σε ,

Τι παίζει με το Local Short Film Festival της Θεσσαλονίκης;

Η δημιουργός του Μαρία Φαρδέλλα μιλά για το Φεστιβάλ αλλα και για την πίστη της στην πόλη και τους ανθρώπους της

Βρισκόμαστε στην πόλη που κατάφερε τον αστείρευτο ρομαντισμό της να τον αποτυπώσει μέσα από κινηματογραφικά πανιά, να μοιραστεί τις ανησυχίες της μέσα από μπομπίνες που μέσα από την πολυσυλλεκτικότητα και από άλλοτε έγχρωμα και ασπρόμαυρα φιλμς, καθιέρωσε -στο πλακόστρωτο λιμάνι της-  το μεγαλύτερο ελληνικό Φεστιβάλ αφιερωμένο στην 7η τέχνη.

7 1

Το ενθαρρυντικό με αυτήν είναι ότι δεν σταμάτησε εκεί. Δεν αρκέστηκε στο στίγμα του διεθνώς αναγνωρισμένου, αλλά προσέφερε πρωτοβουλίες και κίνητρα σε παραγωγούς, διοργανωτές και δημιουργούς σε όλη την εγχώρια καλλιτεχνική κοινότητα να εκφράσουν όσα δεν είχαν την τόλμη να κάνουν πρωτύτερα και να δημιουργήσουν από τον ψίθυρο ένα μανιφέστο κινηματογραφικής κραυγής. Και ανάμεσά της, μια απολαυστική φωνή που ακούστηκε και αγκαλιάστηκε. To «Local Short Film Festival».

Όταν βρέθηκα με την Μαρία Φαρδέλλα (εκ των δημιουργών του Φεστιβάλ), αναλογιζόμενες την δυναμική της Θεσσαλονίκης και αξιολογώντας τις ευκαιρίες που αυτή δεν προσφέρει, μου μίλησε για το Local Short Film Festival και για την δική της πίστη στην πόλη και τους ανθρώπους της. Την δική της δημιουργία που επαναστατεί απέναντι στην μιζέρια και το δικό της «πιστεύω»,  που κατάφερε να φωνάξει μέσα από την τέχνη. «Χωράνε πολλά πράγματα στη Θεσσαλονίκη. Όλοι μας χωράμε. Το μόνο που πρέπει να εκτοπιστεί είναι η μιζέρια και η επαρχιώτικη κουλτούρα μας. Μια πόλη που διαθέτει τη μοναδική πανεπιστημιακή σχολή κινηματογράφου θα έπρεπε να εξάγει παραγωγές. Ευελπιστώ να αλλάξει το σκηνικό και να αποκτήσει η πόλη την εξωστρέφεια που της λείπει».

Αυτό μου είπε και με έκανε να αναρωτηθώ πολύ εύλογα και κυνικά το πώς κατάφερε μια βραδιά κινηματογραφόφιλων να εξελιχθεί σε ένα τριήμερο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους. Και κάπως έτσι ο καφές έγινε μπύρα και το γεμάτο ανησυχίες και αδιέξοδα τραπέζι, εξελίχθηκε σε μια συζήτηση που σε έκανε να πιστεύεις αδιάκοπα ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Παντού υπάρχει κάτι, αρκεί να θέλεις να το δεις και το πιστέψεις. Έτσι και το local, όπως ακριβώς εκείνη η κουβέντα σε εκείνο το τραπέζι. «Ξεκίνησε ως μια σινεφίλ Πέμπτη, που προβάλαμε τις ταινίες κάποιων φίλων και γνωστών μας. Το event ανέβηκε στα social media και η ανταπόκριση ήταν απροσδόκητα μεγάλη. Πάνω από 600 άτομα γέμισαν τον Πολυχώρο WE. Οι βραδιές που περάσαμε τα δύο αυτά χρόνια στο Local Short Film Festival είχαν απίθανη ενέργεια. Η αμεσότητα των δημιουργών με το κοινό δημιούργησε ένα παρεΐστικο κλίμα. Όμως, αποφασίσαμε πως έπρεπε να το συγκεντρώσουμε σε ένα πιο περιορισμένο πλαίσιο».

9 1

Και η συζήτηση κύλησε στον προσδιορισμό αυτού του πλαισίου και τις προσδοκίες που φιλοξενεί τελικά όλο αυτό μέσα του. Το κλειδί πίσω από αυτόν τον οριοθετημένο κυβισμό που πάντα νιώθουμε ότι έχουμε ανάγκη προκειμένου να είμαστε ασφαλείς, βρίσκεται πίσω από την επικοινωνία. Αυτή κινεί τα νήματα και αυτή σε κλωτσάει παρακάτω.  «Το Local Short Film Festival είναι το φεστιβάλ ταινιών, μικρού μήκους, Θεσσαλονικιών σκηνοθετών, που στόχο έχει να δημιουργήσει μια πλατφόρμα επικοινωνίας μεταξύ των δημιουργών και του κοινού. Είναι ένας τόπος συνάντησης των δημιουργών και των σινεφίλ της πόλης». Η συνεργασία του Εξώστη με τον Σωτήρη Πετρίδη και τον πολιτιστικό χώρο WE, προσέφεραν την ευκαιρία, τα τρία τελευταία χρόνια, στο όνειρο. Αυτό που μιλάει για την καθιέρωση του φεστιβάλ και την μετενσάρκωση του σε ένα διαχρονικό, πολιτιστικό, μέσο έκφρασης. «Ένα πρώτο σκαλοπάτι για κάτι παραπάνω, για κάπου παραπέρα». Ναι αλλά για να κάνεις το όνειρο πραγματικότητα, θα πρέπει να απευθυνθείς και στοχευμένα κάπου. Και αυτό το κάπου να έχει και την ανάλογη απήχηση. Αλλιώς το όνειρο γίνεται ουτοπία. Αυτό σκέφτομαι όσο διακόπτει τον συλλογισμό μου και με επιβεβαιώνει πριν τολμήσω να το ξεστομίσω, ότι  «το κοινό μας είναι «ψημένο». Οι ταινίες που προβάλουμε ως επί το πλείστον δεν είναι εμπορικές, αλλά νέων δημιουργών και έχουν συγκεκριμένο κοινό».

1 5

Το Φεστιβάλ το παρακολουθούν και το ακολουθούν άνθρωποι του κινηματογραφικού χώρου με ό, τι αυτό συνεπάγεται, με διαβεβαιώνει. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, φωτιστές, σεναριογράφοι, μοντέρ, μακιγιέρ και όλοι όσοι ασχολούνται με την ολοκλήρωση μιας ταινίας. Οπότε κάπου εκεί καταλήγω ότι υφίσταται ακόμα το όνειρο και δεν έχει μείνει εκεί, σε σύννεφα και χαρωπά πρόβατα.  Έχει αποκτήσει μορφή, υπόσταση, κοινό και έχει κλέψει πολλές κιλοβατώρες από τα φώτα της πόλης πάνω του.

3 5

Είναι όμως αυτό αρκετό; Και κάπου εκεί ξεκινούν οι μικροπρέπειες και οι άσκοπες φιλόδοξες φλυαρίες που καταλήγουν ως γνωστόν στην ματαιοδοξία. Όλα αυτά μωρέ ξέρεις, περί πολυτέλειας, επάρκειας, ίσης ευκαιρίας ανταγωνισμού, επιπέδου κτλ κτλ. Και αρχίζει στο μυαλό μου ένας στρόβιλος από παζάρια, ζυγίσματα, συμβιβασμούς, μετριοπάθεια, βολέματα και άλλα τέτοια που σε κάνουν να απομακρύνεσαι από αυτό που τόσο ήθελες και να κατηγορείς μόνιμα κάποιον άλλον. Το πλέον εύκολο δηλαδή. Όχι όμως για άλλους. Και χαμένη κάπου σε όλους αυτούς τους κατά συρροή συλλογισμούς την ακούω να μου λέει πως η σχολή κινηματογράφου που εδράζεται στην Θεσσαλονίκη είναι μια τεράστια δεξαμενή δημιουργών. «Μέχρι τώρα το Φεστιβάλ είχε την ιδιαιτερότητα να γίνεται κάθε δύο μήνες και μέσα σε δύο χρόνια προβάλλαμε πάνω από εξήντα ταινίες Θεσσαλονικιών σκηνοθετών και κάποιες ταινίες σκηνοθετών από Αθήνα. Άρα, ναι μπορεί να βασιστεί το φεστιβάλ στους Local σκηνοθέτες. Και αυτό είναι και το κίνητρο που γίνονται περισσότερες ταινίες. Κάπως έτσι καταλαβαίνεις πως όντως το φεστιβάλ έχει την «πολυτέλεια» να παραμείνει σε τοπικό επίπεδο και περνάς αμέσως στο τι γίνεται με τον (ισάξιο αν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό) ανταγωνισμό.

Εκεί με διαβεβαιώνει πως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την δυναμική που έχει η Αθήνα, πόσο δε μάλλον κάποια άλλη πόλη του Εξωτερικού. Και συνεχίζει να με επιβεβαιώνει πως η Θεσσαλονίκη παρά τις προσπάθειες που έκανε κατά καιρούς, δεν κατάφερε να δημιουργήσει τις προδιαγραφές εκείνες που θα κρατήσουν εδώ τους παραγωγούς της. «Ναι, είναι μια όμορφη πόλη, έχουμε την τύχη να βλέπουμε ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα, μας καδράρει το επιβλητικό φόντο του Ολύμπου, αλλά οι δουλειές χρειάζονται χρήματα και χρήμα αυτή η πόλη δεν κινεί. Εκεί κάπου τελειώνει και το παραμύθι για τον καθένα που θέλει να κάνει ένα βήμα μπροστά στην πόλη του». Και εδώ ακριβώς είναι το σημείο που αρχίζω έντονα να αναρωτιέμαι και να προσπαθώ να καταλάβω το τι είναι αυτό που την κρατάει σε αυτήν την πόλη και την κάνει ακόμα να πιστεύει σε αυτήν. «Οι άνθρωποι που συνεργάζομαι είναι αυτοί που μου δίνουν ελπίδα, πως τίποτα δεν χάθηκε ακόμα. Μέσω του LSFF γνώρισα ανθρώπους που κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να φτάσουν στον στόχο τους. Να ολοκληρώσουν π.χ ένα φιλμ με το μικρότερο δυνατό κόστος, χωρίς να χάσουν κάτι από την αρχική τους ιδέα. Και το καταφέρνουν. Ε, αυτοί οι άνθρωποι σου δείχνουν τον δρόμο».

11

Και μάλλον αυτοί οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι που έδειξαν και τον δρόμο προς την έξοδο κινδύνου, υποθέτω εγώ. Είναι οι ίδιοι που φρόντισαν να θέσουν μέσα στα σχέδια του φεστιβάλ το ταξίδι προς άλλες πόλεις και να σπρεντάρουν αυτό το όνειρο μέσα από το δώρο που προσφέρει η τέχνη. Τους κατά αιώνες αγώνες για κάτι τόσο δεδομένο. Την έκφραση. Και συμπληρώνει την σκέψη μου, όσο η κούπα μου αιωρείται κάπου ανάμεσα στα δάχτυλα και τα χείλη μου, εκμυστηρευόμενη πως είναι πολύ σημαντικό να δημιουργούμε και να ταξιδεύουμε. «Να μεταφέρουμε την εμπειρία μας, αλλά και να ερχόμαστε σε επαφή με άλλα Φεστιβάλ και άλλους ανθρώπους που κάνουν το ίδιο πράγμα και θα μας βοηθήσουν να δούμε το κάτι άλλο».

Και επειδή κάπου πάντα μπαίνει το μάρκετινγκ και όλη αυτή η ενοχλητική οχλαγωγία της χρησιμοποίησης της τέχνης ως πόλο έλξης, που κολλάει γάντι με την δικαιολογία του «όλα στον βωμό της εξωστρέφειας», εκείνη συγκατατίθεται χωρίς δισταγμό πώς «σίγουρα, κάθε τι που γίνεται στην πόλη δημιουργεί τις συνθήκες προώθησης και διαφήμισης. Θέλουμε να έρχεται κόσμος και από άλλες πόλεις, γι’ αυτό φέτος θα συμπεριλάβουμε παράλληλες προβολές με ταινίες από όλη την Ελλάδα και θέλουμε να ανοίξει και άλλο το Φεστιβάλ και να δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Και όσο παραμένω βυθισμένη μέσα στον στόμφο της και θαυμάζω την αφοσιωμένη πίστη της σε κάτι τόσο θαρραλέο στα μάτια μου, την προσγειώνω και πάλι διερωτώμενη με περιέργεια για το τι θα ακολουθήσει, για το που έγκεινται η μοναδικότητα του φεστιβάλ προκειμένου να μπορούμε να μιλάμε για δίκαιη απόθεση της ενέργειάς της σε μια αμφιβόλου ποιότητας αγορά αλλά και υπερποσότητας την ίδια ακριβώς στιγμή.  «Ο χρόνος που δίνεται στο κοινό και τους δημιουργούς να συζητήσουν για τις ταινίες τους, τον τρόπο που τις δούλεψαν και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν είναι ένα μεγάλο κομμάτι της μοναδικότητάς του» μου απαντάει με ευθύτητα και δίχως δεύτερες σκέψεις, παραμένοντας προσκολλημένη σε αυτήν την αξιοζήλευτη σιγουριά της. «Και φυσικά, να μην ξεχνάμε το γεγονός πως το Φεστιβάλ δεν πραγματοποιείται σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα, αλλά στον Πολυχώρο WE. Αυτό είναι που το διαφοροποιεί και από όσα ξέραμε μέχρι τώρα για τις προβολές»!

10 2

Προσφέρει ωστόσο το Local Short Film Festival, την δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους καλλιτέχνες να αναδειχθούν στο ελληνικό στερέωμα αλλά και την ευκαιρία ίσως για μια χειραψία με μεγαλοστελέχη του χώρου; Συνεχίζω να την ενοχλώ προσπαθώντας να καταλάβω την δυναμική όλου του εγχειρήματος και τις προοπτικές που αυτό μπορεί να προσφέρει. «Αυτός είναι άλλωστε και ο τελικός σκοπός» μου απαντάει αυτονόητα και παραγγέλνει την πλέον μπύρα της.  «Κάθε προβολή και επαφή με τους θεατές είναι πάντα μια ευκαιρία. Το Φεστιβάλ το παρακολουθούν σινεφίλ και άνθρωποι που ενδιαφέρονται για το παραγωγικό υλικό της πόλης, οπότε πιστεύω πως μπορούν να γεννηθούν πολλές ευκαιρίες». Και όσο μιλάμε για ευκαιρίες που όλοι τόσο διψασμένα αναζητούμε και κάποιοι άλλοι τόσο απλόχερα προσφέρουν, πάλι τρυπώνουν στο τραπέζι κριτήρια και κανόνες. Ο νόμος της αγοράς βλέπεις. Προσφορά και ζήτηση. Μια εξίσωση που θα σε στοιχειώνει για πάντα και που θα πρέπει σε κάποια φάση να είσαι έτοιμος να αποδεχτείς. Και αφού το ξεπεράσεις, θα σε ενημερώσω πως «η επιλογή των ταινιών που προβάλλονται γίνεται με γνώμονα το αρτιότερο τελικό αποτέλεσμα, τη σύγχρονη ματιά και την τεχνική». Και όταν αναρωτήθηκα και εγώ το τι επιτάσσει η σύγχρονη ματιά για να μπορέσω να καταλάβω τι σκέφτεται, εκείνη μου έθεσε πέντε βασικούς άξονες και μία γενική παραδοχή της αισθητικής.

4 3

Τεχνολογία, επαφή με την πραγματικότητα, ουσία, θεματολογία, σενάριο και όλα τα στοιχεία που κάνουν μια ταινία ενδιαφέρουσα. Οι φιλοξενούμενες ταινίες υποκλίνονται στους άξονες και περιστρέφονται γύρω από την ανάγκη επικοινωνίας, τον έρωτα, τον φόβο, τις σχέσεις, την κρίση και την ανασφάλεια. Με μια πλούσια νοηματικά φράση… «όλα όσα προβληματίζουν τον καθένα από εμάς στην καθημερινότητα μας».

Η ίδια ίσως να μην μπορεί να δει πολύ μακριά αλλά σίγουρα μπορεί να δει μέχρι το επόμενο Local Short Film Festival, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 2 & 3 & 4 Απριλίου. Τρεις μέρες προβολών, Special Screening και τελετή λήξης. «Θα δούμε πολλές ταινίες, θα συζητήσουμε για τον κινηματογράφο, θα γνωρίσουμε καινούργιους ανθρώπους, θα ανταλλάξουμε σκέψεις, θα ψηφίσουμε, θα περάσουμε καλά και πιστεύω πως σύντομα θα τα ξαναπούμε για κάτι καινούργιο, ίσως εκτός Θεσσαλονίκης». Αισιόδοξη και με την αμετροέπεια παραγκωνισμένη από εκείνο τον ξύλινο πάγκο με τις παγωμένες μπύρες, συνεχίζει να μου μιλάει για τα παρασκήνια, όσο ανυπομονούμε να τα πούμε on stage.

2 6

5 2

Info:

Local Short Film Festival #10

Πότε: 2 & 3 & Απριλίου 2019

Πού: Πολυχώρος WE

*Η πλατφόρμα αποστολής ταινιών παραμένει ανοιχτή μέχρι τις 23/2

Local Short Film Festival

Το Local Short Film Festival αφορά την προβολή ταινιών της πόλης της Θεσσαλονίκης στο σινεφίλ κοινό της πόλης. Το διαγωνιστικό κομμάτι του Local Fest αφορά μ…

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!