σε ,

Zώντας στο εξωτερικό σε καιρό πανδημίας: Τρεις ιστορίες

Η Νατάσα, ο Αλέξανδρος και ο Δημήτρης ζουν και εργάζονται μόνιμα εκτός Ελλάδας: Πώς βίωσαν την πανδημία;

photomix image 89

Πόσο άλλαξε η πανδημία τις ζωές μας; Πόσο δύσκολο είναι το να βιώνεις την εισβολή της Covid-19 εκτός συνόρων; Ζήτησα από τρια άτομα, που ανήκουν στην γενιά των millennials και ζουν και εργάζονται μόνιμα στο εξωτερικό, να μου αφηγηθούν τις ζωές τους πριν, κατά τη διάρκεια και στα τελευταία κεφάλαια (καθ’ όπως φαίνεται) της πανδημίας.

Νατάσα Παυλίτσεβιτς – Σουηδία

Εισαγωγή: «Το μυθιστόρημά μου “Κάπου Αλλού” βγήκε τέλη Γενάρη του 2020. Το σχέδιο ήταν να πάω Ελλάδα τον Φλεβάρη για βιβλιοπαρουσιάσεις. Έλα όμως που ο Φλεβάρης με βρήκε έγκυο με δίδυμα και άρα με αυστηρή απαγόρευση πτήσεων από τη μαία που με παρακολουθούσε. Δούλευα τότε σαν δασκάλα δημοτικού σε ένα σχολείο, σε μια άκρως σουηδική περιοχή, γύρω στα 20 λεπτά απόσταση από το σπίτι μας με αμάξι. Ο καιρός ήταν κακός όλο το Φλεβάρη και με θυμάμαι να γλιστράω στην είσοδο του σχολείου από τα χιόνια, κι αμέσως μετά να ψάχνομαι πανικόβλητη μήπως συνέβη κάτι με τα μωρά.  Είχα όμως πείσμα να μην αφήσω την εγκυμοσύνη να με κάνει ό,τι θέλει και προσπαθούσα να βγαίνω. Ακόμα με θυμάμαι με το μοκτέηλ στο χέρι να χορεύω σε κλαμπ με την παρέα μου. Μια μέρα ο άντρας μου. μου ανέφερε ότι είδε στο Reddit ότι υπήρχε λέει ένας ιός στην Κίνα που φαινόταν να εξαπλώνεται…»

«Μένουμε σπίτι;»

«Τον Μάρτιο του 2020 τα πράγματα είχαν σοβαρέψει πολύ για όλο τον κόσμο, εκτός από τη Σουηδία. Τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν εμένα, που πέρα από τη δική μου υγεία είχα να αγχώνομαι και για την πορεία της εγκυμοσύνης. Τα μέτρα που πάρθηκαν τότε ήταν ελάχιστα και το σχολείο με τους 700 μαθητές και γύρω στους 100 δασκάλους στο οποίο δούλευα συνέχιζε να λειτουργεί κανονικά. Την ώρα του μεσημεριανού, το οποίο στη Σουηδία δίνεται από το σχολείο, σε καφετέρια, 700 συν 100 χέρια έπαιρναν φαγητό από την ίδια κουτάλα. Τα ίδια άτομα έτρωγαν σε τραπέζια που σκουπίζονταν περιστασιακά με νερό και χρησιμοποιούσαν τις ιδές τρεις κοντινές τουαλέτες. Αν δεν είναι αυτό συνταγή για ταχεία εξάπλωση του ιού, δεν ξέρω τι είναι.

Κάθε βράδυ με τον άντρα μου ξαπλώναμε ελπίζοντας να κλείσει το σχολείο, και κάθε πρωί σηκωνόμασταν με τη σιγουριά ότι αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. Η πλάτη μου, επιβαρυμένη από την ήδη τεράστια κοιλιά μου, με κράτησε σπίτι, με χαρτί γιατρού. Ένιωθα τυχερή που μπορούσα να κάνω το “μένουμε σπίτι” σε μια χώρα που επικρατούσε ακόμη το “βγαίνουμε έξω”. Έβγαινα μόνο για τον υπέρηχο που λόγω ομοζυγωτικών διδύμων επαναλαμβάνονταν κάθε δυο εβδομάδες. Εγώ φορούσα μάσκα και γάντια, οι γιατροί όχι. Μάλιστα, στα τέλη Μαρτίου σε μια επίσκεψη, μια γιατρός μου είπε ότι τους είχαν απαγορεύσει από το νοσοκομείο να φοράνε μάσκες, γιατί θα προκαλούσαν λέει, πανικό χωρίς λόγο.

Τότε, έπεσε το βαρύτερο μέχρι τότε μέτρο, με την απαγόρευση συναθροίσεων πάνω από 50 άτομα, εκτός φυσικά σχολείων και χώρων εργασίας. Η κυβέρνηση συμβούλεψε τον κόσμο να φοράει μάσκα, χωρίς όμως κυρώσεις για το αντίθετο, οπότε στα λεωφορεία και τα σούπερμαρετ ο παράξενος ήταν αυτός που την φορούσε.

Αργότερα οι περισσότερες εταιρείες δούλευαν εξ αποστάσεως, και τα καφέ είχαν χωρίσει τα τραπέζια ώστε να είναι στημένα μακρύτερα το ένα από το άλλο. Στα λεωφορεία κάθε δεύτερη θέση είχε ένα μεγάλο Χ ώστε να κάθεται ο καθένας μόνος τους, που ούτως ή άλλως για τους περισσότερους Σουηδούς είναι η ιδανική κατάσταση.

Εγώ έμενα ακόμη σπίτι. Κάθε μου εξωστρέφεια έβρισκε ανάσα στο ίντερνετ όπου μιλούσα με την οικογένειά μου, τους παλιότερους φίλους μου αλλά και τους καινούριους που βρεθήκαμε σε τσατ γκρουπ με σκοπό να γεμίζουμε λίγο παραπάνω τις μέρες μας.

Όταν τελικά γέννησα τον Ιούνιο, οι πρακτικές στο νοσοκομείο είχαν αλλάξει και δεν επιτρεπόταν να έχω μαζί μου πάνω από ένα άτομο. Η μαμά μου, που είναι μαία, με καθοδήγησε σε ένα πάρα πολύ δύσκολο τοκετό, όσο ο άντρας μου ήταν έξω από το θάλαμο σε ένα χώρο αναμονής.

Έμεινα μια βδομάδα περίπου στο νοσοκομείο με τα μωρά. Ο άντρας μου δεν επιτρεπόταν να με επισκεφτεί, ούτε εγώ να βγω από το δωμάτιο. Όταν ήμασταν λοιπόν έτοιμοι να γυρίσουμε, μπόρεσε να αγκαλιάσει τα παιδιά μας για πρώτη φορά.

Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς ήταν το πρώτο που περάσαμε στη Σουηδία από τότε που μεταναστεύσαμε το 2014. Μέχρι τον Ιούνιο του 2021 έμεινα σπίτι με μητρική άδεια και ο άντρας μου συνέχιζε να δουλεύει σε ένα σχολείο που δεν έκλεισε ποτέ. Εγώ φρόντιζα τα παιδιά, έγραφα, διάβαζα και περίμενα τον Ιούνιο όταν θα πηγαίναμε στην Ελλάδα. Έκανα να δω τον πατέρα μου, τον αδερφό μου και την υπόλοιπή μου οικογένεια περίπου δύο χρόνια. Νιώθω μόνο πίκρα για κάθε αγκαλιά που έχασα, κι είμαι πεπεισμένη ότι θα προσπαθώ μια ζωή να τις πάρω πίσω».

Φινάλε όπως πρέπει (με Abba)

«Τώρα που τα μωρά δεν είναι μωρά πια, αλλά νήπια, ανοίγει και ο κόσμος. Με όσα της έσυρα της Σουηδίας, πρέπει να παραδεχτώ ότι όντως ο κόσμος εμβολιάστηκε. Στα λεωφορεία οι θέσεις είναι ανοιχτές, τα καφέ στριμώχνουν τα τραπέζια όπως άλλοτε, άνοιξαν και τα κλαμπ. Πρόσφατα στήθηκα σε μια ουρά, πλήρωσα είσοδο, άφησα το παλτό μου και χόρεψα με εκατοντάδες αγνώστους διάφορα τραγούδια των Abba, κι ένα σύνθημα “τέλος η κορώνα, τέλος ο ιός”. Όταν όμως το κλαμπ άρχισε να γεμίζει για τα καλά, αγχώθηκα, πήρα το παλτό μου κι έφυγα. Δεν ξέρω αν είναι ο κόσμος όπως ήταν πριν. Εγώ όμως σίγουρα δεν είμαι όπως ήμουν πριν. Το βλέπω όταν είμαι σε κλειστό χώρο και κάποιος βήχει, όταν με αγκαλιάζουν μαθητές, όταν φοβάμαι μήπως έχω ανεβάσει πυρετό. Προσπαθώ να κάνω ένα βήμα τη μέρα. Αύριο θα πάω για μπύρες. Την Παρασκευή ίσως σινεμά..»

Αλέξανδρος Μιχαλάκης – Λονδίνο

Εισαγωγή: 20 Ιανουαρίου 2020, Central Line, 8:45 π.μ.

«Η κόκκινη γραμμή του μετρό έχει αρχίζει να γεμίζει με κόσμο, όπως και κάθε Δευτέρα πρωί.
Ένα ετερόκλητο πλήθος είναι έτοιμο να στριμωχτεί και να διασχίσει -μάλλον απρόθυμα- το
μισό Λονδίνο για να ξεκινήσει μια ακόμα εβδομάδα σαν όλες τις άλλες. Ένα από τα προνόμια
της πρόσφατης μετακόμισης μου κοντά σε τερματικό σταθμό είναι πως είναι ευκολότερο να
βρεις μια κενή θέση στο βαγόνι – αλλιώς το πιθανότερο είναι οι συρμοί να είναι ήδη
ασφυκτικά γεμάτοι.
Κοιτάζοντας το νέα στο κινητό μου στον δρόμο για το γραφείο, όλα τα βρετανικά
ειδησεογραφικά sites βουίζουν για το “Megxit” και την οριστική (;) ρήξη του Harry με το
παλάτι και την Ελισάβετ. Πιο κάτω από τα headlines και με λίγο πιο επίμονο scroll στα ψιλά
γράμματα, θα βρει κανείς τις πρώτες αναφορές σε έναν “νέο απειλητικό ιό” καπου μακριά,
πολλά χιλιόμετρα μακριά…»

20 Ιανουαρίου 2021, Ealing Broadway, 18:00 μ.μ.

«Η τελευταία κλήση του απογεύματος, από τις αρκετές που προηγήθηκαν μέσα στη μέρα,
σύντομα φτάνει στο τέλος της. We’ll speak tomorrow ακούγεται από την άλλη πλευρά της
γραμμής, το “see you tomorrow” είναι κενό νοήματος εδώ και ένα χρόνο, όσο δηλαδή έχω να
εργαστώ από το φυσικό μου χώρο. Δεν πιστεύω πως το Λονδίνο θα μπει σε lockdown
θυμάμαι να λέγεται στο γραφείο λίγες μέρες πριν τις επίσημες ανακοινώσεις, περισσότερο
ως ευχή πάρα ως πρόβλεψη – πλέον μοιάζει με σύντομο ανέκδοτο. Αφήνω τα ακουστικά μου
στην άκρη και ετοιμάζομαι για τον καθιερωμένο περίπατο στο κοντινότερο πάρκο, την μόνη
πολυτέλεια που επιτρέπεται πλέον, μιας και τα πάντα στη πόλη είναι κλειστά. Εκεί θα
συναντήσω κι άλλους ανθρώπους σαν εμένα, που ψάχνουν την παραμικρή ευκαιρία που θα
τους δοθεί μέσα στη μέρα για να αλλάξουν παραστάσεις, περπατώντας, τρέχοντας ή
βγάζοντας βόλτα το κατοικίδιο τους – πάντα μετρώντας με το μυαλό τους την απόσταση από
τους γύρω τους.

Η προσαρμογή σε μια εντελώς πρωτόγνωρη, νέα εργασιακή πραγματικότητα ήρθε ταχύτατα και, σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως ομαλότερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Τα μεγάλα γραφεία στο κέντρο έχουν αδειάσει, οι δρόμοι της πολης το ίδιο, η ζωή όμως συνεχίζεται – έστω κι αν κυλάει σε βοηθητικές ρόδες.

«Αναρωτιέμαι πότε θα ξαναγίνει η καθημερινότητα ακριβως όπως ήταν» θυμάμαι να σκέφτομαι φωναχτά σε μια κλήση για να πάρω την αφοπλιστική, κυνική μα -δυστυχώς- όχι παράλογη απάντηση από τον συνάδελφο μου: «Δεν νομίζω ότι η καθημερινότητα να γίνει ποτέ ξανά όπως ήταν».

Σκέφτομαι, κοιτάζοντας προς τα πίσω, πόσα άλλαξαν μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο γύρω μου,
και μέσα μου. Οι γιορτές για να γίνουν οικογενειακές, χρειάζονται πια και την συνδρομή των
social. Τα ταξίδια, ακόμα και τα πιο κοντινά, θέλουν επιπλέον κόπο, ίσως απλά για να
υπενθυμίζεται εμμέσως η αξία τους.
Σκέφτομαι πόσες εμπειρίες θα μπορούσα να είχα βιώσει διαφορετικά, αν ήξερα τι θα ακολουθούσε.
Ίσως όταν είχα δει π.χ. το πρώτο λουκέτο στο Λούβρο να μην μου είχε φανεί τόσο
“υπερβολικό”, απλά να χαιρόμουν που έτυχε να βρεθώ στο Παρίσι μια εβδομάδα πριν
κλείσουν τα σύνορα με τη Γαλλία. Ίσως, μετά τους εκκωφαντικούς πανηγυρισμούς για το
buzzer beater του Ελ Αραμπί, όταν ο Ολυμπιακός έπαιξε στο Emirates κόντρα στην Άρσεναλ, να ξόδευα ένα λεπτό για να κοιτάξω το πλήθος γύρω μου. Ίσως όμως και πάλι, αν δεν είχε δημιουργηθεί τόσος «κενός χρόνος», να μην έπαιρνα την απόφαση να ξεκινήσω εκείνα τα μαθήματα animation που σχεδίαζα παλιότερα

Κάθε νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις».

30 Ιουλίου 2021, Soho, 21:00 μ.μ.

«Το φετινό καλοκαίρι στο Λονδίνο είναι με διαφορά το πιο βροχερό των τελευταίων ετών. Η
καταρρακτώδης βροχή, που άλλοτε μπορεί να απέτρεπε τον κόσμο να στηθεί τόσο
υπομονετικά στις ουρές των pubs κάτω απ’ την Oxford street, τώρα μοιάζει μάλλον με χαζό
εμπόδιο.  Το Λονδίνο θέλει τη ζωή του πίσω – σχεδόν απαιτεί την επόμενη μέρα αν και γνωρίζει πως αυτή  δεν θα είναι το ίδιο εύκολη για όλους. Κάποιοι από τους ανθρώπους του μπορεί να έχουν την
ανάγκη να ξεχάσουν τα τελευταία δύο χρόνια, σαν να ξύπνησαν από ένα παράξενο όνειρο.
Άλλοι μπορεί να χρειαστεί να αρχίσουν ξανά τη ζωή τους, οπλισμένοι με σκέψεις και εφόδια
που τους έδωσαν οι ατελείωτες ώρες περισυλλογής. Για τους περισσότερους ίσως είναι
ακόμα νωρίς και ο απολογισμός να πρέπει να γίνει αργότερα, όταν όλα αυτά θα έχουν φτάσει
πια στο οριστικό τους τέλος. Και ποιός μπορεί να τους αδικήσει άλλωστε; Για σχεδόν δύο
χρόνια, όταν εκείνοι έκαναν σχέδια, ο ιός γελούσε. Ίσως όμως πάλι, να αρκεί απλά ένα
περπάτημα στο, γεμάτο ξανά από παρέες, Soho ένα βροχερό βράδυ του Ιούλη, για να τους
κάνει να ελπίζουν ότι γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος».

Δημήτρης Μιχαηλίδης – Παρίσι

mic2

Ανοίγω την βίντεοκλήση, ο Δημήτρης έχει μόλις βγει από δωμάτιο σύσκεψης της εταιρείας όπου εργάζεται. Ξεκινάμε την κουβέντα μας αντίστροφα: «Από το καλοκαίρι που έχει φύγει το οποιδήποτε απαγορευτικό,  ο κόσμος εδώ είναι free! Χαλάει αβέρτα χρήματα, πάει για ποτό, για δεύτερο ποτό, ατέλειωτο bar-hoping, «δωσ’ του κυρ Στέφανε» σαν να μην υπάρχει αύριο. Εν τω μεταξύ τώρα είναι και η εποχή που οι Γάλλοι κάνουν τις φορολογικές δηλώσεις (έχουμε τρελό φόρο εισοδήματος) και ύστερα από ένα καλοκαίρι που όλοι μας ξοδεύαμε αβέρτα, θα κληθούμε να πληρώσουμε φόρο σε τέσσερις δόσεις (στις περισσότερες περιπτώσεις) ως το Δεκεμβριο. Οπότε ναι, από την μια βγαίνουμε, αναπληρώνουμε όλο αυτό που είχαμε χάσει, από την άλλη όλοι έχουμε τρελά χρέη!

(Ένα χρόνο πριν)

Στην καραντίνα, ξεκινώντας από το nightlife, τα πράγματα ήταν λίγο τρομακτικά. Εδώ στην Γαλλία είναι σαφές ότι η νύχτα σου ξεκινάει από τις 6 το απόγευμα. Θα κανονίσεις με την τάδα παρέα μετά τη δουλειά να πας για ένα κρασί σε μια brasserie ή κάτι παρόμοιο. Όταν όμως στις 6 δεν υπήρχε τίποτα, ήταν όλα κλειστά λόγω του lockdown, τότε απλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Αυτό που θυμάμαι ότι έπαιζε πολύ εκείνη την εποχή, ήταν το Uber. Δηλαδή, τα Π/Σ/Κ μαζεύονταν μια παρέα, παίρναμε πράγματα από ένα σούπερμαρκετ, κλείναμε από ένα Uber και μαζευόμασταν σε σπίτια. Δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους, ήταν όλα κλειστά για ένα τεράστιο χρονικό διάστημα, σχεδόν ξεχάσαμε πως είναι να πηγαίνεις σε ένα μαγαζί και να σε εξυπηρετεί κάποιος, να σου προσφέρει ένα ποτό. Τουλάχιστον υπήρχε αυτό, μπορούσες να μπεις σε ένα ταξί και να δεις μερικούς φίλους, μέσα σ’ ένα σπίτι.

Όταν είδα ότι το ξέσπασμα της πανδημίας εδώ θα κρατούσε πολύ, έφυγα αμέσως για Ελλάδα, δεν το σκέφτηκα καθόλου. Ειδικότερα το lockdown του περασμένου χειμώνα στην Ελλάδα ήταν πολύ πιο αυστηρό απ’ ότι αυτό που συνέβη στο Παρίσι, που μπορούσες να βγεις μ’ ένα αυτοκίνητο σε μια μεγάλη χιλιομετρική ακτίνα, χωρίς βεβαιώσεις μετακίνησης για να πας από δήμο σε δήμο. Νομίζω ότι στο δεύτερο lockdown στην Ελλάδα υπήρχε η αίσθηση ότι είσαι περιορισμένος σε ένα γεωγραφικό σημείο, αυστηρά. Έμοιαζε με «πνίξιμο» όλο αυτό. Μπορώ να πω πως ανυπομονούσα να γυρίσω στο Παρίσι».

Μια εθελούσια λήθη

«Καθημερινά διαπιστώνω πως ο κόσμος ξεχνάει εύκολα και όσο εύκολα συνηθίζει, άλλο τόσο ξεσυνηθίζει. Είναι σαν να μην λογαριάζει κανείς τι έχει συμβεί λίγους μήνες πριν. Με όσους μιλώ για όσα έγιναν το 2020, είναι σαν να έχουν ένα gap μέσα τους, έχουν μπει σε μια εθελούσια λήθη. Δεν είναι αστείο, έχω όντως μιλήσει με άτομα για το lockdown που λένε «δεν ξέρω τι να σου πω, πραγματικά δεν θυμάμαι».

Η ανάγκη του να βγω, να κλαμπάρω, να ταξιδέψω, αυτό είναι νομίζω που μου έχει μείνει από όλο αυτο, η ανάγκη να ζήσω περισσότερα πράγματα. Κάτι που όπως καταλαβαίνεις, νομοτελειακά έχει επίπτωση στην αγοραστική σου ικανότητα. Η ανάγκη να ζήσω περισσότερο, απ’ ότι πριν, αυτό είναι που μένει στο φινάλε, νομίζω».

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μαγεία! Πώς θα ήταν η Γη χωρίς ανθρώπους;

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!