σε , ,

«Τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή» – 6 δυνατά ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου

Ο σπουδαίος ζωγράφος και ποιητής μέσα απ’ τα λόγια του

Screenshot 3 17

Ο Νίκος Εγγονόπουλος (21 Οκτωβρίου 1907 – 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Το 1927 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.

Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Σε όλο το διάστημα των σπουδών ζωγραφικής ο Εγγονόπουλος παρέμεινε στη θέση του στο Υπουργείο και το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία, όπου μετά από έξι χρόνια μονιμοποιήθηκε με το βαθμό του Σχεδιαστή Α΄ Τάξεως.

2 38

Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως και αποτελούσαν έργα που απεικόνιζαν παλαιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα, αρχικά με τη δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1938, με την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν.

Το Σεπτέμβριο του 1939 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής, ενώ το Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Την ίδια περίοδο εργάστηκε για την παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή στο Θέατρο Κοτοπούλη, σχεδιάζοντας τα κοστούμια των ηθοποιών και συμμετείχε σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη.

Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο. Το 1945 αποσπάστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός με σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής πρότασης στον ελληνικό χώρο, μαζί με άλλα μέλη στα οποία περιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μόραλης και Τσαρούχης. Παράλληλα εργάστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη σχεδίαζε νέα κτίρια.

1 40
Νίκος Εγγονόπουλος, «To Αεροδρόμιο», 1959

Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1958 του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλογή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το κρατικό βραβείο ποίησης θα του απονεμηθεί αργότερα για δεύτερη φορά το 1979, καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Société Européenne de Culture κ.ά. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Αναγνωστοπούλου). ‘Ηταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως “Έτος Ν. Εγγονόπουλου”.

Παρακάτω συγκεντρώσαμε έξι ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου

Βενζίνη

Μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσα απ’ τα πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
απ’ τον βαρύ ουρανό
κοντά στο χώμα
που το σκεπάζει
παχύ στρώμα
σάπια φύλλα
σε μια κλάρα χαμηλή
κάθεται ένα
π ο υ λ ί

ένα πουλί
πολύ
περίεργο:
σα μαδημένο
σα σκεφτικό

έ ν α π α λ ι ό π ο υ λ ί

τι να σκέπτεται άραγες
αυτό το πουλί
το παλιό
στο σκοτάδι;

αχ! τίποτα
δε σκέπτεται απολύτως τίποτα!

απλούστατα
συνέλαβε δι’ αυτήν
ένοχον
πάθος.

Γοτθική πικρία

Αρκούν, πλέον, τα νάματα της εύανδρου Ηπείρου. Αρκούν, πλέον, τα συναξάρια των λαφυραγωγών του σπέρματος.
Αρκούν οι ύπουλες διεισδύσεις των υφάλων σήμαντρων στ’ ατμοσφαιρικά στρώματα της λήθης. Αρκούν.
Τώρα η ψυχή μας ποθεί την γαλήνη. Τώρα η ψυχή μας ποθεί την χαρά. Έστω και αν απαιτείται δι’ αυτό,
ακόμη και για μιαν μόνη στιγμή ή της αύριο ή της χθες, η εξωμήτριος κύησης του φόβου μας στα επιρριπτάρια της αθανασίας.
Έστω και αν απαιτηθεί η ερήμωσις των λατομείων εντός σκάφανδρων, η τοποθέτηση πουλιών, σε γεωμετρικά σχήματα,
επί των επάλξεων, η άγρια της αύρας στην αφροδίσια γύμνια του δάσους. Έστω και αν η θυσία που απαιτείται
και πάλι από μας είναι τόσο οδυνηρή όσο τα δάκρυα που κυλούν από τα θλιμμένα μάτια της, οι τραγικές πλεξίδες των μαλλιών της.
Έστω και αν η εις Εκβάτανα αλγεινή μετάβαση μας μας επιφυλάσσει τόσες φρικτές συνέπειες και για τώρα και για το μέλλον.
Και να, κιόλας, που ο σεμνός συκοφάντης, ο σεπτός συκοφάγος, ανθίσανε πάνω στα πολεμικά μανουάλια.
Η Καρχηδών σίγησε δια παντός. Το άσμα της συνεχίζουν τώρα σε ρυθμό αιθάλης. Αυτή η σημαία είναι δική σας; Αυτά τα αίματα είναι δικά μας;

Αυτά τα φάσγανα είναι δικά σας; Αυτές οι ρόδακες είναι πιστοί; Συμφέρει στο άπειρο το χάος του ονείρου;
Αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουν κι οι λυγεριές;

Διώνη

Οι άντρες ποθούν το κάλλος
οι γυναίκες αφειδώς το προσφέρουν
αυτό το παραδεχόμαστε
κι εμείς
οι απόγονοι των Μαραθωνομάχων
γι αυτό δεν έχουν λόγο
το έτος της γυναίκας
κι άλλες ανόητες φασαρίες
και τα μασκαραλίκια
των σουφραζεττών
από το “τη Υπερμάχω στρατηγώ”
τις κρητικές μαντινάδες
το “Αλφάβητο της Αγάπης”
από τους ιθυφαλλικούς χορούς των προγόνων
ίσαμε το
“αυτά τα μαύρα μάτια
που με κοιτάζουνε
χαμήλωσε τα φως μου…”
Για της προτάσεως το ακριβές
με λόγο και με έργο
όλοι συνθέτουμε λαμπρές ανθοδέσμες
και αέναα
τις προσφέρουμε
των γυναικών.

Μπολιβάρ

(απόσπασμα, επίκλησις)

Μπολιβάρ, όσο που νάρθεις ήτανε σκοτάδια.
Στις κοιλάδες τώρα απλώνονται της φωτιάς τα χάδια.

Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
του Αντωνίου Οικονόμου
και του Πασβαντζόγλου αδελφός.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Ένα μονάχα είναι γνωστό,
πως είμαι (ο) γυιος σου.

Μπολιβάρ, δεν είσαι όνειρο, είσαι η αλήθεια.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
του Αντωνίου Οικονόμου
και του Πασβαντζόγλου αδελφός.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Ένα μονάχα είναι γνωστό,
πως είμαι (ο) γυιος σου.

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

Το καράβι του δάσους

Ξέρω ότι
αν είχα
μια φορεσιά
ένα φράκο
χρώματος πράσινο ανοιχτό
με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια
Αν στη θέση της
αόρατης
αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει
για κεφάλι
είχα μια τετράγωνη πλάκα
πράσινο σαπούνι

Έτσι που ν’ ακουμπά
απαλά
η μια της άκρη
ανάμεσα στους δυο μου ώμους

Αν ήτανε δυνατό
ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα
της φωνής μου
με την αγάπη
που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλες της βροχής

Ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα
της χαράς
που είδα κάποτες
σαν ήμουνα παιδί
κοιτάζοντας ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά
μάτια
των πουλιών

Το λίκνον ο λύχνος

Πάντοτε αγαπούσα
-με πάθος-
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ’ ένοιαζε
ο θάνατος

Τώρα που μ’ άφησες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα `θελα
να πεθάνω πια
ποτέ

+Μπολιβάρ, του Μάνου Χατζιδάκι

Μπολιβάρ Μάνος Χατζιδάκις

“…Την πρώτη απόπειρα του Μάνου Χατζιδάκι να μελοποιήσει ποιητικό κείμενο, την συναντάμε το 1945 στο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου “Μπολιβάρ”. Ο 20χρονος Μά…

*ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΚΟΥΙΖ: Ελύτης ή Ρίτσος; Μπορείς να ξεχωρίσεις ποιου ποιητή είναι αυτοί οι στίχοι;

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!