«Σίγουρα θα ήμουν θετικός σε κάτι τέτοιο. Μου είχαν κάνει προσεγγίσεις όταν είχαν βγει οι «Παγανιστικές Δοξασίες». Είχαν γίνει δύο-τρεις προτάσεις οι οποίες όμως δεν ευόδωσαν τελικά. Είχε να κάνει και με το ότι βρισκόμουν στην Αυστραλία, οπότε ήταν αρκετά πιο δύσκολο να κανονιστεί αυτό. Είχε κανονιστεί προ COVID να ανέβει μια θεατρική παράσταση σκιών, κάτι σαν τις μαριονέτες στο θέατρο της Πράγας, αλλά έπεσε πάνω στην καραντίνα και πήγε λίγο άπατο. Θα ήθελα πολύ να γίνει κάτι είτε τηλεοπτικό είτε θεατρικό».
-Θα μπορούσες να σποϊλάρεις κάτι για το βιβλίο που πρόκειται να βγει;
«Είναι μια ιστορία από οχτώ διηγήματα, μεγαλύτερα απ’ ό, τι στις «Παγανιστικές Δοξασίες» και τις «Ιστορίες των Γυναικών» και είναι βασισμένα στους στίχους ενός αγαπημένου μου black metal δίσκου των Mayhem του 1994, το De Mysteriis Dom Sathanas. Οπότε αυτό θα κινηθεί πάλι σε μοτίβα μυθολογικά αλλά και τρόμου και θα προσπαθήσω να βάλω και κάτι από την μυθολογία που υπήρχε εκείνα τα χρόνια περί της black metal σκηνής, ιδιαίτερα της Σκανδιναβικής.
*ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
45 Μικροπράγματα που ΙΣΩΣ σου φτιάξουν τη διάθεση, 26 Οκτωβρίου