σε ,

Evripidis and his Tragedies: «Οι τραγωδίες με έπλασαν σαν άνθρωπο αλλά δε με ορίζουν»

Ο τραγουδοποιός μιλά για τη μουσική, την απώλεια και το νέο του άλμπουμ “Μια Τρίτη στην Καντίνα”

Πλασμένος μέσα από τραγωδίες, που δεν κατάφεραν να τον ορίσουν, χαμένος μέσα σε πεντάγραμμα που πάσχιζαν να χωρέσουν αποστάγματα μουσικής και βιωμάτων, επαναπροσδιορισμένος μέσα από μια μεγάλη απώλεια που έφερε έναν δίσκο παλώμενο ανάμεσα στο πιο βαθύ σκοτάδι και το πιο ανάλαφρο αστείο και απόλυτα ισορροπημένο ανάμεσα στον υπαρξισμό και την αισιοδοξία, την θλίψη και τον έρωτα. Είναι ο “Evripidis and his tragedies” και μας αφηγείται εκείνες τις Τρίτες στην Καντίνα και τα μπαράκια της Αθήνας, το χάος του, τις προσωπικές του αλήθειες, την ανάγκη του για ελληνικό στίχο και το πισωγύρισμα στα τέλη των 90’s, όπου όλα νοηματοδοτούνταν διαφορετικά και η ζωή εξαρτιόταν από τα φανζίν και τους δίσκους, τα ατέλειωτα βράδια και τις ανώδυνες καταχρήσεις. Τότε, όπου η μουσική όριζε τα στέκια και τα «ξύδια» τις παρέες, κάτω από την λεζάντα «τα άγριά μας χρόνια».

Ο νέος του δίσκος κυκλοφορεί παρέα με συγκρουόμενες ιστορίες από την Mo.Mi.Records, με την αποκλειστική συνεργασία ελλήνων καλλιτεχνών, όπου ανάμεσά τους βρίσκονται οι Θάνος Κοσμίδης, Νίκος Χριστόπουλος, Nalyssa Green, Γιωργής Χριστοδούλου, Ελίζα Αριάδνη Καλφά, Κωσταντίνος Βήτα και Χάρης Κρεμμύδας.

Μία Τρίτη στην καντίνα…

Ο αδελφικός μου φίλος με είχε πάρει τηλέφωνο από το Λονδίνο, απηυδισμένος από τη ζωή εκεί, και μου είχε πει ότι θέλει να γυρίσει πίσω στην Αθήνα, να χαλαρώσει, να ξαναρχίσει να βγαίνει τις καθημερινές, όπως έκανε στα ’00s. Χρησιμοποίησε τη φράση “Θέλω να γυρίσω στην Αθήνα, να βγαίνω ακόμα και μια Τρίτη στην Καντίνα.”  Ο δίσκος είναι αφιερωμένος στο φίλο μου. Μου φάνηκε ταιριαστό να τον ονομάσω δανειζόμενος τον τίτλο από τα ίδια του τα λόγια.

thumbnail Pasted Graphic 1

Οι τραγωδίες του Ευριπίδη…

Όπως κάθε ανθρώπινη ζωή, έτσι και η δική μου είναι γεμάτη μικρές και μεγάλες τραγωδίες. Παιδικά τραύματα, ραγισμένες καρδιές, αποτυχίες, απώλειες. Φαντάζομαι ότι επιλέγω να τραγουδάω για αυτές, ξεψαχνίζοντάς τις και συχνά χρησιμοποιώντας μια δόση χιούμορ, για να τις εξορκίσω, να τις εντάξω στο πλαίσιο της ζωής μου, να μάθω κάτι από αυτές και τελικά να έχω και μια απόδειξη ότι δεν υπήρξαν δυνατότερες από μένα. Ότι με έπλασαν σαν άνθρωπο αλλά δε με ορίζουν.

Οι προσδοκίες του πρώτου δίσκου και η πραγματικότητα της πρώτης ακρόασης.

Αν μιλάς για τον πρώτο μου δίσκο το 2007, θα σου πω ότι ήθελα να χωρέσω το απόσταγμα όλης της μουσικής που μέχρι τότε είχα ακούσει, μαζί με βιώματα ετών και πολύχρονη λαχτάρα να δημιουργήσω και να μοιραστώ τα φρούτα της δημιουργίας μου με τον κόσμο. Το αποτέλεσμα θεωρώ πως ήταν ένα κράμα απόλυτης τιμιότητας και υπέρμετρου ζήλου και φιλοδοξίας μαζί με πολλούς τεχνικούς περιορισμούς και λάθη πρωτάρη. Νομίζω πως για αυτό το λόγο το πρώτο μου άλμπουμ αγαπήθηκε από πολύ κόσμο περισσότερο από τα δυο επόμενα που ήταν τεχνικά αρτιότερα. Στον τέταρτο πια δίσκο μου, αλλά συνάμα και τον πρώτο μου στα ελληνικά έκανα μια νέα αρχή. Θέλησα να επικοινωνήσω στην γλώσσα μου τα συναισθήματα που προέκυψαν μετά από τη μεγαλύτερη στεναχώρια που έχω περάσει μέχρι σήμερα, το θάνατο του αδελφικού μου φίλου. Ωστόσο, ήθελα να μιλήσω τόσο για την απώλεια όσο και για την όρεξη για ζωή, το ένστικτο της επιβίωσης, τα πράγματα που μας κρατάνε όρθιους όταν όλα γύρω μας μοιάζουν να καταρρέουν. Πιστεύω πως το πέτυχα απόλυτα, καθώς ο δίσκος δεν είναι απλά ένας θλιβερός, σκοτεινός δίσκος αλλά περιέχει όλη τη γκάμα συναισθημάτων. Μέσα του συνυπάρχουν το πιο βαθύ σκοτάδι και το πιο ανάλαφρο αστείο.

Βίντεο: Μια Τρίτη στην Καντίνα

Evripidis and his Tragedies – Μια Τρίτη στην Καντίνα (Mia Triti Stin Cantina)

Cantina is an old workers’ canteen turned into a bar, in an industrial courtyard in the heart of Athens. A Tuesday night in Cantina can be a lonesome affair, where you just have shots with the waitress until…a bit after midnight, a merry and queer bunch of people turn the place into an unexpectedly wild party.

Παρέμειναν αναλλοίωτες μετέπειτα ή άλλαξαν στην πορεία εξαιτίας μιας επιτυχίας, αποτυχίας ή και στάσης σου απέναντι στην μουσική;

Ποτέ δεν είχα ξεκάθαρους στόχους, γι’ αυτό ίσως και πάντα είχα πρόβλημα με το να χαράζω πορείες και να πετυχαίνω πράγματα χρησιμοποιώντας κάποιο σύστημα. Δοκίμασα διαφορά πράγματα, από το να παίζω μόνος μέχρι να παίζω και με δέκα άτομα, έφαγα πολλές φορές τα μούτρα μου και συνεχίζω να ψάχνω τη συνταγή. Οι προσδοκίες μου πάντως είναι πολύ πιο ρεαλιστικές πλέον από ό,τι στα 26-27 μου χρόνια.

Όταν το «ζήσαν αυτοί καλά» καταρρέει…

Μπορείς να ζήσεις καλά με σχεδόν ό,τι και να σου συμβεί. Αυτό το έμαθα από τη μαμά μου και την αισιοδοξία της αλλά και μαθαίνοντας την ιστορία της οικογένειάς της που πέρασε τα πάνδεινα, πολέμους, κατοχή, δικτατορίες, εξορίες, αρρώστιες, απώλειες, αλλά τελικά το ένστικτο της επιβίωσης και η χαρά της ζωής πάντα έμπαιναν μπροστά. Εγώ δυστυχώς έχω δρόμο μπροστά μου γιατί είμαι καταστροφολόγος και απαισιόδοξος αλλά το παλεύω, για χάρη της μαμάς μου και για να έχω μια καλύτερη ζωή. Και προσπαθώ να το αποτυπώνω όσο γίνεται και στα τραγούδια μου για να μην το ξεχνάω.

thumbnail Pasted Graphic 3

– Σκοτάδι, υπαρξισμός, θάνατος, εγκλωβισμένο παρόν, και από την άλλη έρωτας, ελληνικό καλοκαίρι, φίλοι, οικογένεια, νοσταλγία, πόθος για το μέλλον. Πώς συνυπάρχουν όλες αυτές οι έννοιες και τα συναισθήματα μέσα σου και πώς αποτυπώνεται αυτό στο δίσκο σου;

Δεν συνυπάρχουν ούτως ή άλλως στη ζωή; Κάθε μέρα σχεδόν τα αντιμετωπίζουμε όλα αυτά, δεχόμαστε θετικά και αρνητικά ερεθίσματα που μας δημιουργούν αντικρουόμενα συναισθήματα. Το καλοκαίρι που χάσαμε το φίλο μας και ταυτόχρονα ζούσαμε την πιο μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον λόγω πολιτικών-οικονομικών συνθηκών ήταν ταυτόχρονα ένα καλοκαίρι που επέτρεψα στον εαυτό μου να κάτσει χωρίς δουλειά τρεις μήνες, να πάει διακοπές σε υπέροχα μέρη, να βγει, να ερωτευτεί, να ψάξει να βρει πράγματα για να πιαστεί και να μη βυθιστεί στο πιο μαύρο σκοτάδι. Νομίζω ότι ο δίσκος έχει ακριβώς αυτή τη διάθεση, και στιχουργικά και μουσικά. Σκοτάδι και φως.

– Είναι τελικά το «Μια Τρίτη στην καντίνα» μια πρόκληση σε μια αντιπαράθεση με τον εαυτό σου;

Είναι η δουλειά όπου προσπαθώ να βγάλω κάτι όμορφο και θετικό από κάτι τραγικό και τελεσίδικο. Αυτό που την ξεχωρίζει από τις προηγούμενες είναι το γεγονός ότι τραγουδάω μόνο στα ελληνικά και επίσης το ότι είχα άλλο τρόπο εργασίας απ’ ότι στο παρελθόν. Για πρώτη φορά εμπιστεύτηκα τα κομμάτια μου σε παραγωγό, στον ευφάνταστο και υπερταλαντούχο Θάνο Κοσμίδη, ο οποίος πρόσθεσε την προσωπική του ηχητική παλέτα στις μελωδίες μου. Επίσης όλοι οι συντελεστές του δίσκου, εκτός από τον τεχνικό του mastering, είναι Έλληνες.

– Είναι ένας ξεκάθαρα υπαρξιακός δίσκος που εκφράζεται μέσα από την απώλεια και τον πόνο που αυτή προκαλεί. Είναι ο θάνατος η μέγιστη απώλεια ή οι μικρές καθημερινές απώλειες είναι ο μέγιστος θάνατος;

Ζούμε πολλούς θανάτους κατά τη διάρκεια της ζωής μας, πεθαίνουν άνθρωποι, ζώα, φυτά, όνειρα, ιδανικά, πεθαίνουν τα παιδικά μας χρόνια, η εφηβεία μας, τα νιάτα μας… αλλά όλα κάτι αφήνουν μέσα μας, προσθέτουν από ενα τούβλο ή και περισσότερα στο οικοδόμημα της ύπαρξής μας.

thumbnail Pasted Graphic 4

– Μέσα από τι έρχεται η «αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας» και πώς αυτή ήρθε σε σένα;

Το να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας και τις ανάγκες μας όπως έχουν και να μπορούμε να μην αυτοκαταπιεζόμαστε χωρίς να βλάπτουμε τους γύρω μας είναι το μεγάλο στοίχημα σε αυτή τη ζωή και ένας συνεχής αγώνας.

– Ήχος «ανώριμος», «αφελής», χρωματισμένος με παιδικές αναπολήσεις, μουσικές ατέλειες και απλότητα, νωχελικότητα φωνητικών και αέρινα λικνίσματα, μεστός από ρομαντισμό και αίσθηση που θυμίζει κάτι από την Ελλάδα της Finos film και των παιδιών των λουλουδιών… Είναι αυτός ο ήχος αυτό που προσπαθεί να επαναφέρει η νέα γενιά των ελλήνων καλλιτεχνών και ορίζει την νέα εναλλακτική μουσική πραγματικότητα;  

Δεν γνωρίζω, δε ζω στην Ελλάδα και δεν έχω τόσο μεγάλη επαφή με τα δρώμενα εδώ. Ίσως όμως μετά από δεκαετία και βάλε κρίσης και από δεκαετίες σκοτεινής, σοβαρής, ή και σοβαροφανούς, μουσικής, να υπάρχει η ανάγκη και για πιο ποπ διάθεση. Καιρός ήταν. Κάποτε μου είχε πει ένας φίλος ότι καλά έκανα και πήγα στην Ισπανία γιατί η Ελλάδα δεν είναι πολύ του τραλαλά τραλαλό. Κρίμα, γιατί η ποπ μουσική κάνει τη ζωή πολύ πιο διασκεδαστική. Εγώ πάντα τρεφόμουν από τη μουσική των περασμένων δεκαετιών και από τα προσωπικά μου βιώματα. Δε θεωρώ ότι είναι τόσο νοσταλγική η διάθεση μου. Περισσότερο θέλω να καταγράψω την προσωπική μου ιστορία χρησιμοποιώντας μια ηχητική γκάμα που επηρεάζεται από τα ακούσματα μου που τυχαίνουν να είναι συχνά από άλλες δεκαετίες.

– Τι φέρνει για σένα την αστάθεια και τι οφείλει να υπερασπίζεται άρτια ένας καλλιτέχνης, προκειμένου να κατοχυρώσει τόσο τον ρόλο του όσο και τον ήχο του;

Αστάθεια φέρνουν οι χίλιοι-δυο αστάθμητοι παράγοντες που σε πάνε πίσω, οικονομικές δυσκολίες, πρακτικά θέματα, συνεννοήσεις με τους μουσικούς, ακόμα και αρνητικές κρητικές, όλα αυτά που σου καταβροχθίζουν χρόνο και ενέργεια που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις εποικοδομητικά για να παράγεις καλλιτεχνικό έργο. Μπορεί να σε φέρουν στο χείλος της απόγνωσης και να σε κάνουν να μην θέλεις να ακούσεις ούτε καν τη λέξη μουσική για μια περίοδο. Μου έχει συμβεί πολλές φορές. Τελικά πρέπει να μάθεις να υπερασπίζεσαι την καλλιτεχνική σου ακεραιότητα, να ακούς μόνο τις εποικοδομητικές κριτικές, να θυμάσαι ότι την τέχνη την κάνεις πρώτα από όλα για σένα και μετά για τους άλλους και φυσικά αν γίνεται να έχεις και μια άλλη δουλειά για να βγάζεις τα προς το ζην και να μην εξαρτάσαι από τη μουσική!

Ο Ευριπίδης πριν από 4 άλμπουμ και ο Ευριπίδης μετά την Καντίνα.

Πριν 4 δίσκους ήμουνα αυτό το χαοτικό πλάσμα που άλλαζε τα κομμάτια δυο ώρες πριν τη συναυλία προς τεράστια απόγνωση την μουσικών, έκανε καταχρήσεις το βράδυ πριν από μια ζωντανή εμφάνιση ή ακόμα χειρότερα και από μια ηχογράφηση. Έγραφε τραγούδια με τη σέσουλα, συνεργαζόταν με όποιο άτομο συμπαθούσε, ήθελε να φάει τον κόσμο και είχε και μιαν άλφα έπαρση. Επίσης ζούσε έντονα με πολλά μικρά δράματα, σχεδόν πάντα αισθηματικής φύσης. Ο Ευριπίδης του σήμερα είναι αρκετά πιο οργανωμένος και ήρεμος, αν και η χαοτική του φύση έρχεται ακόμα σε σύγκρουση με την τάση του να θέλει να τα ελέγχει όλα. Θέλει λίγους και καλούς συνεργάτες, είναι πολύ πιο μετρημένος στις απαιτήσεις του και επίσης πλέον χορεύει όταν δίνει σόου!

– Είναι ο ελληνικός στίχος το “new thing”, αν αναλογιστούμε ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν «το κόκκινο πανί» για την ελληνική σκηνή;

Έτσι ακούω και χαίρομαι. Στην Ισπανία η ποπ είναι κατεξοχήν στα ισπανικά, κάτι που την κάνει πραγματικά ένα εγχώριο είδος μουσικής και όχι ένα παπαγάλισμα ξένων επιρροών. Πάντα μου φαινόταν παράξενο το να ζεις στην Ελλάδα, να κινείσαι στην Ελλάδα, να έχεις κατεξοχήν ελληνικό κοινό και να τραγουδάς στα αγγλικά. Φυσικά κάποιοι Έλληνες καλλιτέχνες έκαναν καριέρα στο εξωτερικό οπότε μπορείς να πεις ότι η χρήση της αγγλικής είχε νόημα στην περίπτωσή τους. Εγώ επέλεξα τα ελληνικά γι’ αυτόν το δίσκο λόγω του ότι σε εκείνη τη φάση και για εκείνη τη θεματολογία όλα τα τραγούδια μου έβγαιναν αυτόματα και με φυσικότητα στα ελληνικά. Πολλά από τα τραγούδια είναι σαν επιστολές στον χαμένο φίλο μου ή σαν συνομιλίες μαζί του, οπότε θα ήταν παράλογο να τις γράψω στα αγγλικά. Στα ελληνικά επικοινωνούσαμε! Έτσι απλά υπάκουσα στο ένστικτό μου, τίποτα παραπάνω. Το παράξενο και ευτυχές είναι ότι αντί να αποξενώσω το μη ελληνόφωνο κοινό μου, του τράβηξα ακόμα περισσότερο την προσοχή.

thumbnail Pasted Graphic

– Το στίγμα των 90’s, η επιστροφή τους, η νοσταλγία τους και τα μπαρ της Αθήνας. Τι τα κάνει τόσο ξεχωριστά και αλησμόνητα και τι θέση έχουν αυτά στον ήχο και τα ερεθίσματα του Ευρυπίδη;

Όλοι μας ανατρέχουμε στα πρώτα χρόνια της νεότητας μας, τότε που ξαφνικά σταματήσαμε να εξαρτόμαστε εντελώς από τους γονείς μας αλλά δε μας πίεζε και τόσο το τι θα κάνουμε με τη ζωή μας. Τότε που κάναμε όλες αυτές τις υπέροχες φιλίες, τότε που μπορούσαμε να πίνουμε κάθε βράδυ και να ξυπνάνε μέσα στη φρεσκάδα, τότε που αγοράζαμε δίσκους και φανζιν σαν να εξαρτιόταν η ζωή μας από αυτό. Τότε που μπορούσες να ερωτευτείς κάποιον παράφορα μόνο και μόνο επειδή είχατε συμβατό μουσικό γούστο. Εμένα εκείνη η εποχή συνέπεσε με τα τέλη των 90’ς και την αρχή των 00’s, τότε που τρέχαμε στα Plan Be, Mad, Decadence και αργότερα στο Pop και μια ολόκληρη σκηνή με τις φιλίες, τους έρωτες, τα πάθη και τις καταχρήσεις της, έβραζε.  Εφόσον ο δίσκος  είναι αφιερωμένος στο φίλο μου τον οποίο τον γνώρισα το 1997 και γίναμε αμέσως αχώριστοι είναι λογικό να έχει μουσικούς και στιχουργικούς απόηχους από εκείνη την εποχή που την ονομάζαμε γελώντας: ” Τα άγριά μας χρόνια”.

– Σε ποια εποχή θα γύριζες αν είχες την επιλογή…

Στην εποχή όπου ζούσε ακόμα ο φίλος μου.

– Ποιο ήταν το καθοριστικό σημείο κατά την γνώμη σου, για την μουσική βιομηχανία και ποιο για τον Ευριπίδη;

Φαντάζομαι ότι αυτό ήταν όταν ο κόσμος ξεκίνησε να κατεβάζει τη μουσική. Πολλά πράγματα άλλαξαν αλλά εγώ ακόμα δεν είχα ξεκινήσει να κυκλοφορώ τη δίκη μου. Επίσης η εποχή του streaming είναι καθοριστική. Έζησα τη φάση του MySpace, των blogs, τώρα έχουν μεγάλη σημασία οι λίστες του spotify ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Δεν είμαι αναλυτής της μουσικής βιομηχανίας, στην πραγματικότητα είμαι αρκετά αδέξιος στο πώς χειρίζομαι τα social media και το προσωπικό μου brand. Αν έμαθα κάτι αυτό είναι ότι πλέον ως έναν βαθμό μετράει πολύ ο αριθμός των followers, τα views, πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με την ποιότητα της μουσικής ή τη σκληρή δουλειά αλλά περισσότερο με το γενικό γούστο του κοινού, τις τάσεις και φυσικά με την τύχη. Κάποια στιγμή πριν κάνω τον ελληνικό δίσκο κατάλαβα ότι μάλλον δεν έχει νόημα να παλεύω με θεριά τα οποία είναι απρόβλεπτα οπότε αποφάσισα απλά να κάνω την καλύτερη μουσική που μπορώ και από εκεί και πέρα ό,τι γίνει ας γίνει. Αυτό με απελευθέρωσε από αρκετό άγχος. Πλέον απολαμβάνω αυτό που κάνω περισσότερο, έχω λιγότερες προσδοκίες και όταν συμβαίνει κάτι καλό, και συμβαίνουν αρκετά, είμαι ευγνώμων.

– Η κλίση του κοινού σε πολύ συγκεκριμένα είδη ανά πολύ συγκεκριμένες χρονικές φάσεις, σε τι οφείλεται; Με τι κριτήρια θεωρείς πως προωθούνται είδη και αποξενώνονται άλλα και που τοποθετείται σε όλο αυτό η εναλλακτική ελληνική σκηνή;

Όπως σου είπα πριν δεν είμαι αναλυτής. Πάντως το να κυκλοφορείς μουσική που μπορεί να ταχθεί σε κάποιο ρεύμα που είναι τάση εκείνη την εποχή σίγουρα βοηθάει. Είδαμε εποχές π.χ που η κιθαριστική DIY indie pop, ένα κατεξοχήν underground είδος, έγινε της μόδας και οι “Vivian Girls” ή οι “The Pains Of Being Pure At Heart”, έπαιζαν μπροστά σε χιλιάδες κόσμο στα φεστιβάλ. Τώρα αυτό το είδος γύρισε πάλι στο Underground. Όταν ξεκίνησα εγώ ήταν της μόδας οι πιανίστες στην ποπ, μετά έφυγαν, μετά ξαναγύρισαν για λίγο, τώρα ακούγεται πολύ η μουσική που έχει τάσεις R n’ B. Με την ελληνική φάση δεν ξέρω τι γίνεται. Από ό,τι κατάλαβα όμως ο ελληνικός στίχος έχει πάρει τα πάνω του σε στυλ όπου παλιότερα δε συνηθιζόταν και τόσο, σωστά;

– Τι είναι αυτό που συμβάλλει στην αλλαγή του δικού σου ήχου και τι αυτό που σε κρατάει πίσω και προσκολλημένο σε safe επιλογές και ηχητικά μοτίβα;

Ο ήχος μου στους τρεις πρώτους δίσκους εξελίχτηκε σύμφωνα με τον αριθμό και την ποικιλία την μουσικών που ήταν διαθέσιμοι να παίξουν στους δίσκους μου καθώς και με τη διάθεσή μου να παίξω με πολλά διαφορετικά ηχοχρώματα και παραλλαγές πάνω στις συνθέσεις μου, γραμμένες πάντα στο πιάνο. Αργότερα αναγκάστηκα να επανεξετάσω αυτήν τη μέθοδο, καθώς δεν μπορούσα να συντηρήσω ένα πολυπληθές συγκρότημα με φυσικά όργανα. Έπρεπε να κάνω οικονομία στα μέσα όποτε στον τελευταίο δίσκο δούλεψα ουσιαστικά με έναν παραγωγό που έπαιξε σχεδόν όλα τα όργανα (Θάνος Κοσμίδης), ένα ντράμερ (Νίκος Χριστόπουλος), και τρία άτομα που τραγούδησαν σαν έξτρα συμμετοχή (Nalyssa Green, Γιωργής Χριστοδούλου, Ελίζα Αριάδνη Καλφά). Έκανε μια μικρή συμμετοχή ο Κωσταντίνος Βήτα και μετά μίξαρε ο Χάρης Κρεμμύδας και αυτό ήταν. Στον επόμενο δίσκο που ετοιμάζω, σχεδόν τα πάντα είναι παιγμένα από μένα σε συνθεσάιζερ ώστε να μειώσω ακόμα περισσότερο το κόστος και το χρόνο ηχογράφησης αλλά και επειδή με γοητεύει μια τέτοια στροφή στον ήχο. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει κάποια πεπατημένη οδός για μένα, δεν είναι ότι έκανα ποτέ κάποια φοβερή επιτυχία με ένα στυλ ώστε να σκέφτομαι το αν θα αποξενώσω το κοινό μου με κάποια αλλαγή στον ήχο.

Μια φράση που χαρακτηρίζει τον κάθε δίσκο σου…

Evripidis and His Tragedies: ενα ντεμπούτο με πολλή όρεξη ηχογραφημένο μεταξύ φιλενάδων

A Healthy Dose of Pain: μπαρόκ ποπ και πολυκοσμία

Futile Games in Space and Time: απογοήτευση και ελπίδα πάνε χέρι-χέρι, η δεύτερη όμως πεθαίνει πάντα τελευταία.

Μια Τρίτη στην Καντίνα: σελίδες από ένα ημερολόγιο για το πώς να ζήσεις το πένθος δημιουργικά και να βγεις δυνατότερος

Αν δεν ήταν μουσική, θα ήταν…;

Είναι ήδη η συγγραφή και το σχέδιο. Έχω εκδώσει ένα εικονογραφημένο βιβλίο στην Ισπανία, στα ισπανικά, το οποίο θα εκδοθεί επιτέλους και στα ελληνικά μετά από δέκα χρόνια αναμονής.

– Το καλύτερο βρώμικο της Αθήνας;

Δεν έχω κάνει και διδακτορικό σε αυτά, αλλά της Μαβίλη είναι λαχταριστό και έχω διάφορες αναμνήσεις από φορές που περιμέναμε να εξυπηρετηθούμε.

– Αν δεν ήταν η Καντίνα θα ήταν…;

Το Ποπ, το αλλο μας αγαπημένο και δυστυχώς εξαφανισμένο στέκι.

-Αν δεν ήταν τραγωδία θα ήταν…;

Σατυρικό Δράμα ή όπερα κομίκ.

– Αν υπήρχε μέλλον θα ήταν…

Να παίξω ζωντανά όσο περισσότερο γίνεται στην Ελλάδα και έξω (βλέπω απρόσμενο ενδιαφέρον για τον Ελληνικό δίσκο από κόσμο που δεν καταλαβαίνει γρι ελληνικά), να βγάλω μερικά ακόμα βίντεο για τραγούδια αυτού του δίσκου και να κυκλοφορήσω τον επόμενο ο οποίος έχει ολοκληρωθεί σχεδόν.

Όταν τρακάραμε πάνω στο «Οι φίλες της μαμάς μου».

Evripidis and His Tragedies- οι φίλες της μαμάς μου (I Files Tis Mamas Mu

Οι φίλες της μαμάς μου είναι και δικές μου φίλες, βλέπετε, έχουμε περάσει πολλά Γλέντια, τραπέζια, διακοπές, γάμους, βαφτίσια, κηδείες, απ’ όλα μέσα στα χρόνια αυτά Πια δεν τις βλέπω τόσο συχνά όσο θα ‘θελα, μα τις έχω μες στο μυαλό Κάθε φορά που επιστρέφω, θα ψάξω για μια ευκαιρία να τις ξαναδώ Όταν είμαι κοντά τους, ο κόσμος μοιάζει πολύ πιο τρυφερός.

Το νέο βίντεο του Evripidis and His Tragedies με τίτλο  “Οι φίλες της μαμάς μου” είναι ένας φόρος τιμής στη φιλία και στις γυναίκες που μας μεγαλώνουν, με εικόνες αλμοδοβαρικής χροιάς, απόηχους από ελληνικές κωμικές τηλεοπτικές σειρές, και μουσική indie pop. Το τραγούδι εμπεριέχεται στον νέο δίσκο, πρώτο ελληνόφωνο για τον δημιουργό, με τον τίτλο “Μια Τρίτη στην Καντίνα” ( Mo.Mi Records, Snap!Clap!Club).

Σύμφωνα με τον Ευριπίδη: “Το τραγούδι “Οι φίλες της μαμάς μου” είναι ένας φόρος τιμής στις γυναίκες που αποτελούν πηγή χαράς, υποστήριξης, ακόμα και έμπνευσης, τόσο για τη μητέρα μου όσο και για εμένα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όντας ένα γκέι, ντροπαλό, δημιουργικό και ανασφαλές παιδί, αν και ακόμα ήταν πολύ νωρίς για το εκφράσω με λόγια, η παρουσία τους στο άμεσο περιβάλλον μου υπήρξε καταλυτική, δημιουργώντας ένα ασφαλές πλαίσιο όπου μπορούσα να εκφράσω την ευαισθησία μου και τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες ελεύθερα, χωρίς την πίεση ενός παραδοσιακού αντρικού περίγυρου όπου θα ήμουν σίγουρα σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Μεγαλώνοντας ανάμεσα τους μου έμαθε πολλά πράγματα, όπως το ότι το να δείχνω τα συναισθήματα μου αντί να τα καταπιέζω είναι μόνο προς όφελος μου. Η σχέση τους με τη μαμά μου, μου απέδειξε και ακόμα μου αποδεικνύει την αξία και της αναγκαιότητα της φιλίας (παρόλα  τα σκαμπανεβάσματα και τις εκάστοτε προσωπικές διαφορές που με καλή θέληση πάντοτε μπορούν να παρακαμφθούν). Η αντίσταση τους στις δυσκολίες της ζωής μου έμαθε ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ εύκολα αλλά ότι παλεύουμε με νύχια και με δόντια και όσο γίνεται με αισιοδοξία. Το χιούμορ τους και η διάθεση τους για πλάκα και καλοπέραση είναι κάτι που επίσης μου πέρασαν. Το λέω και στο τραγούδι πως όταν βλέπω τη μαμά μου μαζί τους είναι σαν να τη βλέπω κοριτσάκι, όλο ευθυμία και διάθεση για ζωή.”

Το βίντεο γύρισε ο Κωνσταντίνος Μενελάου, με πρωταγωνίστριες τη μητέρα  του Ευριπίδη και τις φίλες της. Σύμφωνα με τα λόγια του: “To τραγούδι είναι τόσο γλυκό. Ταυτίστηκα με τον Ευριπίδη όπως και πολλές άλλες φορές κατά την διάρκεια της 20χρονης φιλίας μας. Έχω και εγώ την ίδια σχέση με τις φίλες της μαμάς μου. Στο μυαλό μου τις έχω σαν όμορφες αλμοδοβαρικές φιγούρες. Η ιδέα να πάρουν μέρος σε μια φωτογράφιση μόδας ήταν κάτι φυσιολογικό και λειτούργησε άψογα γιατί οι φίλες της μαμάς του Ευριπίδη είναι μοναδικές και το αποτέλεσμα έχει μια γεύση από κάτι οικείο, σαν μια γλυκεία ανάμνηση.”

“Όλο το επιτελείο αποτελείται από προσωπικές φιλίες μου” λέει ο Ευριπίδης, “υπέρ-ταλαντούχα παιδιά όλα τους, που βοήθησαν να δημιουργηθεί μια υπέροχη ατμόσφαιρα στο γύρισμα και ένας παραλληλισμός: η μαμά μου και οι φίλες της απέναντι σε μένα και τις φίλες μου!”

Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μενέλαου

Διεύθυνση φωτογραφίας: Κωστής Φωκάς

Διόρθωση χρώματος: Dani Granado

Ενδυματολόγιο: D’Arcy Foxx

Μακιγιάζ: Αφροδίτη Μησιακούλη

Μαλλιά: Alex Scissors

Τίτλοι τέλους: Marc Ribera Grossberndt

Βοηθός παραγωγής: Γιώργος Σαμπάτης

Πρωταγωνιστούν: Ευριπίδης Σαμπάτης, Βαλεντίνη-Άννα Σαμπάτη, Ρένα Σεβροπούλου, Στέλλα Φερλέ, Δέσποινα Τσουχνικά, Βάλια Πολυχρονίδου, Γίτσα Σεβροπούλου, Νένα Αμέντα.

Γυρίστηκε στο Στούντιο Καπλανίδης

Μουσική-στίχοι: Ευριπίδης Σαμπάτης

Ενορχήστρωση/ παραγωγή: Θάνος Κοσμίδης

Μίξη: Χάρης Κρεμμύδας

Μάστερ: Philip Granqvist

Βίντεο Μια Τρίτη στην Καντίνα:

Δίσκος:

Mia Triti Stin Cantina

Mia Triti Stin Cantina, an album by Evripidis and His Tragedies on Spotify

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.
0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!