σε

Τάσος Πετρίτσης: Πώς έγραψα το πρώτο μου βιβλίο

Η Οδός Απώλειας 10 είναι μια συλλογή δυνατών διηγημάτων

1 11

Στη στήλη “Πώς Έγραψα το Πρώτο μου Βιβλίο”, ζητώ από Έλληνες συγγραφείς να μου περιγράψουν τις αναμνήσεις τους για το πρώτο τους έργο, το βιβλίο που τους άλλαξε τη ζωή – και τους έκανε συγγραφείς.

Σήμερα, ο Τάσος Πετρίτσης

Ό,τι γράφεται με αρωγό τη μνήμη, θα το μολύνει αναπόφευκτα και η φαντασία. Η διαδικασία μιας αναδρομής – ακόμη στο κοντινότερο παρελθόν – απλώνει σκιές, κόβει σκηνές αμέτρητες, φωτίζει απρόβλεπτα στιγμές που κράτησες. Όλα όσα ήθελες και επέλεξες να σώσεις. Με αυτές τις σκέψεις επιστρέφω στη συγγραφή του πρώτου μου βιβλίου.

2021. Το καλοκαίρι έχει αρχίσει. Σκάει ο τζίτζικας κι εμείς στη σχολή. Είμαι 22 χρονών. Ολοκληρώνω σπουδές υποκριτικής. Το πτυχίο είναι ζήτημα εβδομάδων. Μεσημεριανό διάλειμμα. Εδώ πιο κάτω έχει έναν φούρνο με σπιτικά. Κάτι λείπει και το ψάχνω. Δεν έχω νιώσει ικανοποιημένος με τον εαυτό μου στις πρόβες. Θα τη βρω την άκρη. Παράλληλα γράφω. Από παλιά. Κυρίως θέατρο. Με απασχολεί, όμως, όλο και εντονότερα η πεζογραφία. Ανακαλύπτω μέσα της το πιο υποκειμενικό μου πλάνο. Άλλο από εκείνο που επιτάσσει η γεωμετρία του δραματικού διαλόγου και της σκηνικής αλληλουχίας. Αργά το βράδυ, κάθομαι στο λάπτοπ. Ανοίγω καινούργιο αρχείο. Ξεκινώ να λέω την ιστορία μιας γυναίκας. Αυτή η γυναίκα σηκώνεται αθόρυβα κάθε πρωί για να μην ενοχλήσει το υπόλοιπο σπίτι. Ετοιμάζει στο παιδί της πρωινό. Μετά πηγαίνει στη δουλειά. Μυστηριωδώς, ελλείψει οποιουδήποτε προσχεδίου, ξέρω πολύ καλά κι από πολύ νωρίς πώς θα τελειώσει το διήγημα. Ο παππούς μου που λείπει καιρό έλεγε Γράφω γιατί έτσι μου έρχεται. Στο συρτάρι είχε άπειρα χειρόγραφα. Δεν κυνήγησε την έκδοση. Ολοκληρωνόταν μέσα από άλλες ιδιότητες. Δεν αργώ να τελειώσω το πρώτο διήγημα. Το επόμενο θα ξεκινούσε μόλις λίγες μέρες μετά. Ξέρω κι αυτό πώς θα τελειώσει. Η γνώση του τέλους σού υπαγορεύει τη φλόγα του ξεκινήματος. Δίνω πολλή σημασία σε κάθε αρχή. Ίσως περισσότερη από όση θα έπρεπε. Το αποτέλεσμα; Πολύκροτες εισαγωγές, αχρείαστες μακρηγορίες, ανώφελες μανούβρες, ευρήματα που μήνες αργότερα θα αποδεικνύονταν κανονικός βραχνάς και θα τα ξεφορτωνόμουν το ένα μετά το άλλο. Στο τρίτο, ενδεχομένως και στο τέταρτο διήγημα, έρχεται η στιγμή που δεν μπορείς πια να αγνοήσεις το μοτίβο της απώλειας. Αναρωτιέμαι γιατί επανέρχεται. Στην πραγματικότητα ξέρω. Το δυσκολότερο πρόσωπο της απώλειας το συνάντησα όταν ήμουν δεκαοκτώ. Μετράω. Τέσσερα χρόνια. Συνειρμικά θυμάμαι μια φράση από τον Μπέκετ. «Εβδομήντα! Θεέ μου… Μπαίνει στα εβδομήντα.» Η απόγνωση της ηλικίας σε έξι λέξεις. Τα κλείνω για τις διακοπές του καλοκαιριού.

Εβδομάδες αργότερα. Ο Σεπτέμβρης έρχεται με φόρα. Διπλωματικές εξετάσεις επιτέλους. Η πανδημία τα έφερε έτσι ώστε η αποφοίτηση να έρθει μετά τις παραλίες. Η ώρα της παράστασης. Είμαι ο Οράτιος στο Σχολείο Γυναικών του Μολιέρου. Ένα απ’ τα τέσσερα βράδια βρίσκω όλο το νόημα. Αφήνω τον εαυτό μου να χαθεί σε ό,τι συμβαίνει. Θα ανέβω με μια σκάλα στο μπαλκόνι της Αγνής. Θα την κλέψω. Ζητάω ανύποπτος τη συνδρομή του ερωτικού μου αντίζηλου. Πάντως, τέλος καλό όλα καλά. Και πήγαν καλά. Πήραμε το πτυχίο.

Καινούργια σελίδα. Ο χρόνος μου ανήκει σε εμένα. Άλλη πνοή. Σε κάποιους μήνες αρχίζουν οι πρόβες για ένα μελλοντικό θεατρικό εγχείρημα. Μια καλοκαιρινή συζήτηση στο μπαλκόνι του κολλητού και συμφοιτητή Λ. με έχει ταρακουνήσει. Μετά τις σπουδές, έχω ανάγκη να ζήσω το έξω. Συγχρόνως γράφω. Ιστορίες. Είναι ασταμάτητες. Μιλάω ξανά για μια γυναίκα. Αφηγείται το βιβλίο της ζωής της. Μετά ο Άμλετ. Τι θα έλεγε αν η θάλασσα του χρόνου τον ξέβραζε στο σήμερα. Αργότερα εντυπώσεις από κρίσεις που σχεδόν δεν έζησα, γιατί ήμουν παιδί. Αυτή η ιστορία το πάει αλλού. Δεν μιλάει για την κρίση της οικονομίας, αλλά για την αυτοκριτική. Και για το ότι έρχεται στιγμή που ίσως να μην διορθώνονται τα λάθη. Να μην αλλάζει ο δρόμος. Ο δρόμος είναι μια ιδέα που με ακολουθεί. Η γραμμή μιας πορείας. Η ζωή που ταξιδεύει, τα χιλιόμετρα που μεσολαβούν από τη μία επιλογή στην άλλη. Δεν έχω σχετικό διήγημα. Το κρατάω για τη σκέψη του τίτλου. Προχωράω. Υλικό με επισκέπτεται ακατάσχετα. Σπαράγματα ονείρων, ανολοκλήρωτα καρέ, μισές εικόνες που ζητούν τον ουρανό ή τη γη τους. Ειδήσεις που με στοίχειωσαν. Σημεία των καιρών που με έχουν σημαδέψει. Διήγημα για ένα τιμώμενο πρόσωπο που δεν θα το τιμούσαν αν το γνώριζαν πραγματικά. «Πέσαμε απ’ τα σύννεφα», θα έλεγαν κι εκείνοι.

Η συγγραφή πλησιάζει στο τέλος της. Ιστορίες, ιστορίες, ιστορίες. Δέκα μέχρι τώρα. Κάπου εδώ σταματώ. Ψάχνω έναν τίτλο. Η ανάμνηση του δρόμου που με ακολουθεί. Η απώλεια που έχω από νωρίς υπογραμμίσει. Ένας στίχος του Μολιέρου σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη. Ανακαλύπτω πως ακουμπάει στο Κατά Ματθαίον. «Η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν…» Ο τίτλος ξεπηδά. Οδός Απωλείας 10.

2 10

Μεσολαβεί ένα διάστημα αποστασιοποίησης. Μοιράζομαι κομμάτια του βιβλίου με λίγους και κοντινούς. Διορθώσεις, αναθεωρήσεις, αναδιατυπώσεις. Στο μεταξύ συμβαίνουν άλλα κι άλλα. Στη διάρκεια ενός νυχτερινού τηλεφωνήματος ερωτεύομαι. Πολλά υποσχόμενη στιγμή. Με φίλους έχω ξεκινήσει πρόβες, αποβλέποντας στην επόμενη χρονιά. Και στο όνειρο της πρώτης μου θεατρικής σκηνοθεσίας. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το βιβλίο. Ψάχνω για φάλτσα. Σκέψεις γύρω από αυτό που λέμε δημιουργία. Στους Τεμπέληδες του Παναγιωτόπουλου, ένας αινιγματικός ζωγράφος επισκέπτεται συχνά τα τρία αδέλφια. Χαρακτήρας αγνώστων λοιπών στοιχείων, προέλευση αναπάντητη, εμφάνιση σε τρεις σκηνές και αν. Δεν ξέρουμε ποιος μυστήριος δεσμός τον φέρνει κοντά τους, ποια πίστη τον κάνει να επιστρέφει. «Θέλω να σου ζητήσω να δεις τους πίνακές μου… Για μένα η γνώμη σου έχει μεγάλη σημασία…» Ο Πουλικάκος προσπερνάει αμίλητος. Αλλάζει δρόμο μέσα στον χορταριασμένο κήπο. «Χάνεις τον καιρό σου», θα του πει τελικά. «Εγώ δεν έχω ιδέα από ζωγραφική.» Τι προσδοκούμε όταν βγάζουμε στο φως κάτι δικό μας και το παραδίδουμε στα ξένα μάτια;

Περνάει λίγος καιρός ώστε να νιώσω σίγουρος για τις επιλογές μου. Αποστολή του χειρόγραφου σε δυνητικούς εκδότες. Συλλέγω απορριπτικές επιστολές με σπάνια αισιοδοξία. Η πρώτη σε ένα μήνα. Οι επόμενες αργότερα. Αγαπητέ κύριε Πετρίτση. Διαβάσαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το βιβλίο σας, αλλά δεν το εντάξαμε στον προγραμματισμό μας. Αγαπητέ κύριε Πετρίτση. Τα διηγήματά σας παρουσιάζουν ενδιαφέρουν, ωστόσο δεν πληρούν τα κριτήρια της έκδοσης από εμάς. Αγαπητέ κύριε Πετρίτση. Έχετε τις θερμότερες ευχές μας. Αγαπητέ κύριε Πετρίτση. Μήπως να στρεφόσασταν στην αγγειοπλαστική;

Οι μήνες περνούν. Μπήκε κι ο νέος χρόνος, ούτε το κατάλαβα. Άνοιξη. Φτάσαμε κιόλας στην άνοιξη. Το Πάσχα είναι μια ανάσα μακριά. Ο πατέρας μου ονειρεύεται χρόνια τώρα ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Φαντασιώνεται μια Μέκκα του βινυλίου. Ατελείωτες ώρες ανάμεσα στους δίσκους της νεανικής του έκστασης. Εγώ στον κόσμο μου. Λαμβάνω θετική απάντηση από τις εκδόσεις Βακχικόν. Ζητώ να συζητήσουμε τους όρους. Οι διακοπές του Πάσχα σημαδεύονται κι εκείνες από την απώλεια. Ο συνονόματος παππούς μου, πρώην ναυτικός και αμετανόητα μπολιασμένος σε όλη τη ζωή του με την αθεράπευτη κεφαλλονίτικη αψάδα, μας αφήνει άσχημα. Με στενοχώρησε. Η γιαγιά είναι απαρηγόρητη. Ο πατέρας μου, ως συνήθως, κρατάει τα συναισθήματα για τον εαυτό του. Ελπίζει στην υπερατλαντική ανάταση του ταξιδιού. Γράφω ένα διήγημα με πρωταγωνιστή το υγρό στοιχείο. Βρίσκει θέση στην αρχή της συλλογής. Τη μέρα του ταξιδιού, σε μια συνομιλία μόλις λίγες ώρες πριν από την πτήση, ο Κ.Κ., άνθρωπος σημαντικός στον χώρο του βιβλίου, έχει διαβάσει τα διηγήματά μου και μου χαρίζει έναν εμψυχωτικό λόγο. «Είστε έτοιμος να εκτεθείτε.» Εκφράζει τη σκέψη του για το ενδεχόμενο να γραφόταν άλλη μία ιστορία, που θα έκανε αρτιότερη εκδοτικά τη συλλογή.

Τον έχω προλάβει. Το τελευταίο διήγημα εκκολάπτεται ήδη στο μυαλό μου. Θα γραφόταν μέρες αργότερα και εκτός ελληνικού εδάφους. Πολύ μακριά. Στο Δυτικό Ημισφαίριο. Εδώ μοιάζει χειμώνας. Άλλος κόσμος. Άλλα μεγέθη. Άλλες συνήθειες. Οι άνθρωποι παίρνουν πρωινό σε μαγαζιά. Ξενοδοχείο στο Μανχάταν, κάπου εικοστός δεύτερος όροφος. Θέμα του διηγήματος, μια εκδρομή στο Λούνα παρκ. Και το τίμημα της ενηλικίωσης.

Η επιστροφή στην Ελλάδα θα δρομολογούσε τις διαδικασίες της συμφωνίας για την έκδοση. Σύντομα η ζέστη θα πολιορκούσε την Αθήνα. Το καλοκαίρι θα μου έφερνε δώρα που σήμερα ανήκουν πια στα προσωπικά μου αποσιωπητικά. Γυρνάμε πίσω. Το τηλεφώνημα που στη διάρκειά του είχα νιώσει ερωτευμένος. Το σήμα του, αν και ιδιαίτερα ευαίσθητο στις παρεμβολές, δεν είχε σβήσει για μήνες ολόκληρους. Τώρα οι λέξεις ζητούσαν το σώμα. Διαλόγου συνέχεια…
Το πρώτο μου βιβλίο – για να μην μακρηγορώ – το έγραψα σε μια στιγμή που όλα ήταν καινούρια. Σε μια συγκυρία που είχα ανάγκη να ζήσω το έξω. Σε ένα από εκείνα τα ιερά σημεία του χρόνου όπου θέλεις να αποχαιρετήσεις το παλιό, να βρεις το θάρρος να ζητήσεις απ’ τα τραύματά σου ανακωχή και να υποδεχτείς τους καρπούς μιας άνοιξης που χτυπάει την πόρτα και εγκαινιάζει το υπόλοιπο της ζωής σου. Να ενηλικιωθείς. Να συνεχίσεις ξαναρχίζοντας.
Την ιστορία σου.

Ακολουθήστε τα Μικροπράγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.
0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια

Τα Μικροπράγματα στο inbox σου!