σε , ,

Writer’s Talk: Θα μπορούσαν οι Μέλισσες να είναι στο Netflix;

Μια κουβέντα των Γιάννη Σαμαρά και Φώτη Δούσου για στοιχεία της αφηγηματικής δομής των Μελισσών και την κατάσταση της μυθοπλασίας στην Ελλάδα

EmK2ZN6XUAAMNQi

-Ο Γιάννης Σαμαράς είναι σεναριογράφος, παραγωγός και brand consultant, και ζει στο Los Angeles.
-Ο Φώτης Δούσος είναι συγγραφέας, θεατρολόγος και σκηνοθέτης και μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα και την Κρήτη.

Το Τρέιλερ:

Άγριες Μέλισσες – Πρεμιέρα 29/9

Subscribe στον ANT1: https://goo.gl/ZMEbdx Δες ολόκληρα επεισόδια αποκλειστικά στο http://www.antenna.gr 👇👇👇👇👇😀😀😀 Like us on Facebook: https://goo.gl/ZOzQvD …

1) Γιατί οι Άγριες Μέλισσες είναι μια επιτυχημένη σειρά;

Μια επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά σε μια άκρως ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά θεάματος είναι σχεδόν πάντα επιτυχημένη επειδή είναι καλογραμμένη. Στην Ελλάδα, αλλά όχι μόνο, κυρίως σε αγορές με ιδιαίτερα και έντονα πολιτισμικά χαρακτηριστικά μπορεί κάτι να είναι επιτυχημένο επειδή απλώς κάνει επίκληση στα εθνικά αντανακλαστικά μας και σε ένστικτα που έχουν να κάνουν με το συλλογικό θυμικό, την ιστορία, τους κοινούς συμβολισμούς και τα τοπικά ήθη. Εκεί όμως την πατάει κιόλας η Ελλάδα όπως και κάθε μικρή, από άποψη πολιτισμικής εμβέλειας, αγορά. Όσο πιο έντονα αυτά τα χαρακτηριστικά τόσο πιο εσωστρεφής σε γενικές γραμμές η μυθοπλασία που φτιάχνει μια χώρα. Τέλεια για εσωτερική κατανάλωση αλλά δύσκολα εξαγώγιμη. Αυτό που κάνει επιτυχημένη σειρά τις Μέλισσες λοιπόν πέρα από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι είναι καλογραμμένη, είναι, πιθανότατα, ότι εκμεταλλεύεται και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες που προαναφέραμε καθώς και την προσκόλληση που έχουμε σαν λαός στο παρελθόν και εκφράζεται στην μυθοπλασία που φτιάχνουμε μέχρι τώρα. Είναι κάτι στο οποίο επενδύουν και οι ταινίες εποχής που γυρίζονται στην Ελλάδα.

Έχουμε μάθει να πιστώνουμε την επιτυχία ενός show σε περιφερειακά στοιχεία όπως το casting, ή η υποκριτική, αλλά η μαγεία και η μαγιά για ένα καλό show δημιουργείται πάντα σε επίπεδο γραφής. Όσο καλοί και αν είναι οι ηθοποιοί δεν θα μπορέσουν να το βγάλουν χωρίς καλό κείμενο. Στο θέατρο γίνεται. Στην τηλεόραση όχι. Και εκεί βασίζεται η επιτυχία των Μελισσών. Σε επίπεδο concept και ύφους πάντως είναι η πρόσμιξη των στοιχείων του ιστορικού δράματος με το crime spin που χρησιμοποιούν πολύ ώριμα οι σεναριογράφοι στον αφηγηματικό κορμό της σειράς και το κύριο γεγονός: Ένας φόνος που ρίχνει την σκιά του για πάνω από 150 επεισόδια.

Έχουμε για πρώτη φορά ίσως σε μια ελληνική σειρά ένα τόσο βαρύ δραματουργικό διακύβευμα ή stakes όπως λέγεται στην παγκόσμια γλώσσα της σεναριογραφίας. Φόνοι, μυστικά, διλήμματα, plot twists, είναι όλα εκεί. Επίσης ενώ η σειρά είναι καθημερινή κάτι που κάνει τον ρυθμό των αποκαλύψεων γρήγορο και απαιτητικό δεν χάνει το δραματουργικό της βάρος. Είναι δύσκολο για μια σειρά καθημερινή σχεδόν να μην τείνει ρυθμικά προς το μελόδραμα ή τη σαπουνόπερα, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα που αγαπούν αυτό το είδος.

EmpjETjXcAAihCp

2) Τεχνικά στην γραφή και τη δραματουργική δομή – τι είναι διαφορετικό στις Μέλισσες;

Καταρχήν έχουμε το γεγονός του φόνου που προαναφέραμε, η σειρά έχει ξεκάθαρο engine, δηλαδή ένα μηχανισμό που είναι σχεδιασμένος για να ανατροφοδοτεί τα επεισόδια με δράμα οργανικά. Έχεις ένα γεγονός, ένα φόνο που σημαδεύει τον ψυχισμό των ηρώων. Τα πάντα μετά από το γεγονός υπακούν σε αυτό. Οι περισσότερες σειρές στην Ελλάδα προσπαθούν να μας ρίξουν μέσα στην καθημερινότητα των ηρώων επενδύοντας στο μελόδραμα ή στην κωμωδία κατάστασης που πηγάζει από την αυτοσχεδιαστική δεινότητα κάποιων ταλαντούχων ηθοποιών και αδιαφορούν για τη δημιουργία ενός σημαντικού γεγονότος που θα τραβήξει μέσα του τους ήρωες σαν μια δραματουργική μαύρη τρύπα. Αλλά το καλό writing υπακούει πάντα σε τέτοιους βαρυτικούς νόμους.

Πολύ σωστά λοιπόν οι σεναριογράφοι δημιούργησαν ένα γεγονός που θα μπορέσει να σηκώσει και να οικοδομήσει πάνω του όλο τον ψυχισμό των τριών βασικών ηρώων. Αυτό που έχει ενδιαφέρον και υποδεικνύει και την επαγγελματική δομή του πιλοτικού επεισοδίου είναι ότι ξεκινάει με έναν θάνατο και τελειώνει με έναν θάνατο και τα χέρια των τριών βασικών ηρωίδων βαμμένα με αίμα. Ξεκινάει με αλλαγή και τελειώνει με αλλαγή. Αυτή η δραματουργική κυκλικότητα και η δομική ισορροπία είναι δείγματα ενός καλογραμμένου πιλότου.

Δεν είναι αρκετά όμως. Αυτά δημιουργούν τη βάση ή το έναυσμα για το δράμα. Αν κάτι έρχεται να κάνει ακόμη πιο ώριμη τη γραφή των Μελισσών και θα λέγαμε ότι δεν έχει δραματουργικά να ζηλέψει από την αρτιότητα των αμερικάνικων σειρών, είναι η θεματική πάλη. Εκεί βρίσκεται και  ο εσωτερικός παλμός της σειράς, το οποίο ντύνει την πλοκή και την κάνει να έχει θεματική βάση.

Αν ο φόνος του γιου του Δούκα δημιουργεί τον «μηχανισμό» παραγωγής δράματος και επεισοδίων η θεματική πάλη επικυρώνει σκηνή με σκηνή αυτό το πολυπόθητο άτυπο συμβόλαιο με τους θεατές. Οι θεατές καθηλώνονται εκεί για να δουν πως το θέμα της σειράς θα αμβλύνει την ηθική των ηρώων ή πως θα  επηρεάσει τον ψυχολογικό τους κορμό. Όλο το δράμα στην τηλεόραση βρίσκεται στην συνεχόμενα επαναπροσδιορισμένη ισορροπία ανάμεσα στο θέμα και στη μεταμόρφωση των ηρώων.

Η θεματική πάλη ας πούμε στις Μέλισσες αφορά τη σύνδεση με τον πραγματικό εαυτό. Το πως συνθλίβεται η αυτοδιάθεση και η ελευθερία που έρχεται με την ατομικότητα σαν δικαίωμα, απέναντι στον κομφορμισμό και την υποκρισία του μικροαστικού περιβάλλοντος που πνίγει την ελεύθερη έκφραση. Ωραίο όχημα για αυτό, προσδίδοντας και μια πολύ χρήσιμη αλληγορία είναι η μικρή κοινωνία του Διαφανίου στην Λάρισα στα τέλη του 1950.

Μέσα από αυτήν τη βασική θεματική διαλεκτική εκφράζονται επίσης πολύ γλαφυρά θέματα κοινωνικά, ζητήματα ισότητας φύλων και ταξικών διαφορών, όλα μέσα από το πρίσμα μιας ασφυκτικά μικρής κοινωνίας και ενός γεγονότος που δεν γυρίζει πίσω και αναγκάζει την ιστορία να κινείται μόνιμα προς τα μπρος με ορμή.

Δεν μπορούμε στις Μέλισσες για παράδειγμα, σκηνή με σκηνή, να μην νιώθουμε την ατομικότητα να προσκρούει βάναυσα πάνω στον αδυσώπητο κομφορμισμό του μικρόκοσμου του Διαφανίου και στην υποκρισία που τον διέπει. Δεν μπορούμε να μην συμπάσχουμε με τους ήρωες που συμπιέζονται συναισθηματικά και ψυχολογικά υπό το βάρος αυτής της δραματουργικής διελκυστίνδας.

Δεν θα ήταν το ίδιο θελκτικό το δράμα στις Μέλισσες αν η Ελένη δεν είχε το δίλημμα του να αποκαλύψει το έγκλημα τους υπό το βάρος του στενού κλοιού των τύψεων και της πίεσης της τοπικής κοινωνίας. Τι πρέπει να κάνει; Να πάρει την ευθύνη του φόνου πάνω της; Να την μοιραστεί με τις αδερφές της; Ή να ζήσει με τις τύψεις για πάντα; Μέσα της έχει αρχίσει να παίρνει μορφή από την αρχή και ένα άλλο δίλημμα του αν θα υποκύψει στις πιέσεις του Δούκα. Αν όμως υποκύψει στις πιέσεις του Δούκα, είναι σαν να υποτάσσεται και στον παντοδύναμο συντηρητισμό του Διαφανίου αλλά και σαν γυναίκα στην πατριαρχία των ανδρών. Η μόνη φορά που πήγε κόντρα στην ηθική της και δεν άκουσε την εσωτερική της πυξίδα στοίχισε σε αυτήν και την οικογένεια της τα πάντα.

Πρόκειται για πολυεπίπεδα και δαιδαλώδη διλήμματα, μπλεγμένα ανάμεσα στην προσωπική ηθική, τον νόμο και την αυτοθυσία. Τα καλοσχεδιασμένα διλήμματα που λυγίζουν τους ήρωες είναι το μέρος όπου ευδοκιμεί το καλό δράμα. Βλέπεις πόσο σφιχτό είναι όλο το πλέγμα των σχέσεων. Το νιώθεις γιατί είσαι εκεί μέσα στο δράμα. Αυτό είναι απαραίτητο στην τηλεόραση και ομολογούμε πως τόσο ολοκληρωμένη δουλειά στην Ελλάδα σε επίπεδο γραφής δεν έχουμε ξαναδεί.

EmAk MpXEAIqETc

3) Είναι τυχαίο ότι οι Άγριες Μέλισσες, η πιο επιτυχημένη ελληνική σειρά στην τηλεόραση είναι period drama; Είμαστε προσκολλημένοι στο ιστορικό δράμα;

Προφανώς δεν είναι καθόλου τυχαίο, και επιστρέφουμε στην υποσημείωση που κάναμε στην αρχή: έχουμε μια προσκόλληση στο παρελθόν, μια παρελθοντολαγνεία που σε βαθύτερο επίπεδο είναι ένα είδος μετατραυματικής νοσταλγίας (αν υπάρχει κάτι τέτοιο!). Ψάχνουμε ακόμα απαντήσεις εκεί. Εκεί που ακόμα τα τραύματα είναι ανοιχτά, το θυμικό κοχλάζει. Θέλει να τα ξορκίσει όλα αυτά που συνέβησαν στην ιστορική του πορεία ο Έλληνας αλλά τα βλέπει από το πρίσμα του θυμικού, για αυτό μοιρολατρεί. Την Μικρασιατική καταστροφή, τα χρόνια της περιόδου του οθωμανικού ζυγού, την Σπιναλόγκα, τον εμφύλιο, τη χούντα. Ακόμα δεν έχουμε πάρει απόσταση από αυτά τα συμβάντα και μας έχουν αφήσει ίσως και μια πάθηση του «εσωτερικού αφηγήματος της συμφοράς» και την ένταση ενός ιδιόμορφου PTSD. Δεν μπορούμε να δούμε την ιστορία μας αντικειμενικά και ψύχραιμα. Λες και όσο πιο κυτταρικά θυμάσαι τόσο πιο εύκολα ξεχνάς σε λογικό επίπεδο. Βρίσκεσαι σε μια λήθη, ένα limbo.

Είναι απόλυτα συνδεδεμένο το συλλογικό θυμικό με το είδος της τέχνης που παράγει μια χώρα. Θα λέγαμε επίσης ότι όσο πιο ταραχώδης είναι η ιστορία μια χώρας τόσο πιο δύσκολο να παράξει ελεύθερα τέχνη. Θέλει ηρεμία η δημιουργία. Είναι ήδη αρκετά τρικυμιώδης από μόνη της.

Έχουμε δυσκολία στο να κάνουμε μυθοπλασία σαν χώρα;

Δυστυχώς έχουμε αδυναμία να αρθρώσουμε μυθοπλαστικό λόγο που να μην βρίσκεται ούτε στο παρελθόν (στο τραύμα), ούτε στην μεταφυσική (θρησκευτικότητα), μέσω της οποίας o Έλληνας βλέπει το μέλλον, αλλά στον ρεαλισμό του τώρα. Γιατί μας ξεφεύγει μέσα από τα χέρια σαν άμμος, δεν είμαστε έτοιμοι να κοιτάξουμε το τώρα κατάματα μέσα από την τέχνη και ιδιαίτερα μέσα από τον κινηματογράφο που είναι και μια πολύ ακριβής και ακριβή τέχνη. Γιατί σχεδόν υποσυνείδητα ακόμα ψυχαναλύουμε τις πληγές.

Έτσι από την μια έχουμε την προσκόλληση στο παρελθόν και από την άλλη μια τάση άγουρης αποδόμησης για να προχωρήσουμε μπροστά. Αυτό όμως σε αναγκάζει να βλέπεις μόνο μαύρο και άσπρο. Μια απολυτότητα μέσω της οποίας δεν μπορούν να αναλυθούν και να διερευνηθούν οι πολύ χρήσιμες για το δράμα γκρίζες ζώνες. Επίσης ας μην ξεχνάμε και τις αγκυλώσεις που μας έχει δημιουργήσει η αδυναμία συμφιλίωσης με την διττή μας φύση, του ανατολίτη δηλαδή και του δυτικού, και μας στοίχισε πολύ και σε χρόνο και σχετικά με την αδυναμία συγκρότησης εθνικής δημιουργικής ταυτότητας.

Για παράδειγμα, ο λόγος που φτιάχτηκε και αναδείχθηκε το weird wave σαν τάση είναι ότι δεν είχαμε ποτέ κανονικό κύμα κινηματογράφου. Από την τελευταία σοβαρή προσπάθεια που ήταν η Φίνος Φιλμ, κατά την οποία και σύγχρονους ήρωες φτιάξαμε που έμειναν στο χρόνο, με εμπορική συνοχή και ιστορική διάρκεια, περάσαμε στο trash των 80’ς που ισορροπούσε περιέργως με τον αντίβαρο της μονο-οραματικής ματιάς του σημαντικότατου Αγγελόπουλου και από κει στο τίποτα. Το weird wave ήρθε και είναι η ανάγκη μας για μια βίαιη επανεκκίνηση. Ένα jumpstart που μόνο καλό βέβαια μπορεί να κάνει αλλά γίνεται πάλι με μια επιφανειακή επαναστατικότητα πριν εσωτερικοποιήσουμε και μάθουμε τους κανόνες της μυθοπλασίας. Στην Ελλάδα στον κινηματογράφο, από μια επαναστατικότητα προς την στασιμότητα πάμε να επιτεθούμε στην δομή ενός έργου ενώ πρέπει να επιτεθούμε στο στόρι, στην ανθρώπινη συνθήκη μέσα στο στόρι. Δεν σεβόμαστε το στόρι δυστυχώς. Δεν μάθαμε, καλύτερα, να σεβόμαστε το στόρι. Έτσι ξεκάθαρα στη σύγχρονη ελληνική μυθοπλασία, όπως διαμορφώνεται τώρα, βλέπουμε μια τάση εντυπωσιασμού που προέρχεται από τα πιο επιφανειακά στοιχεία ενός έργου όπως η τονικότητα, ο οπτικός κόσμος  ή το στυλ κινηματογράφησης.

4) Θα μπορούσαν οι Μέλισσες να είναι στο Netflix;

Δύσκολα, γιατί παρά το γεγονός ότι είναι μια πολύ καλογραμμένη, όπως τονίσαμε, σειρά, το concept της είναι ντυμένο με πολλά στρώματα τοπικιστικού χαρακτήρα – δεν μιλάει δηλαδή την παγκόσμια γλώσσα της μυθοπλασίας. Έχει ένα επίπεδο τοπικισμού που δεν θα μπορέσει να φτάσει στον παγκόσμιο θεατή. Εκεί χρειάζεται να επικεντρωθείς στην ποιότητα της ιστορίας και στη φρεσκάδα του concept. Εκεί χρειάζεται μια οικουμενική θεματολογία που οι συμβολισμοί της είναι υπερεθνικοί. Αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο θέμα. Δεν είναι σίγουρα θέμα γλώσσας γιατί η γλώσσα είναι το πρώτο πράγμα που ξεχνάς όταν χάνεσαι σε μια καλογραμμένη ιστορία.

Έχουμε ένα σημαντικό έλλειμμα μυθοπλασίας το οποίο όμως δεν συνειδητοποιούμε. Και δεν είναι πρόβλημα οικονομίας σε μεγάλο βαθμό αλλά μια αδυναμία στο να δημιουργήσουμε σύγχρονους ήρωες. Η μυθοπλασία είναι άρρηκτα δεμένη με αυτό που πιστεύουμε ότι είναι πιθανό. Ενδόμυχα δεν πιστεύουμε στους ήρωες γιατί αυτοί θεωρούν ότι όλα είναι εφικτά. Πιστεύουν στην υπέρβαση. Όχι την υπέρβαση της χριστιανικής υπομονής ή της θρησκευτικής πίστης που λέγαμε πριν και κινείται πάντα για μας πάνω στο spectrum του τραύματος από την μια και της ευχής από την άλλη, αλλά της επιμονής. Ποτέ δεν πιστέψαμε στην υπέρβαση γιατί η υπέρβαση απαιτεί το πέταγμα. Για αυτό ακόμα ψάχνουμε για ήρωες στο παρελθόν και ακόμα περισσότερο για ήρωες που υπήρξαν στην πραγματικότητα. Ακόμα μια δικαιολογία για να μην φτιάξουμε μυθοπλασία.

Επιπρόσθετα, συνήθως μένουμε στους οπτικούς συμβολισμούς και δεν επενδύουμε στην καρδιά της ιστορίας. Υπάρχει μια ανάγκη να εκφραστούμε μέσα από την εικόνα και την φόρμα και όχι από τους εσωτερικούς φυσικούς ρυθμούς της μυθοπλασίας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος μπορεί να είναι μια οπτική τέχνη αλλά η πρώτη του ύλη είναι οι λέξεις, ο λόγος. Επίσης τείνουμε να χαϊδεύουμε τους ήρωές μας. Νομίζουμε ότι θα σπάσουν. Δεν θέλουμε να τους ταλαιπωρούμε. Αλλά οι ήρωες είναι φτιαγμένοι για να σπάνε. Η φυσική μας τάση στην Ελλάδα είναι να τους δίνουμε είτε μια αντιεμπορική λυρικότητα ή ένα φιλοσοφικό αντι-ηρωισμό ή τους αφήνουμε να χαθούν μέσα στην προχειρότητα της ιστορίας, καθώς σαν κοινωνία δεν πιστεύουμε στους ήρωες. Είμαστε μια κοινωνία από αντι-ήρωες που προσπαθούν να βρουν ένα back door για να «σπάσουν» το σύστημα. Είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει front door. Δεν πιστεύουμε στην υπέρβαση.

Οι κανόνες της μυθοπλασίας όμως υπακούν σαφώς και σε οικονομικούς κανόνες αλλά και στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Σαν δημιουργός ή σαν writer ανταγωνίζεσαι όχι μόνο με όλο το περιεχόμενο που έχει πρόσβαση ο καθένας μας καθημερινά αλλά και με όλη την μυθοπλασία που έχει καταναλώσει μέχρι σήμερα. Η ίδια επείγουσα ανάγκη ισχύει και σε επίπεδο ιστορίας. Δεν υπάρχει χρόνος για φιλοσοφία. Όλη τη φιλοσοφία οι ήρωες την φέρουν μέσω αυτών που κάνουν και πολύ λιγότερο σε αυτά που λένε. Οι χαρακτήρες φέρουν και το plot και το θέμα, και την εσωτερική τους πάλη στις πράξεις τους. Οι πιο θελκτικοί ήρωες είναι αυτοί που σαν βαρίδια μέσα στην ιστορία κινούνται προς τα μπρος και κάνουν όχι τα πράγματα που είναι σωστά αλλά αυτά που αισθάνονται ότι θα τους αποκαλύψουν ποιοι πραγματικά είναι.

Χρειάζεται επίσης και ένα έντονο focus σε concepts που όντως μπορούν να σταθούν στην παγκόσμια αγορά του θεάματος. Και εμείς πάντα λόγω εθνικής εσωστρέφειας είχαμε θέμα με το να μαρκετάρουμε τα προϊόντα μας στον κόσμο. Είναι θέμα αυτογνωσίας, στόχευσης, γνώσης και ταλέντου που όμως πρέπει να καλλιεργηθεί. Πρέπει να αρχίσουμε να φτιάχνουμε «σχολές», να αρχίσουμε να δημιουργούμε ταυτότητα και κουλτούρα γραφής καταρχήν και επιτέλους να καταλάβουμε ότι όλη η δραματουργία ξεκινάει με το γράψιμο, το σενάριο δηλαδή. Πρέπει να αρχίσουμε να ξεχωρίζουμε τους ρόλους του σκηνοθέτη, σεναριογράφου και παραγωγού και να είμαστε εξωστρεφείς στους στόχους που θέτουμε. Χώρες όπως η Τουρκία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γερμανία αλλά και το Ισραήλ έχουν σπείρει τους σπόρους και τώρα βλέπουν τους καρπούς στην παγκόσμια αγορά κυρίως μέσω των streaming platforms. Το λάθος του Ελληνικού κράτους ας πούμε δεν ειναι οτι δεν χρηματοδοτεί αρκετά τις κινηματογραφικές τέχνες μόνο αλλά κυρίως ότι δεν είχε μέχρι τώρα τουλάχιστον μια εθνική στρατηγική εξωστρέφειας σε σχέση με την εξαγωγή του ελληνικού πολιτισμού μέσω του κινηματογράφου. Οι αγορές όμως πάντα δημιουργούνταν από τολμηρούς και έξυπνους οραματιστές που έπαιρναν το ρίσκο. Οπότε χρειαζόμαστε περισσότερους από αυτούς τους παραγωγούς για να δημιουργηθεί ένα ικανό και σύγχρονο κινηματογραφικό οικοσύστημα που κοιτάει έξω από τα σύνορά μας.

5) Φως στο τούνελ; Προς τα ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε;

To ερώτημα είναι πότε, πως και με ποια προϊόντα θα αρχίσουμε να κάνουμε ελληνικό entertainment για το παγκόσμιο κοινό. Πότε θα ξαναπάρουμε στα χέρια μας τον ρόλο του παραμυθά που τόσο συνετέλεσε στην δημιουργία της ταυτότητας μας σε αρχικό στάδιο. Μην ξεχνάμε ότι οι Αμερικάνοι στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη πάτησαν και έφτιαξαν ίσως την ισχυρότερη μηχανή μυθοπλασίας που έγινε ποτέ. Η COMMON GOODS για παράδειγμα είναι μια εταιρία που στήνουμε και κάνει launch πολύ σύντομα απαντάει οργανικά σε αυτό το ερώτημα.

Είναι μια εταιρεία ανάπτυξης ταινιών και τηλεοπτικών σειρών και έχει βάση την Αθήνα και το Λος Άντζελες. Στην ουσία φτιάχνουμε και πουλάμε ιστορίες. Το focus επομένως γίνεται στην ανάπτυξη των προϊόντων σε επίπεδο ιστορίας/σεναρίου, που στοχεύουν στην παγκόσμια αγορά του entertainment.

Η Common goods δεν είναι μια ελληνική εταιρεία per se αλλά μια εταιρεία που επενδύει στην Ελλάδα και στο μέλλον της ελληνικής μυθοπλασίας. Βλέπουμε αυτή σαν μια σωστή κατεύθυνση για να κάνουμε το άλμα που απαιτείται για να πάμε προς μια ποιοτική μυθοπλασία για το «μεγάλο» κοινό, ούτως ώστε να ξεπεραστεί η δυσλειτουργική ισορροπία που καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τους περιορισμούς του ελληνικού box office τόσο σε επίπεδο μεγέθους όσο και ποιότητας, όσο και το έλλειμμα μυθοπλασίας σε επίπεδο σεναρίου. Στην ουσία είναι η προσομοίωση ενος writers’ room συνδυασμένο με τη δυνατότητα συγχρηματοδότησης/συμπαραγωγής. Στοχεύουμε δηλαδή στην κάλυψη του κενού αυτού στο story development και στο writing και κατά συνέπεια στη δυσκολία μέχρι τώρα της ελληνικής αγοράς να δημιουργήσει ανταγωνιστικό εξαγώγιμο πολιτισμικό προϊόν.

Πέρα από τον στόχο να δημιουργήσουμε τις δικές μας ταινίες και TV Shows, που θα εκτείνονται από την επιστημονική φαντασία και το υπερφυσικό μέχρι το δράμα εποχής και το κοινωνικό και πολιτικό δράμα, όλο αυτό το εγχείρημα θα ξεκινήσει με ένα τρίμηνο story workshop που θα λέγεται STORYJAM με στόχο να φτιάξουμε έναν συγγραφικό πυρήνα που το κύριο μέλημά του θα είναι η εξοικείωση με την τεχνογνωσία και τα κυρίαρχα ρεύματα της μυθοπλασίας σήμερα. Τώρα είναι οι συνθήκες έτοιμες και τώρα είναι και η μεγαλύτερη ανάγκη για αυτό.

*Κι άλλα Writer’s Talks εδώ.

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!