σε , ,

Γιώργος Πάτσας: Η συνέντευξη της ζωής μου

Παρουσιάζουμε τον σπουδαίο και πολυβραβευμένο Έλληνα σκηνογράφο, που επαναπροσδιόρισε το στοιχείο του υπερρεαλισμού στο θέατρο, μέσα από τα δικά του λόγια

3F8E655F8674D3DFE31D7DB7493BC1EA

Η παρακάτω συνέντευξη αποτελεί μια προσεκτικά δομημένη σύνθεση των καλύτερων ερωταπαντήσεων από τις ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις που έδωσε στη ζωή του ο Γιώργος Πάτσας. (Οι ερωταπαντήσεις προέρχονται από συνεντεύξεις που ο Γιώργος Πάτσας είχε δώσει τις τελευταίες δεκαετίες στα παρακάτω μέσα: ΒΗΜΑgazino -στην Σόνια Ζαχαράτου, / Καθημερινή / ΤΑ ΝΕΑ /)

Ο Γιώργος Πάτσας έχει δημιουργήσει εκατοντάδες σκηνικά και χιλιάδες ενδύματα για το θέατρο, την όπερα, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έχει βραβευτεί επανειλημμένα στην Ελλάδα (Κρατικό Βραβείο, βραβείο «Κάρολος Κουν», Μεγάλο Βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής κ.ά.) και στην Πράγα με δύο σημαντικά διεθνή βραβεία Σκηνογραφίας στην Κουαντρενιάλ Σκηνογραφίας της Πράγας (τη σπουδαιότερη έκθεση διεθνώς στο είδος της). Γεννήθηκε στη Σαλονίκη. Το ’44. Και εκεί μεγάλωσε. Οι ρίζες του πατέρα από την Δυτική Μακεδονία, της μάνας από την Κωνσταντινούπολη. Δεν του αρέσει να θυμάται τα παιδικά του χρόνια -δεν ήταν ευτυχισμένα. Και δεν του αρέσει να τα κουβεντιάζει. Του αρέσει όμως να μιλάει για το θέατρο. Πολύ.

– Σε ποια ηλικία διαπιστώσατε την αγάπη σας για το θέατρο;
Το θέατρο άρχισε να με ενδιαφέρει από μικρό. Χωρίς να ξέρω τι και πώς. Χωρίς να με πάρει κανείς από το χέρι και να με πάει. Μόνος μου άρχισα να πηγαίνω. Από πιτσιρικάς. Με εξαίρεση τις δυο φορές που ο πατέρας μου με κατέβασε στην Επίδαυρο να δω την Κάλλας. Πήγαινα στο Κρατικό απ’ την πρώτη του παράσταση, στο Εθνικό όταν ερχόταν στην Θεσσαλονίκη, στο «Θέατρο Τέχνης»… Θυμάμαι πόσο καθοριστικό ήταν όταν είδα την «Ευρυδίκη» του Ανούιγ. Είχα φύγει μαγεμένος.

– Και την απόφαση να ασχοληθείτε ειδικά με τη σκηνογραφία-ενδυματολογία πότε την πήρατε;
Από την πρώτη στιγμή, τη σκηνογραφία ήθελα. Μου άρεσε το θέατρο αλλά ούτε μια στιγμή δεν είπα «θέλω να γίνω ηθοποιός»

– Τι σας εμπνέει περισσότερο; Το ίδιο το έργο που αναλάβατε ή ο σκηνοθέτης;
Ο σκηνοθέτης είναι κάτι το καθοριστικό. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Δεν μου αρέσει να δουλεύω ερήμην της σκηνοθετικής γραμμής. Προσπαθώ να βλέπω τι θέλει ο άνθρωπος που κατευθύνει την όλη ροή και το ύφος της παράστασης. Προσπαθώ, ακόμα κι όταν έχω αντιρρήσεις, να γίνουν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Μου αρέσει το παιχνίδι να ερμηνεύουμε τον ίδιο συγγραφέα με ένα σκηνοθέτη με ένα τρόπο, με ένα άλλο σκηνοθέτη με άλλο τρόπο, με ένα άλλο σκηνοθέτη με ένα τρίτο τρόπο… Μου αρέσει η αλλαγή. Μπορεί από τους τρόπους αυτούς εγώ να προτιμώ ένα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και να τον επιβάλω σε όλους τους σκηνοθέτες. Δεν είναι στη λογική μου αυτό.

– Προσπαθείτε να φέρετε με τρόπο το σκηνοθέτη στα νερά σας;
Προσπαθώ. Αλλά μόνο όταν πιστεύω πως έχω κάτι να πω. Και για το καλό της παράστασης. Όχι για να περάσει το δικό μου. Προς Θεού!

– Οι μικρές, δύσκολες σκηνές -κολώνες, στρίμωγμα…-, όπου κάνετε και ξανακάνετε σκηνικά, σας καταπιέζουν ή είναι πρόκληση; 
Είναι πρόκληση. Μου αρέσουν αυτοί οι «δύστροποι» και μικροί χώροι. Με εμπνέουν. Μου αρέσει στους χώρους αυτούς η σχέση των ηθοποιών με το θεατή. Την ιταλική σκηνή ομολογώ ότι δεν την πολυθέλω. Κλείνει η αυλαία, χωρίζεται το θέατρο στους ηθοποιούς και στους θεατές… Δεν μου αρέσει αυτό.

– Ο ήχος του άδειου χώρου», της άδειας σκηνής που πρέπει κάθε φορά να γεμίσει, με τι μοιάζει, κ. Πάτσα;
Είναι κάτι πολύ ποιητικό. Πρόκληση για δημιουργία δηλαδή. Η άδεια σκηνή μπορεί να γεμίσει με όλα ή με τίποτα. Είναι ένα αίνιγμα που ζητάει κάθε φορά απάντηση.

– Ποια θα λέγατε ότι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της δουλειάς σας;
Δύο είναι τα πράγματα που με ενδιαφέρουν: η αφαίρεση και το στοιχείο του υπερρεαλισμού – όπου μπορεί να υπάρξει βέβαια, γιατί είναι έργα που δεν τους ταιριάζει καθόλου κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν αυτά είναι γενικά χαρακτηριστικά της δουλειάς μου που τα διακρίνει άλλος, αλλά αυτά μου αρέσουν και τα επιδιώκω όπου και όσο μπορώ.

– Υπάρχει ένα είδος θεάτρου στο οποίο προσέρχεσθε με μεγαλύτερη χαρά;
Το ποιητικό θέατρο σίγουρα. Είτε αρχαία τραγωδία είναι αυτό, είτε Σαίξπηρ είτε Πίντερ.

CA8C4206C471574972DF833414DB1A74

– Στο πιο σύγχρονο θεατρικό έργο δεν το βρίσκετε;
Δεν θα έλεγα ότι συμβαίνει συχνά. Δεν είναι πια και πολλά τα καινούργια θεατρικά έργα. Ωστόσο υπάρχουν. Ορίστε, αυτές τις μέρες ανεβάσαμε στο Απλό Θέατρο του Αντώνη Αντύπα το έργο «Εφτά λογικές απαντήσεις» που είναι για μένα πολύ ποιητικό έργο. Πολύ καλός ο συγγραφέας του, Λεωνίδας Προυσαλίδης, με έντονα ποιητικά στοιχεία ενώ μιλάει για ζητήματα εντελώς καθημερινά.

– Πώς σας φαίνεται η πληθωρική κατάσταση στο αθηναϊκό θέατρο;
Ενώ έξω από την Αθήνα και εν μέρει τη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει στην ουσία θέατρο! Γιατί είναι πραγματικά κρίμα να βρίσκονται τα ΔΗΠΕΘΕ στην κατάσταση που βρίσκονται. Στην ανυπαρξία σχεδόν. Είναι κρίμα. Οσον αφορά τον πληθωρισμό στην Αθήνα, το βλέπω θετικά σχετικά με τις ομάδες των νέων, γιατί από εκεί θα βγει το καινούργιο, αλλά στους άλλους, που θέλει καθένας και το δικό του μαγαζί… Αντί να έχουμε συνένωση δυνάμεων, για σωστότερες και πιο δυνατές παραστάσεις…

– Η κατάσταση στα κρατικά θέατρα;
Τα κρατικά θέατρα αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή τρομακτικές οικονομικές δυσκολίες, κι αυτό είναι καθοριστικό για την ποιότητα των παραγωγών τους. Διαισθάνομαι τη δυσκολία των διευθυντών τους. Διότι το κράτος δεν βοηθάει όσο πρέπει να βοηθήσει.

– Πριν από 15 χρόνια βλέπατε μια καθίζηση στη δουλειά των νεότερων σκηνογράφων μας. Σήμερα;
Α, τώρα έχουμε μια νέα γενιά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η δική μου γενιά δεν πολυδουλεύει πια και με τόσα πολλά θέατρα δόθηκε η ευκαιρία να βγουν νέα ταλέντα – και βγήκαν.

– Οπως;
Όπως η Ελλη Παπαγεωργακοπούλου, η Εύα Νάθενα, η Ελένη Μανωλοπούλου, για να αναφέρω ενδεικτικά τρεις. Γιατί είναι αρκετά περισσότερες, γυναίκες κυρίως. Παλιά συνέβαινε το αντίθετο, ελάχιστες γυναίκες.

– Είστε πολύ δραστήριος, κύριε Πάτσα. Σχεδόν 50 χρόνια παρουσίας στα θεατρικά πράγματα της χώρας με περίπου 500 έργα!
Ούτε το πιστεύω! Κάποια στιγμή, τα μέτρησα και τρόμαξα. Είναι πάρα πολλά!

– Κύριε Πάτσα, κατά τη διάρκεια αυτής της μακριάς πορείας σας έχετε συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες: Μινωτή, Θεοδοσιάδη, Βολανάκη, Ευαγγελάτο, Παπαγεωργίου, Κοντούρη, Τερζόπουλο, Βογιατζή, Αντύπα…
Σχεδόν με όλους έχω συνεργαστεί, λίγο ή πολύ. Στον Σπύρο Ευαγγελάτο, όμως, οφείλω πάρα πολλά. Οταν τον γνώρισα, ήμουν το τίποτα. Και με εμπιστεύτηκε. Ως τότε, είχα κάνει μόνο έναν “Ταρτούφο”, μέσα στη χούντα. Ηταν διευθυντής στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος ο Γιώργος Κιτσόπουλος που είχε ανοιχτό μυαλό όσον αφορά τα καλλιτεχνικά θέματα και είχε βοηθήσει πολλούς ανθρώπους. Εγώ άγνωστος ήμουν, δούλευα στη διαφήμιση και του τηλεφώνησα από την Αθήνα, μου έκλεισε αμέσως ραντεβού. Ο Κιτσόπουλος, λοιπόν, μου έδωσε μία σπρωξιά και ο Ευαγγελάτος δέκα. Το ότι πίστεψαν σε εμένα ήταν καθοριστικό.

– Έχετε ιδιαίτερο δέσιμο με τον κύριο Ευαγγελάτο. Αλλά πώς γίνεται να συμφωνείτε πάντα;
Υπήρχαν ένα-δύο έργα στα οποία δεν συμπέσαμε, δεν συνεργαστήκαμε, αυτό όμως δεν σημαίνει κάτι. Είμαστε πολύ φίλοι.

– Εχετε κάνει όπερα, θέατρο, σινεμά, τηλεόραση. Ποιο είδος είναι πιο δύσκολο;
Ο κινηματογράφος, όσον αφορά το εύρος της δουλειάς. Εχει πολλούς χώρους, ταξίδια, πολλούς ανθρώπους να ντύσεις, τεχνικά προβλήματα που απαιτούν λύσεις.

– Και ποιος ήταν ο πιο δύσκολος σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργαστήκατε; Να υποθέσω ο Θόδωρος Αγγελόπουλος;
Πάρα πολύ δύσκολος ο Θόδωρος, πάρα πολύ, αλλά ιδιοφυής. Ποιητής εκατό τοις εκατό.

– Είχατε κάνει μια τεράστια κατασκευή για την ταινία του «Το λιβάδι που δακρύζει».
Ηταν το μεγαλύτερο σε όγκο σκηνικό που έχει γίνει στην Ελλάδα. Περισσότερα από 100 σπίτια, με την εκκλησία, τους δρόμους, το καφενείο, την πλατεία· κανονικό χωριό, κατασκευασμένο από ξύλο και λάσπη. Βάλαμε μέσα και ζώα. Μέχρι που φέραμε και φυτέψαμε έναν τεράστιο πλάτανο.

720 562946 87436799d9 adc4d048a57c668b

– Θυμίστε μας πού το στήσατε.
Στη λίμνη Κερκίνη που έχει ένα φράγμα. Κλείνοντας αδειάζει, ανοίγοντας γεμίζει. Οταν έκλεισαν το φράγμα, στέγνωσε ο τόπος. Εκεί χτίσαμε το χωριό. Έπειτα, μετά τα γυρίσματα, άνοιξε το φράγμα και μπήκε νερό και πλημμύρισαν τα σπίτια. Τα ισοπέδωσε όλα. Θυμάμαι που φαινόταν μόνο ένα δεντράκι.  Και ο Αγγελόπουλος γύρισε και σκηνές εκείνη τη στιγμή, με το νερό να ανεβαίνει. Ηταν μαγικό.

– Ποιες δουλειές σας των τελευταίων χρόνων θα ξεχωρίζατε;
Αγαπώ πολύ το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ, σε σκηνοθεσία της Ν. Κοντούρη το 2005 στην Πάτρα, ωραίες ερμηνείες και ιδιαίτερο, αλλιώτικο σκηνικό. Επίσης, της ίδιας χρονιάς, «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Χατζάκη στο Εθνικό και «Πάρτι γενεθλίων» του Πίντερ στο Απλό του Αντύπα. Με επηρεάζει πολύ όταν η δουλειά είναι συνολικά ενδιαφέρουσα. Μου δίνει μια ευφορία όταν βλέπω στην πρόβα τους ηθοποιούς ζεστούς κι ωραίους, με εσωτερικότητα. Κακά τα ψέματα, έχουν υπάρξει σημαντικές σκηνογραφίες, όχι μόνο δικές μου, που εξαφανίστηκαν γιατί οι ερμηνείες δεν ήταν καλές και άλλες που αναδείχθηκαν, ενώ σκηνογραφικά δεν ήταν σπουδαίες, γιατί το σύνολο της παράστασης τα σήκωσε όλα απάνω.

– Εχετε πάντα την άποψη ότι ο φόρτος σε ένα σκηνικό έχει θέση μόνο αν το έργο ή η παράσταση είναι αδύνατα;
Πάντα. Δεν χρειάζονται πολλά πράγματα άμα η παράσταση έχει καλή σκηνοθεσία και καλές ερμηνείες, πετάει το πράγμα μόνο του.

– Υπάρχουν εποχές κατά τις οποίες έχουν γραφτεί θεατρικά κείμενα που σας εμπνέουν περισσότερο;
Όχι. Μου αρέσει να πηδάω από τη μία εποχή στην άλλη, από το ένα είδος στο άλλο, να υπάρχουν εναλλαγές. Θέλω, όμως, όσα κάνω να είναι πάντα λειτουργικά και να περνώ μια κάποια ποίηση στην εικόνα. Την ποίηση του συγγραφέα.

– Έχετε αδυναμία στο ποιητικό κείμενο;
Αδυναμία σε αυτά που αναδύονται από το κείμενο, που δεν περιγράφονται· στην ατμόσφαιρα, στη μυρωδιά… Θέλω να αισθανθώ αυτό που υπάρχει πίσω από το κείμενο. Το άπιαστο, με άλλα λόγια. Κι αυτό το άπιαστο να προσπαθήσω να το κάνω σκηνικό. Να το μετουσιώσω σε χρώμα, σχήμα, φωτισμό. Είναι δύσκολο».

– Πώς αντιμετωπίζετε την αισθητική του μεταμοντέρνου; 
«Μεταμοντέρνο» τι σημαίνει; Το κιτς; Αν ναι, τότε δεν μπορώ να πω ότι αγαπάω αυτή την αισθητική που ευδοκιμεί κυρίως στον γερμανόφωνο χώρο. Εκτιμώ πράγματα που γίνονται αλλά δεν θέλω εγώ να τα κάνω. Δεν με ενδιαφέρει. Δεν μου ’ρχεται… (Γελάει) Εκτός κι αν γίνει με συγκεκριμένο σκοπό. Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, χρησιμοποιούν το κιτς επίμονα. Είτε κάνουν αρχαία τραγωδία, είτε Σαίξπηρ, είτε Τσέχοφ, είτε σύγχρονο θέατρο, το κιτς στην πρώτη γραμμή. Μα, σκοινί – κορδόνι; Ίσως κάνω λάθος αλλά πιστεύω πως, αν φύγει από τη μόδα και βλέπουνε αυτές τις δουλειές οι νεότερες γενιές, μάλλον θα γελάνε

– Κάνετε πρόζα, όπερα, κινηματογράφο… Τι προτιμάτε; 
«Την πρόζα. Δεν την αλλάζω με τίποτα».

– Τι υλικά προτιμάτε; 
Τα σύγχρονα. Προτιμώ να μην έχω βαμμένα τελάρα. Δεν θέλω αναπαράσταση υλικών. Αν χρειάζεται ξύλο, θέλω να είναι ξύλο, αν χρειάζεται σίδερο θέλω να είναι σίδερο. Αυθεντικά υλικά. Και αν είναι δυνατόν να μην τα βάφουμε.

Στο θέατρο; Ποιο ήταν το πιο ακριβό σκηνικό;
Στις παλιές, καλές εποχές είχαμε όσα λεφτά θέλαμε. Ο Νίκος Κούρκουλος, που ήταν τότε διευθυντής στο Εθνικό, ποτέ δεν είπε σε κάποιον για κάτι ότι είναι ακριβό. Υπήρχαν επιχορηγήσεις. Τώρα, εδώ και τρία χρόνια, αν και είναι κρατικό θέατρο και υπογράφεις και συμβόλαια, μας χρωστά χρήματα

– Δεν μου είπατε, ωστόσο, ποιο ήταν το ακριβότερο σκηνικό.
Ξέρω ποιο ήταν το πιο πλούσιο, επειδή δεν παρακολουθούσα τα οικονομικά της παραγωγής. Ενας “Αμλετ” στο θέατρο Rex, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, και στην Επίδαυρο οι “Πέρσες”, λιτό αλλά πολύ μεγάλο σκηνικό, σε σκηνοθεσία Ευαγγελάτου. Δεν σημαίνει, όμως, πως ό,τι ακριβό είναι και καλό. Και τώρα πια, ένα τέτοιο σκηνικό θα σκεφτόμουν πολύ να το προτείνω. Παίρνω πολύ σοβαρά υπόψη μου την οικονομική κρίση. Προτείνω λύσεις που κοστίζουν λίγα χρήματα, αλλά έχουν πλούσιο αποτέλεσμα. Το κάνω συνειδητά. Καλύτερα να είμαστε πιο συγκρατημένοι· το αποτέλεσμα είναι πιο καλλιτεχνικό.

– Σκηνικά ή κοστούμια; 
Μου αρέσουν και τα δύο γιατί προσπαθώ να τα ταιριάξω. Πολλές φορές που έκανα μόνο τα σκηνικά και όχι και τα κοστούμια το μετάνιωσα. Νιώθω ότι δεν κολλάνε. Δεν με ενδιαφέρει το κοστούμι να προβάλλεται ως κοστούμι. Όσο πιο απλά τα κοστούμια, τόσο καλύτερα. Σε οποιοδήποτε θεατρικό είδος.

128359875C4DBF6C414B44048408CD16

– Κατάφερε ποτέ ο έρωτας να φρενάρει τους ρυθμούς της δουλειάς σας;
Οχι (γελάει). Εκείνο όμως που ομολογώ δεν κοίταξα, τώρα με την αναδρομή, ήταν να δω αν σε περιόδους που ήμουν φουλ ερωτευμένος ήταν καλύτερες οι δουλειές μου ή χειρότερες. Με βάζετε σε υποψία και θα το κοιτάξω! Ο έρωτας ενίσχυε γενικά την όρεξή μου για δουλειά, αλλά πρέπει να τσεκάρω την ποιότητα. Μου άφηνε χρόνο να δουλεύω καλά τα έργα ή τα άφηνα κι έτρεχα; (γέλια)

– Την καθαρότητα της σκέψης σας την επηρέαζε;
Οχι. Δεν νομίζω. Στη δουλειά μου σίγουρα όχι. Γιατί ό,τι και να μου συμβαίνει, όταν αρχίζω να δουλεύω, είναι σαν να γυρίζει ένα κουμπί κι απομονώνομαι. Ενα κλικ γίνεται κι είμαι εγώ κι η δουλειά.

– Ξαφνιαστήκατε και χαμογελάσατε προηγουμένως. Έχετε χιούμορ.
Λιγάκι. Μπορεί να πήρα κάτι και από τη Μαλβίνα που είχε πολύ χιούμορ

–  Ποιες υπήρξαν οι γυναίκες της ζωής σας – μέχρι σήμερα;
(Γελάει) Μέχρι σήμερα!

– Οι δύο γάμοι σας;
Ε, ναι. Η Μαλβίνα Κάραλη, παλιά, και μετά η Νικαίτη (σ.σ.: Κοντούρη, η σκηνοθέτις), με την οποία και περνάμε όμορφα πάντα.

– Με την κυρία Κοντούρη πώς γνωριστήκατε; Σας κάλεσε για κάποια συνεργασία;
Ακριβώς. Την είχα γνωρίσει ως ηθοποιό. Ήταν στο Αμφιθέατρο του Ευαγγελάτου όταν σκηνοθετούσα. Αλλά, κάποια στιγμή, στο θέατρο Αμόρε, με ρώτησε αν ήθελα να αναλάβω τα σκηνικά σε ένα έργο που ανέβαζε

– Εννοείτε στο Αμόρε επί Χουβαρδά; Μιλάμε για δεκαετίες πριν. Πρέπει να παντρευτήκατε ύστερα από πολύ καιρό. Αργείτε, κύριε Πάτσα, στις αποφάσεις σας;
Ναι, αργώ. Ύστερα από πολλά χρόνια παντρευτήκαμε. Και με τη Μαλβίνα παντρεύτηκα αφού πέρασαν χρόνια. Το παιδί ήταν στο καρότσι όταν πήγαμε στην εκκλησία. Το είχαμε εκεί, πλάι. Η Μαριάννα…

2gaz8a

– Πώς είναι η σχέση με την κόρη σας;
Εξαιρετική. Αγαπιόμαστε τρελά.

– Είναι αγαπησιάρα όπως ήταν και η μάνα της;
Ναι, αλλά πιο ήρεμη. Η Μαλβίνα ήταν πολύ έντονη γυναίκα

– Η Μαλβίνα έγραψε ιστορία.
Ήταν πολύ λαμπερή

– Ποια είναι, κ. Πάτσα, η γεύση από σχεδόν 50 χρόνια δουλειάς;
Θα σας απαντήσω με κάτι που είχε πει ο Αλέξης Σολομός σε μια ανάλογη ερώτηση: «Ηδονή. Απέραντη ηδονή». Ναι, είναι πολύ ηδονικό!

– Τι τροφοδοτεί ακόμη την έμπνευσή σας, τόσα χρόνια που κάνετε σκηνικά και κοστούμια;
Η καλή συνεργασία, όταν υπάρχει βέβαια, η συλλογική δουλειά. Και το καλό αποτέλεσμα, η ωραία παράσταση. Αυτό μου δίνει δύναμη και με κάνει να θέλω να συνεχίζω.

– Δεν έχει όμως μειωθεί κάπως η επιθυμία για συνέχεια;
Σας πληροφορώ ότι δεν μου έχει περάσει ούτε κατ’ ελάχιστο η διάθεση να δουλεύω στο θέατρο. Παθιάζομαι το ίδιο όπως όταν ξεκίνησα. Δηλαδή γυρνάω στην αγορά για να βρω ένα κομμάτι ύφασμα όπως γυρνούσα όταν ήμουν νεότερος. Παρόλο που βέβαια δεν έχω τις δυνάμεις που είχα κάποτε. Η επιθυμία όμως, η διάθεση, εκεί, η ίδια.

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.
0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!